Tου Κωνσταντίνου Σαραβάκου*
Η Αριστερά στην Ελλάδα, κυρίως από τη Μεταπολίτευση και μετά, κατάφερε να εμφανίζεται ως η προστάτιδα δύναμη των δικαιωμάτων και της νομοκρατίας (του κράτους δικαίου), του λεγόμενου πολιτικού φιλελευθερισμού. Σε αυτή την αφήγηση συνετέλεσαν τέσσερις βασικοί παράγοντες: α) η βάναυση μεταχείριση των αριστερών από το τέλος του Εμφυλίου ώς και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, β) η διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1968 και η ρήξη που οδήγησε σε διαρκή ιδεολογική εξέλιξη το ΚΚΕ εσωτερικού, γ) η αδυναμία δημιουργίας ενός κεντρώου φορέα εκπροσώπησης με κοινοβουλευτική παρουσία από το 1974 και μετά, και δ) η απόφαση της Ν.Δ. στα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια να γίνει το καταφύγιο αντικομμουνιστών, βασιλοφρόνων και φιλοχουντικών, με αποκορύφωμα την ενσωμάτωση της Εθνικής Παράταξης.
Βάσει αυτών των συσχετισμών που δημιουργήθηκαν τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ο χώρος εκπροσώπησης των δικαιωμάτων φάνηκε να ήταν η μη κομμουνιστική Αριστερά, η οποία ταυτόχρονα βρισκόταν σε μια διαρκή αναθεωρητική προσπάθεια μετασχηματισμού της, από ευρωκομμουνιστική σε σοσιαλδημοκρατική. Πράγματι, η κινηματική Αριστερά όντως κατάφερε να διαμαρτυρηθεί στον δρόμο για την αναγνώριση των δικαιωμάτων και να συμπαρασταθεί σε ανθρώπους που βρίσκονταν στο περιθώριο, βιώνοντας καθημερινά διακρίσεις σε κάθε πτυχή του βίου τους.
Ωστόσο, πέρα από τον χώρο των δικαιωμάτων, η Αριστερά εκφράζει και τη λαοκρατική πεποίθηση περί δημοκρατίας, δηλαδή αυτό που σήμερα αποκαλείται στη βιβλιογραφία «αριστερός λαϊκισμός». Ο λαός, η συγκολλητική ουσία του οποίου είναι η εργατική τάξη, η εισοδηματική θέση, η κοινωνική θέση και άλλα παρόμοια κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά, καλείται να βρεθεί στην εξουσία, σε ένα θεσμικό πλαίσιο που εξασφαλίζει αμεσότερη δημοκρατία. Αυτή η θεσμική αλλαγή υποστηρίζει πως ο λαός δεν πρέπει να αφήνει τις διεφθαρμένες ελίτ στα κέντρα εξουσίας να αποφασίζουν γι'' αυτόν, χωρίς αυτόν. Ο λαός, ως πλειοψηφία, πρέπει να αποφασίζει την τύχη του.
Είναι πλήρως αντιφατικό να υποστηρίζει κανείς από τη μία τα δικαιώματα των μειονοτήτων, τα ανθρώπινα και ατομικά δικαιώματα και από την άλλη να καλεί τον λαό να πάρει την εξουσία στα χέρια του, να ισχύσει η απόφαση των πολλών, βάλλοντας εναντίον του θεσμικού πυλώνα που κατοχυρώνει αυτά τα δικαιώματα. Αυτό το αντιφατικό πολιτικό περιεχόμενο της αριστερής σκέψης εξυπηρετεί μία λειτουργική ανάγκη. Από τη μια συνδέει τα κόμματα με την παραδοσιακή Αριστερά και την αντίληψη περί πολλών (τα αριστερά κόμματα οφείλουν να είναι κοντά στον λαό) και από την άλλη γεφυρώνει το χάσμα με τους προοδευτικούς αναθεωρητές που νιώθουν τον πολιτικό φιλελευθερισμό βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι της δημοκρατίας.
Όμως η αντίφαση αυτή δεν μπορεί να συνυπάρχει σε βάθος χρόνου. Η Αριστερά δεν μπορεί να είναι και με τη λαϊκή κυριαρχία και με τα δικαιώματα. Στη μεν αντίληψη η λαϊκή κυριαρχία απειλεί τα δικαιώματα, στη δε τα δικαιώματα τίθενται εκτός λαϊκής κυριαρχίας. Συνοψίζοντας, ας θέσουμε το εύλογο ερώτημα που συμπυκνώνει όλο το νόημα της αντίφασης: Είμαστε σίγουροι και σίγουρες πως αν αποφάσιζε ο λαός, αν γινόταν το θέλημα των πολλών, θα είχαμε σήμερα σύμφωνο συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια;
* Ο Κωνσταντίνος Σαραβάκος είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής του ΚΕΦίΜ.
** Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος» στις 23.7.2019.