της Μαρίας Χούκλη
Η ελληνική υπόθεση μοιάζει πλέον με θεατρικό άλυτο. Συμβαίνει χρόνια τώρα, μια τελετουργία δίχως τέλος, δράμα δίχως κάθαρση.
Τα δεινά μας τα παρομοίωσαν με πάθη αρχαίας τραγωδίας, σύγκριση που θα ταίριαζε στην περίπτωση μας, λόγω καταγωγής.
Όμως, με τον καιρό θυμίζουμε περισσότερο μπεκετικό γρίφο. Όσοι έχετε δει τις “Ευτυχισμένες Μέρες” θα καταλάβετε τι εννοώ.
Σαν τη Γουίνυ, είμαστε βυθισμένοι σ'' έναν τύμβο, επινοώντας τρόπους για να βγάλουμε τη μέρα, τις ίδιες και απαράλλαχτες μέρες μας, χωρίς να μπορούμε να ξεφύγουμε από τη μέγγενη της άμμου.
Μονολογούμε ότι δεν αντέχουμε, σαρκάζουμε και αυτοσαρκαζόμαστε, υπομένουμε, επιμένουμε, δεν περιμένουμε τίποτα πια, γέλια και ψευδοεντάσεις, λέμε τα ίδια και τα ίδια, μόνο και μόνο για ακούμε τη φωνή μας, φοβούμενοι το κενό που καραδοκεί.
Είμαστε λοιπόν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, αγκυλωμένοι από ο,τι δεν γίνεται, με ψήγματα αναμνήσεων από την παλιά εποχή που ξέρουμε ότι δεν θα ξαναέλθει, παρατημένοι από την ελπίδα ότι θα έλθει κάποια άλλη, αν όχι ευήμερη τουλάχιστον αξιοπρεπής.
Κάθε επόμενη μέρα μας βρίσκει λίγο πιο βαθιά στην άμμο και συνεχίζουμε αδιαμαρτύρητα την ίδια τελετουργία, να υποδυόμαστε ότι η ζωή προχωράει κανονικά.
Ο Μπέκετ σαν να απαντά σε όσους μιλούν για παραλυσία της ελληνικής κοινωνίας, όταν θυμίζει το σχόλιο του Προυστ: “η συνήθεια είναι η δεύτερη φύση μας” είχε πει ο γάλλος συγγραφέας, “μας κάνει να αγνοούμε την πρώτη και καθιστά την ύπαρξή μας ελεύθερη από τη σκληρότητα και τη μαγεία της. H συνήθεια απαλύνει τον φόβο, απομακρύνει τον κίνδυνο. Χαρίζει ασφάλεια, ομοιομορφία, ηρεμία”.
Η Γουίνυ το λέει αλλιώς. “Ούτε καλύτερα ούτε χειρότερα, καμία αλλαγή. Κανένας πόνος”.
Ας ελπίσουμε -τι άλλο μας απέμεινε- η τσάντα να κρύβει τη λύση στην αβάσταχτη δυσφορία του καθημερινού είναι, έτσι όπως κατάντησε.