Δεν θα είναι γενναία τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που θα αποφασίσουν για την Ελλάδα οι δανειστές, εκτιμά ο Παναγιώτης Λιαργκόβας, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα του Eurogroup της Παρασκευής.
Και προβλέπει ο πρώην επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής ότι οι εταίροι μας, ειδικά οι Γερμανοί, θα κλωτσήσουν και πάλι το τενεκεδάκι του χρέους λίγο παρακάτω, στη λογική ότι αφού μπορούμε να το εξυπηρετούμε με τα υπερπλεονάσματα, δεν μας χρειάζεται σημαντική μείωση, κι ας στραγγαλίζεται έτσι η ανάπτυξη.
Σημειώνει ότι ένα νέο «μνημόνιο», χωρίς χρηματοδότηση, μας περιμένει μετά τον Αύγουστο, αφού τα μέτρα είναι προνομοθετημένα, με κίνδυνο στο βωμό των πλεονασμάτων, να μείνουμε για χρόνια εγκλωβισμένοι σε αυτό το φαύλο κύκλο λιτότητας και νωχελικής ανάπτυξης, με ενισχυμένη μάλιστα εποπτεία. Αντιδιαστέλει το αφήγημα της «καθαρής εξόδου» το οποίο χαρακτηρίζει αμιγώς πολιτικό, με μια χειρότερη πραγματικότητα για όσους θα ζήσουν τις περικοπές σε αφορολόγητο και συντάξεις, ενώ μιλά για το ναυάγιο των ελληνικών προγραμμάτων.
«Τα μνημόνια απέτυχαν στην Ελλάδα, αυτή είναι μια άβολη αλήθεια που οι δανειστές δεν θέλουν να παραδεχτούν», τονίζει ο κ. Λιαργκόβας, προσθέτοντας πως ούτε το χρέος είναι μεγαλύτερο απ' όταν εισήλθαμε στα μνημόνια, ούτε αλλάξαμε τη δομή της οικονομίας, ώστε να γίνει πιο ανταγωνιστική. Λάθη που οι δανειστές δεν πρόκειται φυσικά να αναγνωρίσουν, αφού διαφορετικά θα ήταν μια παντελής ομολογία αποτυχίας τους.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
– Όπως είπε μετά το Eurogroup της Παρασκευής ο Επίτροπος Μοσκοβισί, ένα πλαίσιο εποπτείας της Ελλάδας μετά τον Αύγουστο θα διασφαλίζει ότι θα γίνονται μεταρρυθμίσεις, ενώ από τη πλευρά του ο κ. Τσακαλώτος μίλησε για ενισχυμένη παρακολούθηση, η οποία όμως ουδεμία σχέση θα έχει με πιστοληπτική γραμμή, προαπαιτούμενα και εκταμιεύσεις. Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια, η άλλη μισή ποια είναι;
Η άλλη μισή αλήθεια είναι ότι μετά το καλοκαίρι θα εφαρμοστούν τα προνομοθετημένα μέτρα δηλαδή το μαχαίρι στο αφορολόγητο και οι περικοπές στις συντάξεις, χώρια τα συμφωνημένα για χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα. Επομένως συμπληρώνεται το κάδρο μιας μετά μνημονίου εποχής, η οποία μοιάζει πάρα πολύ σαν ένα μνημόνιο, απλώς δίχως το σκέλος της χρηματοδότησης.
– Και όπως είπε και ο Μπ. Κερέ από την ΕΚΤ, «από τις 21 Αυγούστου, η Ελλάδα δεν θα κρίνεται από την τρόικα, αλλά από τις αγορές»…
Από τις αγορές, οι οποίες θα είναι πιο αυστηρές, και δεν θα επιδέχονται καμίας πολιτικής διαπραγμάτευσης όπως επιδέχονται σήμερα οι διάφοροι πρωταγωνιστές της ελληνικής υπόθεσης, ακόμη και οι Γερμανοί. Σήμερα, ο Πρωθυπουργός μπορεί ακόμη να σηκώσει το τηλέφωνο, και να καλέσει την Καγκελάριο ή κάποιον Ευρωπαίο ηγέτη, προκειμένου να του ζητήσει να παρέμβει. Το πολιτικό αυτό εργαλείο που είχαν ως σήμερα οι ελληνικές κυβέρνησης χάνεται. Και απομένει μόνο η αντίδραση των αγορών, η οποία είναι εντελώς απρόσωπη και υπαγορεύεται αυστηρά από οικονομικά κριτήρια.
– Αλήθεια πως φαντάζεσθε την αντίδρασή τους; Είναι το κοινό ερώτημα που έχουν όλοι οι πρωταγωνιστές γύρω από την Ελλάδα…
Ακριβώς επειδή έχει γίνει τόσο μεγάλη φασαρία για την Ελλάδα, ακριβώς επειδή έχουν διαμορφωθεί διάφορες προσδοκίες, και θετικές και αρνητικές, οι αγορές θα μας έχουν για μεγάλο χρονικό διάστημα κάτω από ένα προβολέα.
