Ταχύτερη μείωση του κόστους δανεισμού και πολλαπλασιασμό των επενδύσεων, θα δούμε το 2020, εφόσον η κυβέρνηση παραμείνει προσηλωμένη στις μεταρρυθμίσεις, στον φιλοεπιχειρηματικό προσανατολισμό, στην αναβάθμιση της παιδείας και στη μείωση της γραφειοκρατίας, δηλώνει στο liberal.gr, ο Γιώργος Οικονομίδης, μιλώντας για συνταγή-μονόδρομο, είτε επιβεβαιωθούν οι δυσοίωνες εκτιμήσεις για την παγκόσμια οικονομία, είτε όχι.
Σχολιάζοντας τις προβλέψεις των διεθνών οργανισμών που προαναγγέλλουν ένα «βαρύ» διεθνές περιβάλλον, ο αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργος Οικονομίδης, επισημαίνει ότι «προφανώς και η Ελλάδα, όντας μία μικρή ανοικτή οικονομία επηρεάζεται από τις παγκόσμιες μακροοικονομικές εξελίξεις», προσθέτοντας ωστόσο ότι «σε κάθε περίπτωση, είτε ευνοϊκού εξωτερικού περιβάλλοντος είτε όχι, η κυρίαρχη στρατηγική της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να είναι η προσήλωση σε γενναίες πολιτικές αναδιάρθρωσης και ανασυγκρότησης της».
Ερωτηθείς, ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση της ελληνικής οικονομίας για τη νέα χρονιά, μιλά για την επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης, που αποτελεί μοναδική προϋπόθεση για τη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους, και την «ποιοτική», αποκλιμάκωση της ανεργίας.
«Το 2020 είναι κρίσιμο γιατί η δυναμική αυτή θα πρέπει από απλή προσδοκία να μετουσιωθεί σε απτή πραγματικότητα», όπως λέει χαρακτηριστικά.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη:
- Τι κρατάμε ως απολογισμό της χρονιάς που φεύγει; Κρίνοντας από τις εκτιμήσεις για το φετινό ΑΕΠ, θα λέγατε ότι επιβεβαιώθηκαν ή διαψεύστηκαν οι δυσοίωνες προβλέψεις που υπήρχαν πέρυσι τέτοιο καιρό;
Πράγματι υπήρχαν οι εκτιμήσεις στις οποίες αναφέρεστε κυρίως λόγω της φθοροποιού επίδρασης που συνήθως οι προεκλογικές περίοδοι έχουν στην οικονομική δραστηριότητα. Με βάση τα στοιχεία για το εθνικό προϊόν, φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι οι δυσοίωνες εκτιμήσεις δεν επιβεβαιώθηκαν.
Ωστόσο, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Η ελληνική οικονομία μπορούσε και έπρεπε να επιστρέψει σε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης πολύ νωρίτερα. Ιδεοληψίες και λάθος οικονομικές επιλογές δεν το επέτρεψαν. Και αυτό είχε τα τελευταία χρόνια κόστος σε όρους εθνικού προϊόντος, εισοδημάτων και θέσεων εργασίας.
- Ποιες θεωρείτε ως τις μεγαλύτερες προκλήσεις της χρονιάς που έρχεται για την ελληνική οικονομία;
Η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία είναι η επιτάχυνση των ρυθμών οικονομικής της μεγέθυνσης.
Αυτό αποτελεί επιτακτική ανάγκη ιδιαίτερα αν κάποιος αναλογισθεί ότι έχει προηγηθεί μία δεκαετία, πρώτα βαθιάς συρρίκνωσης του εθνικού προϊόντος, και μετά στασιμότητας, η οποία άφησε το αποτύπωμα της σε όλους τους βασικούς μακροοικονομικούς δείκτες αλλά και στα εισοδήματα των πολιτών.
Μόνο η ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής είναι δυνατό να συμβάλλει καθοριστικά τόσο στη βελτίωση του προφίλ της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, όσο και στην ουσιαστική, και κυρίως «ποιοτική», αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας. Το 2020 είναι κρίσιμο γιατί η δυναμική αυτή θα πρέπει από απλή προσδοκία να μετουσιωθεί σε απτή πραγματικότητα.
Σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής, κυρίως όσον αφορά στη φορολογική μεταχείριση φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων, αλλά και στη στάση απέναντι στην επενδυτική δραστηριότητα, φαίνεται να έχουν διαμορφωθεί κάποιες προϋποθέσεις που να μας καθιστούν συγκρατημένα αισιόδοξους. Μένει να αποδειχθεί ότι για μια ακόμη φορά δεν είμαστε αιθεροβάμονες.
- Μπορεί το 2020 να αποτελέσει τη «χρονιά των επενδύσεων»; Το ρωτώ γιατί μια σειρά εμβληματικών έργων, με πρώτο και καλύτερο το Ελληνικό, έχουν μπει στην τελική ευθεία. Eκτιμάτε ότι θα δούμε πολλαπλασιασμό των επενδύσεων το 2020, όπως προβλέπει ο προϋπολογισμός;
Η εμπέδωση πολιτικής σταθερότητας και κοινωνικής ασφάλειας σε συνδυασμό με την προσήλωση της οικονομικής πολιτικής στη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος που θα χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από δημοσιονομική υγεία, φίλο-επενδυτικό προσανατολισμό, ανεξαρτησία των θεσμών, αναβάθμιση όλων των βαθμίδων του συστήματος παιδείας, και μείωση της κρατικής γραφειοκρατίας, είναι δυνατό αφενός να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας στη οικονομία δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο νέες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, αφετέρου να βάλει τα θεμέλια μίας νέας – βιώσιμης αυτή τη φορά – περιόδου ευημερίας για τη χώρα μας.
Υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις δεν θα με εξέπληττε η επαλήθευση των εκτιμήσεων του προϋπολογισμού.
- Είναι εφικτό τους επόμενους μήνες, το κόστος δανεισμού του Δημοσίου να υποχωρήσει σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα, σαν αυτά της Πορτογαλίας για παράδειγμα; Και πότε αυτή η μείωση θα αρχίσει να αποτυπώνεται στα κόστη δανεισμού του ιδιωτικού τομέα;
Σε επίπεδο spread πιστεύω πως ναι. Ειδικότερα, η υλοποίηση δράσεων σαν αυτές που περιέγραψα παραπάνω με τρόπο πειστικό θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας και ως εκ τούτου βελτίωση του προφίλ βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους που συνεπακόλουθα θα συμβάλλει στην παγίωση της αποκλιμάκωσης του κόστους δανεισμού. Όσο ταχύτερα εδραιωθεί αυτή η πεποίθηση, δηλαδή όσο ταχύτερα περάσουμε από την προσδοκία στην απτή πραγματικότητα όπως προείπα, τόσο ταχύτερα θα αποκλιμακωθεί και το κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα.
- Σε διεθνές επίπεδο, λόγω της επιβράδυνσης της Γερμανίας, του επικείμενου Brexit, του γεγονότος ότι το 2020 είναι χρονιά εκλογών στις ΗΠΑ, αρκετές αναλύσεις κάνουν λόγο για μια δύσκολη χρονιά. Πιστεύετε ότι οι δυσοίωνες εκτιμήσεις για την παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία θα επιβεβαιωθούν, και αν ναι, πως θα επηρεάσουν την Ελλάδα;
Αυτό είναι δύσκολο να το εκτιμήσει κανείς δεδομένου ότι υπάρχουν αντιφατικά μηνύματα από τη διεθνή οικονομία που δεν είναι εύκολο να αξιολογηθούν. Ειδικά όμως, όσον αφορά στο Brexit, τουλάχιστον για τις εκτός Βρετανίας οικονομίες, ίσως οι εξελίξεις σε ένα βαθμό έχουν προεξοφληθεί, ενώ και η όποια αναταραχή λόγω των εκλογών των ΗΠΑ αναμένεται να είναι προσωρινή.
Προφανώς η ελληνική οικονομία όντας μία μικρή ανοικτή οικονομία επηρεάζεται από τις παγκόσμιες μακροοικονομικές εξελίξεις. Σε κάθε περίπτωση, είτε ευνοϊκού εξωτερικού περιβάλλοντος είτε όχι, η κυρίαρχη στρατηγική της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να είναι η προσήλωση σε γενναίες πολιτικές αναδιάρθρωσης και ανασυγκρότησης της.
* Ο Γιώργος Οικονομίδης είναι αναπληρωτής Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.