«Η λογοτεχνία, σαν ζιζάνιο που φυτρώνει εκεί που δεν το σπέρνουν, απεχθάνεται τα… τακτοποιημένα. Από αυτήν την άποψη, ελπίζω ότι αυτή η συλλογή αποτελεί μια αναγνωστική πρόταση, ίσως και πρόκληση. Η λογοτεχνία, θα ήθελα να λέει το βιβλίο μου στον καλόπιστο αναγνώστη, δεν είναι αυτό που νομίζεις. Γιατί ούτε η πραγματικότητα είναι αυτό που νομίζεις.»
Αφορμή υπήρξε το καινούργιο βιβλίο του με διηγήματα «Αφαίας και Τελαμώνος» για να ανοίξει στο Liberal.gr ο Κώστας Κατσουλάρης όλα τα λογοτεχνικά χαρτιά του.
Μια συλλογή, τολμηρή σε θεματολογία και μέθοδο, που σε βάζει σε πειρασμό και σε σκέψεις, μετά από ένα μυθιστόρημα που συζητήθηκε κι αγαπήθηκε «Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά», ιστορίες που σε βάζουν να επανεξετάσεις τα όριά σου.
«Αν κάτι με έλκει ιδιαίτερα στη μικρή φόρμα, πάντως, είναι ότι μου επιτρέπει να πειραματίζομαι περισσότερο, να διερευνώ τα όρια της γραφής ή και της λογοτεχνίας. Να δοκιμάζω καινούργιες ιδέες. Μπορώ να γίνω ακόμη και σκανταλιάρης ή φαρσέρ, να δοκιμάσω την υπομονή του αναγνώστη. Ως προς αυτά, το μικρό μέγεθος είναι ευλογία.» Θα αναγνωρίσει ο συγγραφέας του. Και όσον αφορά τους ήρωές του θα μας πει:
«I contain multitudes, τραγουδάει ο Ντίλαν. Περιέχω πολλαπλότητες, θα ήταν μια μετάφραση. Ίσως αυτή να είναι η μοναδική σοβαρή απάντηση. Ζουν κάπου μέσα μου, μέσα στα χρόνια αυτονομούνται και διεκδικούν μια αυτοτελή ύπαρξη. Ίσως αυτό κάνουμε όταν γράφουμε, υποκύπτουμε στην ανάγκη αυτών των πλασμάτων να υπάρξουν.»
Στη συνέχεια θα μιλήσουμε για λογοτεχνία και ζωή, γενικότερα. Μυθιστόρημα, νουβέλες και διηγήματα, αλλά και πραγματικότητα. Για ιστορίες και ήρωες, επειδή «όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη».
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
- Να αρχίσουμε αποκωδικοποιώντας τον τίτλο; Γιατί «Αφαίας και Τελαμώνος»;
«Αποκωδικοποίηση», «ερμηνεία», «εξήγηση», όλα αυτά είναι δουλειά του αναγνώστη. Η οδός Αφαίας, πάντως, είναι ο κεντρικός εσωτερικός δρόμος της Αίγινας, στο λιμάνι, και Τελαμώνος μια κάθετος. Αφαίας & Τελαμώνος βρίσκεται η πιτσαρία Venus, έξω από την οποία διαδραματίζεται το ομότιτλο διήγημα, απ’ όπου πήρε η συλλογή τον τίτλο της.
- Και κατόπιν τα ίδια τα διηγήματα: Τολμηρά, παιγνιώδη, ημιτελή και το πιο παράλογο, αυτό που είναι η ίδια η πραγματικότητα. Τα φοβηθήκατε καθόλου; Από την άποψη του ότι έχουμε μάθει στα… τακτοποιημένα;
Το μόνο που σκέφτομαι όταν γράφω είναι να μην προδώσω το υλικό μου, τις ιδέες και τη συγκίνησή μου, να φανώ αντάξιός τους. Οι αναγνώστες έχουν τις συνήθειές τους, έναν «ορίζοντα προσδοκιών», όπως λέμε, για το τι περιμένουν κάθε φορά από έναν συγκεκριμένο συγγραφέα ή γενικότερα ανοίγοντας ένα βιβλίο που απέξω γράφει «διηγήματα» ή «μυθιστόρημα». Η λογοτεχνία, σαν ζιζάνιο που φυτρώνει εκεί που δεν το σπέρνουν, απεχθάνεται τα… τακτοποιημένα. Από αυτήν την άποψη, ελπίζω ότι αυτή η συλλογή αποτελεί μια αναγνωστική πρόταση, ίσως και πρόκληση. Η λογοτεχνία, θα ήθελα να λέει το βιβλίο μου στον καλόπιστο αναγνώστη, δεν είναι αυτό που νομίζεις. Γιατί ούτε η πραγματικότητα είναι αυτό που νομίζεις.