Τα φώτα θα είναι μόνιμα στραμμένα πάνω μας, πολλώ δε μάλλον όταν οι διεθνείς οίκοι δεν μας έχουν σε κατάσταση επενδυτικής βαθμίδας, καθώς θέλει καιρό για να επανέλθει η αξιοπιστία στην οικονομική μας πολιτική. Το παραμικρό στραβοπάτημα να κάνουμε, κάτι που θα υποδηλώνει για παράδειγμα στροφή σε πελατειακές πολιτικές, αμέσως οι αγορές θα αντιδρούν αρνητικά.
Αλίμονο δε, αν χρειαστεί να χρησιμοποιήσουμε τα χρήματα του «μαξιλαριού ασφαλείας» που σχηματίζουμε. Αν για κάποιο έκτακτο λόγο αρχίσουμε να κάνουμε χρήση, τότε οι αγορές θα εκτιμήσουν ότι βρισκόμαστε σε αδυναμία. Και αμέσως θα ανεβάσουν τα επιτόκια, οι επενδυτές θα το εκλάβουν ως αρνητικό μήνυμα, γενικά θα δημιουργηθεί ένα κακό κλίμα.
– Ας έρθουμε στο άλλο βασικό ερώτημα, αν θα υπάρξει η περίφημη επιστροφή στη «κανονικότητα» – ας ελπίσουμε όχι στις παλιές κακές συνήθειες. Tι θα κάνει αλήθεια η Ελλάδα με την «οικονομική της ελευθερία» όταν θα έρθει εκείνη η ώρα;
Στην ουσία, επιστροφή στην «κανονικότητα» δεν θα υπάρξει, αφού θα έχουμε εποπτεία, εφαρμογή των προνομοθετημένων μέτρων, υλοποίηση εκρεμμών προαπαιτούμενων, συχνότερες αξιολογήσεις της οικονομίας. Αρα μια ακόμη πιο ενισχυμένη εποπτεία και παρακολούθηση της οικονομίας. Εγώ φαντάζομαι τη κατάσταση σαν μια συνέχεια της τωρινής, απλώς χωρίς τη χρηματοδότηση. Και φυσικά για πολλές κοινωνικές ομάδες, τα πράγματα θα χειροτερέψουν καθώς θα πληρώσουν περισσότερα λόγω της περαιτέρω μείωσης των συντάξεων και του αφορολόγητου.
– Ακούγεται πολύ χειρότερο απ' αυτό που παρουσιάζεται επισήμως…
Είναι σαν να μιλάμε για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Το επικοινωνιακό όπου εμφανίζεται μια επιφανειακή εικόνα, και το πραγματικό, το οποίο βρίσκεται σε αντιδιαστολή με το πρώτο. Εηάλλου η «καθαρή έξοδος» δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια πολιτική επινόηση. Και αυτό το βλέπουμε, καθώς από τη μια πλευρά έχουμε τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα, και από την άλλη πλευρά, έχουμε χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Είναι σαν να θέλουμε να κρίνουμε την οικονομία, και αντί να βλέπουμε τη συνολική εικόνα, απομωνόνουμε ένα μεμονωμένο «επίτευγμα», που όμως δεν αντανακλά τη βελτίωση του βοιοτικού επίπέδου. Κτίζουμε τόσο μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα σε βάρος της πραγματικής οικονομίας.
Και είμαστε σε ένα φαύλο κύκλο λιτότητας, με συνεχή υπερφορολόγηση, μείωση επιχορηγήσεων στα νοσοκομεία, καθυστερήσεις στην πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών, και στην απονομή συντάξεων, μόνο και μόνο για να παρουσιάσουμε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία δεν έχουν κανένα πραγματικό όφελος. Διότι προέρχονται από λιτότητα, δεν προέρχονται από ανάπτυξη.
– Που θα μας οδηγήσει λοιπόν όλο αυτό;
Δυστυχώς η κυβέρνηση έχει αγκαλιάσει τη πολιτική λιτότητας. Παλαιότερα συζητούσαμε για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ύψους 4,5%, τα οποία είχε προτείνει η προηγούμενη κυβέρνηση, και ισχυριζόμασταν ότι υποδήλωναν τεράστια λιτότητα και θα έκαναν ζημιά στην οικονομία. Το ίδιο μάλιστα ισχυριζόταν και η τότε αντιπολίτευση. Σήμερα ως κυβέρνηση υιοθετεί πλήρως την πολιτική που κάποτε κατήγγειλε.
– Παγιδευμένοι λοιπόν για χρόνια στη χαμηλή ανάπτυξη;
Αυτό έδειξε και η πρόσφατη τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία, εκφράζοντας το φόβο ότι θα παγιδευτούμε σε νωχελικούς ρυθμούς ανάπτυξης, της τάξης του 1% για δέκα χρόνια, αν δεν γίνουν μεταρρυθμίσεις.
