Μας έκαναν εντύπωση οι αρνητικές αντιδράσεις που προκάλεσε η απόφαση του κ.Βασίλη Χαραλαμπόπουλου να μη βγει στη σκηνή του Θεάτρου Ακροπόλ αν προηγουμένως δεν έφευγε η κυρία Σάσα Σταμάτη που βρισκόταν στο κοινό.
Οι αρνητικές αντιδράσεις ήταν, βέβαια, οι λιγότερες αφού η απόφαση του ηθοποιού έτυχε θερμότατης υποδοχής από την κοινή γνώμη μετά το σάλο που είχε προκαλέσει η διακοπή της σατιρικής παράστασης του κ.Χριστόφορου Ζαραλίκου από την κυρία Σταμάτη.
Όσοι επικρίνουν την απόφαση του κ.Χαραλαμπόπουλου θεωρούν ότι οι δημιουργοί και οι καλλιτέχνες δεν έχουν δικαίωμα να κάνουν επιλέξουν το κοινό της δουλειάς τους. Χωρίς να είναι γνωστά από πριν τα κριτήρια η επιλογή κοινού είναι αυθαίρετη και ως εκ τούτου απαράδεκτη.
Πράγματι, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο μόνος γνωστός όρος για να παρακολουθήσουμε οποιαδήποτε παράσταση είναι η καταβολή του αντιτίμου του εισιτηρίου. Όποιος πληρώνει εισιτήριο μπορεί να παρακολουθήσει όποιο θέαμα επιθυμεί απ όποιον το προσφέρει.
Είναι όμως έτσι;
Όχι ακριβώς. Γιατί μπορεί να το θεωρούμε αυτονόητο αλλά ακόμα κι αν καταβληθεί το αντίτιμο για την είσοδο στο θέατρο, την ώρα της παράστασης κανείς δεν μπορεί να ανάψει τσιγάρο ή να μιλήσει στο τηλέφωνο μόνο πρέπει να κάτσει ήσυχος και σιωπηλός στη θέση του. Γιατί αν δεν το κάνει, η παράσταση θα διακοπεί μέχρι να απομακρυνθεί από το χώρο κι ας έχει πληρώσει εισιτήριο για να είναι εκεί.
Στην περίπτωση που συζητάμε τα πράγματα δείχνουν περισσότερο σύνθετα αλλά εμείς πιστεύουμε ότι είναι μάλλον απλούστερα.
Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος δεν αρνήθηκε να ανέβει στη σκηνή επειδή στο κοινό υπήρχε πρόσωπο που δεν του άρεσε αλλά επειδή το συγκεκριμένο πρόσωπο είχε διακόψει παράσταση συναδέλφου του γιατί ήθελε να κάνει έλεγχο στο περιεχόμενο της σατιρικής του παράστασης. Η πράξη της κυρίας Σταμάτη πήρε διαστάσεις επειδή είναι γνωστό δημόσιο πρόσωπο που εργάζεται σε ισχυρή επιχείρηση Τύπου. Μάλιστα διέκοψε την παράσταση επικαλούμενη το όνομα γνωστού ισχυρού επιχειρηματία και προέδρου του πιο μαζικού και δημοφιλούς ποδοσφαιρικού σωματείου της χώρας.
Το γεγονός συζητήθηκε εκτενώς και καταδικάστηκε ομόφωνα ως πράξη λογοκρισίας. Οπότε, ο κ.Χαραλαμπόπουλος θεώρησε ότι δεν μπορούσε να παίξει μπροστά σε αυτό το πρόσωπο εφόσον είχαν προηγηθεί αυτά τα γεγονότα μέσα σ'ένα θέατρο σε βάρος κάποιου συναδέλφου του.
Ο κ.Χαραλαμπόπουλος δεν θέλησε να επιλέξει ποιος θα δει την παράσταση αλλά να ορίσει εκείνους τους όρους με τους οποίους θα παίξει. Η παρουσία στο κοινό μιας παράστασης ενός προσώπου που θέλησε να εμφανιστεί στο Πανελλήνιο ως τόσο ισχυρό ώστε να διακόπτει μια σατιρική παράσταση μόνο και μόνο γιατί έτσι το θέλει δημιουργούσε μια ιδιαίτερη συνθήκη για την παράσταση της συγκεκριμένη ημέρα, την οποία συνθήκη ένας από τους ηθοποιούς εξέλαβε ως ειδικό όρο για να παίξει και αυτό τον όρο τον αρνήθηκε.
Ήταν η παρουσία του συγκεκριμένου προσώπου που έθετε όρους για τη διεξαγωγή της παράσταση που ο θίασος είχε το δικαίωμα να αρνηθεί, δεν συνέβη το αντίθετο.
Το θεατρικό έργο «Ο Κουρέας της Σεβίλλης» γράφτηκε πριν από τη Γαλλική Επανάσταση. Όπως μας έχει εξηγήσει στα μοναδικά κείμενά του ο ιστορικός της Λογοτεχνίας και κορυφαίος σαιξπηριστής Στίβεν Γκρίνμπλατ, όλα αυτά τα θεατρικά έργα, από τον Σαίξπηρ μέχρι και τη Γαλλική Επανάσταση συχνά ήθελαν να καυτηριάσουν τις αυταρχικές εξουσίες της εποχής τους και την ανηθικοτητα τους και οι συγγραφείς τους, για να μην καταληξουν στο ικρίωμα, μασκάρευαν την κριτική τους με κωμικές ιστορίες και μυθικούς ήρωες από τοπικούς αρχαίους θρύλους.
Θα ήταν πολύ γελοίο λοιπόν αν τον 21ο αιώνα, οι ηθοποιοί της παράστασης ενός έργου που γράφτηκε το 18ο αιώνα για να σατιρίσει ήθη των ισχυρών της εποχής, δέχονταν και να παίξουν με όρους 18ου αιώνα. Αν δηλαδή σιωπούσαν μπροστά στην επίδειξη δύναμης, έπαιζαν «για ένα εισιτήριο» και στο τέλος υποκλίνονταν κιόλας. Κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει λοιπόν που αρνήθηκαν να παίξουν ένα έργο του 18ου αιώνα με όρους 18ου αιώνα.