- Τι πρέπει οπωσδήποτε να έχει ένα διήγημα και ποιες είναι οι δυσκολίες του σε σχέση με το μυθιστόρημα;
Το διήγημα είναι ένα ολοκληρωμένο λογοτεχνικό έργο το οποίο προορίζεται για να διαβαστεί με μια ανάσα. Ο αναγνώστης έχει το διήγημα ολόκληρο μπροστά στα μάτια του, σαν έναν πίνακα, μπορεί να περιηγηθεί σε αυτό, να αφήσει το βλέμμα του να το διατρέξει, γυρίζοντας ίσως και τις σελίδες μπρος πίσω, να το διαβάσει μια δεύτερη ή μια τρίτη φορά, κι όχι απαραίτητα από την αρχή προς το τέλος. Η διαδικασία της αναγνώρισης του κειμένου, της οικειοποίησής του, ο τρόπος που ο αναγνώστης σχετίζεται με αυτό μοιάζει περισσότερο με την ανάγνωση ενός ποιήματος – αναλόγως με το μέγεθος του διηγήματος, βεβαίως.
Στο μυθιστόρημα, ο αναγνώστης ξεκινάει ένα ταξίδι προς το άγνωστο, κι όπως ο ταξιδιώτης, όταν φτάνει σε ένα νέο τόπο (ένα νέο κεφάλαιο, π.χ.), διατηρεί αμυδρή ανάμνηση από τα μέρη που προηγήθηκαν. Καμιά φορά μεσολαβούν μέρες ή και εβδομάδες ανάμεσα σε έναν τόπο και σε έναν άλλον. Στο τέλος του ταξιδιού θα επιχειρήσει βέβαια έναν απολογισμό, θα θελήσει να καταλάβει ποιο ήταν το νόημα αυτής της περιπέτειας, πώς και αν τον εμπλούτισε, αλλά το ταξίδι θα έχει πάντα μεγαλύτερη σημασία από τους επιμέρους προορισμούς. Κάπως έτσι θα μπορούσε να ξεκινάει μια απάντηση στο ερώτημά σας.
- Ποια η σχέση σας με τη μικρή φόρμα; Έχετε βραβευτεί για διηγήματά σας.
Έχω πράγματι βραβευτεί για το βιβλίο μου «Νυχτερινό Ρεύμα», που είναι μια συλλογή με τέσσερα εκτενή διηγήματα – το ένα μάλιστα είναι εκτενέστατο, στα όρια της νουβέλας. Ήταν ένα βιβλίο τόσο διαφορετικό από τούτο εδώ, το «Αφαίας και Τελαμώνος», που δεν ξέρω πώς θα μπορούσα να δώσω μια συνεκτική απάντηση στο ερώτημά σας. Αν κάτι με έλκει ιδιαίτερα στη μικρή φόρμα, πάντως, είναι ότι μου επιτρέπει να πειραματίζομαι περισσότερο, να διερευνώ τα όρια της γραφής ή και της λογοτεχνίας. Να δοκιμάζω καινούργιες ιδέες. Μπορώ να γίνω ακόμη και σκανταλιάρης ή φαρσέρ, να δοκιμάσω την υπομονή του αναγνώστη. Ως προς αυτά, το μικρό μέγεθος είναι ευλογία.
- Όσον αφορά τη γραφή. Κύριε Κατσουλάρη, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Μπορώ να γράψω παντού. Δεν έχω τελετουργικά ούτε συνήθειες. Χρειάζομαι έναν υπολογιστή και χρόνο. Αλλά και χωρίς υπολογιστή, αν χρειαστεί, θα τα καταφέρω. Δώστε μου χρόνο, όσο πιο πολύ, τόσο καλύτερα, τίποτε άλλο. Κι εγώ θα σας φέρω ένα βιβλίο.
- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Έχω γράψει έτσι, έχω γράψει και αλλιώς. Εδώ ίσως έχει κάποιο νόημα η φράση, «όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη». Αρκεί να είσαι σε θέση να την αναγνωρίσεις τη «Ρώμη» σου, να την έχεις φανταστεί ως και το τελευταίο σοκάκι της. Δηλαδή, το έργο, μικρό ή μεγάλο, διήγημα, νουβέλα ή μυθιστόρημα, πρέπει να έχει ήδη κυοφορηθεί μέσα σου, να είναι έτοιμο να βγει στον κόσμο πριν αρχίσεις να γράφεις. Γι’ αυτό και λέω σε όσους προσπαθούν να γράψουν μια ιστορία και παιδεύονται: «Αν δεν σου βγαίνει εύκολα, η ιστορία σου δεν είναι ακόμη έτοιμη. Περίμενε. Κάνε κάτι άλλο. Γράψε κάτι άλλο. Διάβασε ένα μυθιστόρημα χιλίων σελίδων. Πήγαινε ένα ταξίδι. Ερωτεύσου κάποιον ή κάτι. Όμως την ιστορία σου δεν πρέπει να τη βιάσεις, πρέπει να περιμένεις να έρθει αυτή σε σένα».
- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Το πρώτο μου βιβλίο και τούτο εδώ, το τελευταίο, ήρθαν στον κόσμο εντελώς ανορθόδοξα, ερήμην μου, κατά κάποιο τρόπο. Το πρώτο, μια νουβέλα, οι «Ιστορίες από τον αφρό», πρώτα γράφτηκε και μετά άρχισα να αναρωτιέμαι αν γράφω, τι κάνω, ποιος είμαι. Το βιβλίο βγήκε στον κόσμο και άρχισε να με κοιτάζει, ζητώντας από μένα να το ταΐσω, να το κρατήσω στη ζωή, σαν μωρό. Τούτο το τελευταίο, το γνώρισα ήδη μεγάλο, σχηματισμένο στην ψυχή και στο σώμα, το συνάντησα σε αυτήν τη γωνία, Αφαίας και Τελαμώνος, γιατί όχι. Είχα ένα παιδί του οποίου την ύπαρξη αγνοούσα. Συναρπαστικό, δεν είναι;
- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Κάποιοι άνθρωποι που με διαβάζουν διαχρονικά και συστηματικά θα απαντούσαν μάλλον καταφατικά σε αυτά τα ερωτήματα. Μοτίβα, τροπικότητες, θεματικές. Επαναλήψεις. Εγώ, από τη μεριά μου, πασχίζω με κάθε βιβλίο μου να αφήνω στην άκρη τα προηγούμενα, αναζητώ τον φρέσκο αέρα. Τίποτε όμως δεν αποκλείει να έχουμε όλοι δίκιο. Κι αυτό από μόνο του θα ήταν εξόχως γριφώδες κι αινιγματικό.
- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Τίποτε το ξεχωριστό. Αρκεί να βρίσκομαι εκεί την ώρα που περνάει. Να υπάρξει η συνάντηση. Είναι θέμα χημείας, όπως λέμε και για τα σώματα που έλκονται. Υπάρχει ένα ενδιαφέρον, μια γοήτευση, αλλά μονάχα όταν σμίξουν τα χείλη, όταν μυρίσεις, όταν γευτείς, μόνο τότε μπορείς να είσαι σίγουρος ότι, για δες, «εδώ υπάρχει μια ιστορία». Πόσο μακριά θα πάει; Κανείς δεν ξέρει.
- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Ιδέα δεν έχω. Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Από πού ήρθαν και ποια ανάγκη τους γέννησε; I contain multitudes, τραγουδάει ο Ντίλαν. Περιέχω πολλαπλότητες, θα ήταν μια μετάφραση. Ίσως αυτή να είναι η μοναδική σοβαρή απάντηση. Ζουν κάπου μέσα μου, μέσα στα χρόνια αυτονομούνται και διεκδικούν μια αυτοτελή ύπαρξη. Ίσως αυτό κάνουμε όταν γράφουμε, υποκύπτουμε στην ανάγκη αυτών των πλασμάτων να υπάρξουν.
- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Σε τούτο το βιβλίο, οι ήρωες και οι ηρωίδες είναι λίγοι και ιδιόρρυθμοι. Συχνά είναι σκέτες παρουσίες ή σκιές. Για παράδειγμα, οι δυο «φωνές» που μιλούν στο διήγημα «Ανθρωπόπιτα» δεν είναι ήρωες με τη βαθύτερη σημασία του όρου, είναι απλώς δυο οντότητες που έχουν έναν εξωφρενικό διάλογο μπροστά στα μάτια μας. Μου ήρθαν μαζί με τον τίτλο, αστραπιαία. Κάθισα και το έγραψα σε δύο λεπτά. Ο ηλικιωμένος στο «Λάθος», που λέει αυτήν την φοβερή φράση «μη μ’ αφήνς να βρομίσω», έφτασε σε μένα σηκώνοντας το ακουστικό. Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; Τι απέγινε; Ποτέ δεν θα μάθω.
Από την άλλη, η ηρωίδα στο «Δάκρυα που σκουριάζουν στον καιρό», για παράδειγμα, που είναι σίγουρα ένα πλάσμα με σάρκα και οστά, είναι μια ηρωίδα-δάνειο, μια αντανάκλαση της Τζόαν Μπαέζ στη σύγχρονη Αθήνα. Ήρωας, όμως, με τη διπλή σημασία της λέξης, είναι ο πρωταγωνιστής στο «Πειρασμός στον Άγιο Αντώνιο». Ένας σύγχρονος άγιος – αν χωράει αυτή η λέξη σε ένα διήγημα πέντε σελίδων.