– Σύμφωνοι αλλά και οι δανειστές είχαν ρίξει το βάρος στην επίτευξη πλεονασμάτων, και όχι στις δομικές αλλαγές. Τώρα μόλις, και με αφορμή τη συμφωνία για την επόμενη ημέρα, βλέπουμε να έχει μπει στο τραπέζι ως σενάριο η σύνδεση χρέους-μεταρρυθμίσεων. Δεν είναι αργά;
Είναι αρκετά αργά. Το βάρος στις μεταρρυθμίσεις έπρεπε να είχε δοθεί στην αρχή των μνημονίων, όχι στο τέλος τους. Τώρα πλέον υπάρχει κόπωση. Έπειτα από οκτώ χρόνια μιας αφυδατωμένης οικονομίας, οι δανειστές πιέζουν τώρα για μεταρρυθμίσεις. Όταν όμως έχει εξαφανιστεί στην ουσία η μεσαία τάξη, πως να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις;
– Τελικά, τα μνημόνια απέτυχαν κε καθηγητά;
Ναι νομίζω ότι απέτυχαν. Ναι μεν καταφέραμε να εξαλείψουμε τα δίδυμα ελλείμματα, και να πετύχουμε υπερπλεονάσματα, αλλά ούτε το χρέος μειώσαμε – είναι μεγαλύτερο απ' όταν εισήλθαμε στα μνημόνια – ούτε και αλλάξαμε τη δομή της οικονομίας, ώστε αυτή να γίνει πιο εξωστρεφής, πιο ανταγωνιστική, να εξασφαλίζει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
– Είναι αυτό μια ομολογία καθαρής αποτυχίας για τους εταίρους μας και δανειστές;
Ναι, γιατί και οι ίδιοι θέλουν να υποστηρίξουν ότι στην Ελλάδα πετύχαμε, ό,τι ακριβώς πέτυχαν και οι άλλες χώρες που εισήλθαν στα μνημόνια. Τα δεδομένα δείχνουν όμως ότι δεν υπήρξε αυτή η επιτυχία. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια, είτε μας αρέσει, είτε όχι.
– Κάντε μας και μια πρόβλεψη για το χρέος, όπου ο χρόνος μετρά αντίστροφα. Από τη μια, οι Γερμανοί ζητούν τα μέτρα μείωσης να συνδέονται με μεταρρυθμίσεις, από την άλλη πλευρά, Γαλλία, Κομισιόν-ΕΚΤ-ΔΝΤ διαφωνούν, αφού κάτι τέτοιο θα στείλει λάθος μήνυμα στις αγορές, και τάσσονται υπέρ της αυτόματης σύνδεσης χρέους με ανάπτυξη. Τι βλέπετε;
Κάποτε στις Βρυξέλλες είχα βρεθεί σε μια συζήτηση με τον Ντέκλαν Κοστέλο και ένα σύμβουλο του Σόιμπλε. Ο Γερμανός επέμενε ότι αφού η Ελλάδα δεν έχει για την επόμενη 2ετία-3ετία μεγάλες χρηματοδοτικές ανάγκες, και μπορεί να εξυπηρετεί το χρέος με τα δικά της αποθέματα, δηλαδή τα υπερπλεονάσματα, δεν υπάρχει λόγος να ζητά ελάφρυνση από τους δανειστές. Ας αφήσουμε λοιπόν, όπως έλεγε, το θέμα τώρα και ας το δούμε ξανά έπειτα από δύο-τρία χρόνια.
Νομίζω ότι τα τελευταία γεγονότα επιβεβαιώνουν αυτή τη στάση. Δείχνουν την απροθυμία των Γερμανών να μας δώσουν κάτι καλό, όσον αφορά το χρέος. Κάτι ασφαλώς θα υπάρξει αλλά θα είναι μικρό, ούτε θα είναι αυτό που θα ικανοποιήσει τις αγορές.
– Αν γίνουν όμως έτσι τα πράγματα, σε μερικά χρόνια από σήμερα δεν θα είμαστε πάλι εκεί που βρισκόμασταν στη βαθιά κρίση; Δεν είναι αντιφατικό αυτό, όταν όλοι θέλουν να ξεμπλέξουν μια και καλή, με το πρόβλημα «Ελλάδα»;
Είναι όντως λίγο αντιφατικό αυτό, καθώς όλοι στην Ευρώπη θέλουν να ξεμπερδέψουν μαζί μας, όμως ταυτόχρονα οι πρωταγωνιστές δείχνουν απροθυμία να δώσουν στην Ελλάδα κάτι γενναίο.
– Κλωτσούν το τενεκεδάκι λίγο πιο πέρα;
Κλωτσούν το τενεκεδάκι λίγο παρακάτω. «Ας δούμε αργότερα το θέμα της Ελλάδας», αυτό δείχνουν με τη στάση τους, αυτό έχουν κάνει και στο παρελθόν, το ίδιο κάνουν και τώρα.
* Ο κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι καθηγητής στην έδρα Jean Monnet στο Πανεπιστήµιο Πελοποννήσου και πρώην επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού στη Βουλή.