Τις τελευταίες ημέρες η ελληνική κοινωνία ζει μια πρωτόγνωρη κατάσταση με τις ολοένα και αυξανόμενες δημόσιες δηλώσεις και τοποθετήσεις δικαστικών λειτουργών όλων των βαθμών, και των ανωτάτων. Αυτό οφείλεται αποκλειστικά στον Πρόεδρο της μεγαλύτερης, ιστορικότερης και εμβληματικότερης Δικαστικής ένωσης της χώρας, της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ο οποίος, έχοντας απόλυτη, απολύτως συμπαγή και χωρίς ρωγμές πλειοψηφία στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης, εξέδωσε την 24.2.2021 ένα δελτίο τύπου, το οποίο υποστήριζε, με επίκληση ανθρωπιστικών λόγων, την υποχρέωση της «πολιτείας» να υποχωρήσει και να αποδεχτεί αιτήματα καταδίκου, σχετικά με τη νομιμότητα του τρόπου έκτισης της ποινής του, εκτός του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι προφανώς η επίκληση αναφέρεται στην εκτελεστική εξουσία και όχι γενικά στην πολιτεία, αφού στη φιλελεύθερη δημοκρατία η έννοια της τελευταίας πρωτίστως περιλαμβάνει και την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη.
Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε μεγάλο κύμα αντιδράσεων εντός του δικαστικού σώματος της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, και δεν αναφέρομαι μόνο, ούτε κυρίως, στην ανακοίνωση όλης της μειοψηφίας του Διοικητικού συμβουλίου, αλλά στη δημοσίευση διαφόρων κειμένων υπογραφομένων από εκατοντάδες Δικαστές και Εισαγγελείς, που εναντιώθηκαν στο περιεχόμενο της ανακοίνωσης, αλλά και χαρακτήρισαν ευθέως αντικαταστατική την έκδοση τέτοιας ανακοίνωσης, ως κείμενη εκτός των καταστατικών σκοπών της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.
Στην πραγματικότητα οι αυθόρμητα και κυρίως ανοργάνωτα διαμαρτυρόμενοι Δικαστές και Εισαγγελείς, εισέπραξαν και ορθά την ανακοίνωση ως επίθεση στην ίδια την ταυτότητα του δικαστικού σώματος και ως προσπάθεια να μεταβληθεί η Ένωση των Δικαστών σε υποκείμενο του ευρύτερου πολιτικού διαλόγου.
Επίσης, επιστρατεύτηκε και μικρός αριθμός δικαστικών λειτουργών, προς υπεράσπιση όχι του περιεχομένου της ανακοίνωσης, αλλά μεταφέροντας εντέχνως τη διαφωνία στο εύρος του πεδίου των θεμάτων επί των οποίων δικαιούται να τοποθετείται δημόσια η Ένωση, σε μια προσπάθεια να φύγει η συζήτηση από το περιεχόμενο της ανακοίνωσης.
Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης όμως στηρίζεται και στη μη κατάταξη του Δικαστή και του Εισαγγελέα δημόσια σε ομάδες που εκφράζουν άποψη επί ζητημάτων, με ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό ενδιαφέρον, κείμενων εκτός των καταστατικών σκοπών της Ένωσης. Και αυτό γιατί ο φυσικός δικαστής πρέπει να διασφαλίζει εκ των προτέρων την αμεροληψία και την ουδετερότητα, έναντι του απλού πολίτη, στον οποίο πρωτίστως προσφέρει τις υπηρεσίες του.
Αυτό ακριβώς το πρόβλημα εντόπισε η κοινή ανακοίνωση της φυσικής ηγεσίας της Δικαιοσύνης, της Προέδρου και του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, επιτυγχάνοντας να οριοθετήσει τον δημόσιο λόγο των Δικαστικών Λειτουργών.
Οι αυθόρμητες αντιδράσεις των Δικαστικών λειτουργών θα πρέπει και αυτές να ακολουθήσουν τη θεσμική οδό, που οριοθετεί το καταστατικό της Ένωσης.
Αναδεικνύεται όμως σήμερα πιο έντονα από κάθε άλλη φορά η αναγκαιότητα σύνταξης Κώδικα Δεοντολογίας και συμπεριφοράς Δικαστικών Λειτουργών, που θα λάβει τη μορφή ψηφισμένου νόμου. Και αυτό πρέπει να γίνει μετά από διάλογο μεταξύ των Ενώσεων, της φυσικής ηγεσίας όλων των κλάδων της Δικαιοσύνης, της Επιστήμης και της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, με πρωτοβουλία των οποίων πρέπει να ξεκινήσει ο διάλογος αυτός.
* Ο Ευστάθιος Κ. Βεργώνης, είναι Αντεισαγγελέας Εφετών Αθηνών