Του Γιάννη Λοβέρδου
Η προώθηση μιας συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και των Σκοπίων, που δεν θα περάσει από την επιδοκιμασία ή έστω την βάσανο της λαϊκής κυριαρχίας, υπήρξε από την αρχή η επιδίωξη τόσο του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα όσο και του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, που ήθελαν να κλείσουν την όποια εκκρεμότητα με το Μακεδονικό Ζήτημα, με το μικρότερο πολιτικό κόστος.
Γνωρίζοντας την μεγάλη αντίδραση της κοινής γνώμης, που φάνηκε από την πρώτη στιγμή με τα τεράστια συλλαλητήρια στην Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, προώθησαν μια συμφωνία, που είναι προφανές ότι βρίσκει αντίθετη την συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών, χωρίς όμως να χρειασθεί από τώρα να εγκριθεί είτε από το λαό με δημοψήφισμα είτε, έστω, από τη Βουλή. Γι' αυτό αποφάσισαν να δεσμεύσουν την Ελλάδα με την υπογραφή τους και μόνον, αναβάλλοντας την όποια τελική απόφαση μετά την οριστική ολοκλήρωση του «οδικού χάρτη» που προβλέπει η συμφωνία, που μπορεί να πάρει ακόμα και 1,5-2 χρόνια. Ελπίζοντας ότι μέχρι τότε θα έχει ξεχαστεί το όλο θέμα και στα πράγματα ενδεχομένως θα βρίσκεται μια άλλη κυβέρνηση, που θα πρέπει να διαχειρισθεί την «καυτή πατάτα» ως τετελεσμένο γεγονός.
Η κουτοπονηριά ήταν να περάσει η όλη διαδικασία πρώτα από τη Βουλή και το λαό των Σκοπίων, με την μορφή δημοψηφίσματος (που Τσίπρας και Κοτζιάς αρνούνται το δικαίωμα αυτό στους Έλληνες), να έχει προηγηθεί η ένταξη της αποκαλούμενης «Βόρειας Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ και να έχει αρχίσει η διαδικασία για την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κι αφού προηγηθούν οι όποιες συνταγματικές αλλαγές έχουν συμφωνηθεί, τότε και μόνον τότε να έρθει η συμφωνία, προς τυπική έγκριση και στην ελληνική Βουλή. Όμως τότε, οι όποιες αντιρρήσεις δεν θα είχαν κανένα νόημα. Αφού, θα έμπαιναν στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, τα Σκόπια, πώς θα μπορούσε άραγε να υπαναχωρήσει η Ελλάδα, χωρίς να στρέψει εναντίον της το σύνολο της διεθνούς κοινότητας. Δεν θα μπορούσε. Κι αυτή ακριβώς ήταν η επιδίωξη. Να έχει γλιτώσει η κυβέρνηση επί του παρόντος, να μην υποστούν ζημία Καμμένος κι ΑΝΕΛ, που θα έλεγαν ότι όταν έρθει η συμφωνία «θα την καταψηφίσουμε», και να πάει σε εκλογές το 2019 με το μικρότερο δυνατόν πολιτικό κόστος.
Στο Μαξίμου ισχυρίζονται ότι επειδή αυτή είναι η ψυχοσύνθεση του κοσμάκη, να ξεχνά εύκολα και να παρασύρεται από άλλα πράγματα, όπως το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου, που διεξάγεται αυτές τις μέρες, οι αντιδράσεις θα ατονήσουν προϊόντος του θέρους. Κι από το φθινόπωρο θα έχουν όλα ξεπεραστεί. Φαινομενικά αυτός ο σχεδιασμός ήταν σωστός. Αλλά, εκτιμώ, ότι υποτίμησαν δύο πράγματα. Ότι το Μακεδονικό προκαλεί την έντονη αντίδραση του συνόλου της κοινωνίας, που καθώς είναι ταπεινωμένη, οργισμένη, απογοητευμένη, βρίσκει την εθνική ιδέα ως όχημα για να διοχετεύσει τα συναισθήματα της αυτά. Καθώς το Μακεδονικό σήμερα φαίνεται να θίγει την ταυτότητα του ελληνισμού.
Το δεύτερο ήταν η αντίδραση του Κυριάκου και της ΝΔ, που ήταν πιο έντονη από ότι περίμεναν. Με αποτέλεσμα την κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας, που εκ των πραγμάτων μετατρέπεται σε ψήφο υπέρ η κατά της συμφωνίας. Κι εκεί αναμένεται η νέα «κωλοτούμπα» του υπουργού Άμυνας και των ανθρώπων του. Θα γίνει η δεν θα γίνει;
Η υποβολή πρότασης δυσπιστίας από την αξιωματική αντιπολίτευση θα ξεσκεπάσει όλους τους υποκριτές που βυσσοδομούν εναντίον της Μακεδονίας μας. Θα δούμε ποιοι πραγματικά υποστηρίζουν την κατάπτυστη συμφωνία Τσίπρα- Κοτζιά και ποιοι όχι. Αν ο Πάνος Καμμένος κι οι σύντροφοι του στους ΑΝΕΛ, πράγματι ενδιαφέρονται για τη Μακεδονία, θα ψηφίσουν κατά της κυβέρνησης, θα την ρίξουν και θα πάμε άμεσα σε εκλογές για να αποφασίσει, όπως προβλέπει η νόμιμη και δημοκρατική τάξη, ο κυρίαρχος λαός για την εκχώρηση του ονόματος, της ταυτότητας και της γλώσσας της Μακεδονίας μας η μη. Αν όμως επιλέξουν, ακόμα και τώρα, την ύστατη ώρα, να στηρίξουν την κυβέρνηση στην αντιλαϊκή κι αντεθνική στάση της, τότε θα αποδειχθεί περίτρανα η υποκρισία τους. Κι ότι δεν ενδιαφέρονται για τίποτα άλλο, παρά μόνο για την σαθρή εξουσία τους και για την καρέκλα τους. Κι ο λαός θα βγάλει τα συμπεράσματα του!