Του Λέανδρου Ρακιντζή*
Παριστάμεθα όλοι μάρτυρες μιάς πρωτοφανούς κυβερνητικής επίθεσης κατά της δικαιοσύνης, που στα τελευταία 70 που παρακολουθώ τα δικαστικά δρώμενα, δεν έχω συναντήσει παρόμοια κατά σφοδρότητα, συστηματική και διαρκή με εναλλασσόμενα ζητήματα λόγω δικαστικών αποφάσεων τρεχούσης φύσεως τεχνηέντως διογκωμένα. Μέχρι τώρα νόμιζα, ότι οι επιθέσεις αυτές ήταν ευκαιριακές από συγκεκριμένα πρόσωπα του τύπου "έξεστι τοίς ορεσιβίοις ασχημονείν", που λόγω της μαρξιστικής παιδείας τους δεν μπορούν να κατανοήσουν τι σημαίνει διάκριση εξουσιών και κυρίως να σέβονται τις δικαστικές αποφάσεις. Η συστηματική όμως συνέχιση των επιθέσεων σφοδρότητα τους και η καινοφανής θεωρία ότι οι μη αρεστές δικαστικές αποφάσεις αποτελούν δυσαρμονία σε συνδυασμό με τις γνωστές σχετικές δηλώσεις των κ.κ. Πρωθυπουργού, Υπουργού Δικαιοσύνης και άλλων οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι οι επιθέσεις αυτές είναι στοχευμένες με βασική επιδίωξη την εξουδετέρωση των δικαστών, που δεν εμήδισαν και εξακολουθούν να αντιστέκονται στην ισοπέδωση των θεσμών και την επικράτηση μόνο της εκτελεστικής εξουσίας, ως και στη προετοιμασία κλίματος για νομοθετικές πρωτοβουλίες, που θα περιορίσουν την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας.
Ο νόμος καθορίζει τα πλαίσια εντός των οποίων επιβάλλουν τις ποινές τα δικαστήρια και όχι η κοινή γνώμη και τα ΜΜΕ, τα δε δικαστήρια επιβάλλοντας τις ποινές λαμβάνουν υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, την υπέρβαση της οποίας μόνο ο Άρειος Πάγος μπορεί να ελέγξει και όχι άλλοι δημόσιοι παράγοντες, ούτε ο Υπουργός Δικαιοσύνης. Το εάν η έφεση κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως επί καταδίκης για κακουργηματικές πράξεις εναπόκειται στη κυριαρχική εξουσία του δικαστηρίου, που κρίνει για την επικινδυνότητα του κατηγορουμένου, εάν αφεθή ελεύθερος. Κάθε υπόθεση εξετάζεται αυτοτελώς από το δικαστήριο και έχει την ιδιαιτερότητα της. Υπάρχουν για το ίδιο ζήτημα πολλές αποφάσεις με βαρύτερες η ελαφρότερες συνέπειες, που δεν δημιουργούν νομολογία, γιατί μόνο αυτές επικαλούνται οι συνήθεις υπερασπιστές. Εκείνο όμως που είναι τελείως απαράδεκτο να προκαταλαμβάνονται με δηλώσεις υπευθύνων πολιτικών προσώπων δικαστικές αποφάσεις,γιατί τότε έχομε άμεση παρέμβαση στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.
Φυσικοί προστάτες της δικαιοσύνης είναι οι ηγεσίες και οι ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων με τις γνωμοδοτήσεις τους,που συγκαλούνται από τους προέδρους τους, αλλά ακόμη δεν έχουν συγκληθεί, ίσως γιατί είναι κενή η θέση του προέδρου Α.Π. Το κύριο βάρος της υπεράσπισης της δικαιοσύνης είχαν επωμισθεί οι συνδικαλιστικές δικαστικές ενώσεις, πλήν της ενώσεως ανωτάτων δικαστών με δημόσιες διαμαρτυρίες και ανακοινώσεις, αλλά ήδη κοινοποιούνται άλλοι φορείς και πολιτικά κόμματα αντιλαμβανόμενοι, ότι πρέπει να προστατευθεί η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, ως πυλώνας και κύριος προστάτης της δημοκρατίας. Από την πείρα μου γνωρίζω καλά, ότι ιστορικά οι επιθέσεις κατά της δικαιοσύνης δεν έμειναν ατιμώρητες.
Από το 1994, που καταργήθηκε το αδίκημα της περιύβρισης αρχής η δικαιοσύνη παραμένει απροστάτευτη, όπως αποδείχθηκε περίτρανα από τις εναντίον του δικαστηρίου επιθέσεις στη δίκη της Ηριάννας και πρέπει τα πολιτικά κόμματα να συμφωνήσουν για την καλύτερη προστασία της δικαιοσύνης με αποτελεσματικά μέτρα.
Τέλος θέλω να επιστήσω την προσοχή όλων, ότι οι εναντίον της δικαιοσύνης δηλώσεις με επίκληση μεμονωμένων αποφάσεων, που ερμηνεύονται κατά το δοκούν, και η νοοτροπία, που καλλιεργείται, ότι οι δικαστές προσπαθούν να υποκαταστήσουν το κράτος είναι όχι μόνον αβάσιμες, αλλά και επικίνδυνες, γιατί οδηγούν στην αναρχία με απρόβλεπτες συνέπειες για το κράτος δικαίου και τη κοινωνική ειρήνη, αλλά και την οικονομική ανάπτυξη, για την οποία η ασφάλεια δικαίου αποτελεί ουκ άνευ παράγοντα.
*Ο κ. Ρακιντζής υπήρξε Αρεοπαγίτης και Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης με αντικείμενο την εποπτεία, τον συντονισμό και την αξιολόγηση των Ελεγκτικών Σωμάτων όλου του Δημόσιου Τομέα.