Η Συμφωνία για τη μερική οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου είναι επιτυχία. Αυτή είναι η λογική αφετηρία της αξιολόγησής της, ανεξάρτητα από την καλόπιστη και υπεύθυνη κριτική που μπορεί να ασκηθεί για το ποσοστό της επήρειας που τελικά αναγνωρίστηκε στα ελληνικά νησιά. Φυσικά, η αρχική χάραξη της οριοθετικής γραμμής μάλλον έγινε με βάση την αρχή της ίσης απόστασης/μέσης γραμμής, την οποία, όπως είναι γνωστό, αποδέχονται και τα δύο κράτη.
Η ενδεχόμενη, λοιπόν, μετακίνηση της μερικής οριοθετικής γραμμής από τη μέση γραμμή, όπου έγινε, προς όφελος της Αιγύπτου, συνέχεται με την αρχή της αναλογικότητας και την επήρεια που αναπτύσσουν οι απέναντι αιγυπτιακές ηπειρωτικές ακτές. Αυτή η υπόθεση εργασίας εξηγεί και τον λόγο για τον οποίο η οριοθέτηση της ΑΟΖ δεν είναι συνολική. Θεωρητικά, αν η συμφωνία περιλάμβανε και συνυποσχετικό για παραπομπή της οριοθέτησης πέρα από το σημείο Α στη Χάγη, θα ήταν μια εξαιρετική συμφωνία. Ωστόσο, κάτι τέτοιο μάλλον δεν το επιθυμεί το Κάιρο, αφού στο πλαίσιο των μηχανισμών της Σύμβασης της Θάλασσας για την επίλυση των διαφορών, έχει επιλέξει τη διαιτησία.
Επίσης, σύμφωνα με το κείμενο της συμφωνίας, οριοθετούμε ΑΟΖ και όχι υφαλοκρηπίδα. Ίσως ο πιο σημαντικός λόγος που υπαγόρευσε αυτή την επιλογή, σχετίζεται με το γεγονός ότι η ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία αφορά σε τμηματική και όχι σε συνολική οριοθέτηση. Αν δηλαδή οριοθετούσαμε και τμηματικά υφαλοκρηπίδα, θα δίναμε επιχείρημα στην Τουρκία, ώστε να επικαλεστεί προηγούμενο και να επιδιώξει μια συμφωνία τμηματικής οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και στο Αιγαίο, γεγονός που θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με τη σαλαμοποίησή του.
Επιπλέον, το νομικό καθεστώς της ΑΟΖ υπερκαλύπτει αυτό της υφαλοκρηπίδας. Συνεπώς, η μη οριοθέτηση της τελευταίας με την Αίγυπτο δεν συνεπάγεται με κανένα τρόπο παραίτηση από την αποκλειστική άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων που είναι συνδεδεμένα με την υφαλοκρηπίδα, όπως η έρευνα και η εκμετάλλευση στο βυθό και το υπέδαφος. Άλλωστε, η συμφωνία περιλαμβάνει ρητή πρόβλεψη για συνεκμετάλλευση των φυσικών πόρων που εκτείνονται από την ΑΟΖ του ενός μέρους μέχρι την αντίστοιχη του άλλου, μάλιστα με ρητή αναφορά στη λεκάνη των υδρογονανθράκων. Στο σημείο αυτό ακολουθείται το μοντέλο της αντίστοιχης συμφωνίας οριοθέτησης που υπογράφηκε ανάμεσα στην Αίγυπτο και την Κύπρο και προέβλεπε τη σύναψη μιας ειδικότερης συμφωνίας για τη συνεκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Συνεπώς, οποιοδήποτε παραπάνω ποσοστό έλαβε η Αίγυπτος με βάση την τελική οριοθετική γραμμή, πιθανόν εξουδετερώνεται με βάση την υποχρέωση συνεκμετάλλευσης για όλους τους φυσικούς πόρους που τέμνει η οριοθετική γραμμή.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις συνταγμένες του παραρτήματος που ορίζουν την τμηματική οριοθετική γραμμή, αφήνουμε εκτός οριοθέτησης τη μισή περίπου Ρόδο ανατολικά του 28ου μεσημβρινού. Με αυτή την επιλογή, δεν απομονώνουμε και δεν εγκαταλείπουμε το σύμπλεγμα της Μεγίστης, και συνεπώς δεν προσφέρουμε έδαφος για κανένα από τα προσφιλή τουρκικά επιχειρήματα για «ειδικές περιστάσεις» και «λάθος μεριά της οριοθετικής γραμμής» στην οποία βρίσκεται το Καστελλόριζο και τα παρακείμενα νησιά και νησίδες και ειδικά η Στρογγύλη. Όσο προσχηματική κι αν φαίνεται, ωστόσο, συνιστά συνεπή προσέγγιση που υπαγορεύεται από τη διπλωματική και νομική στάση που τηρούμε και απέναντι στην Τουρκία.
Την ίδια στιγμή, η συμφωνία ανάμεσα σε Αθήνα και Κάιρο έχει ως προμετωπίδα το διεθνές δίκαιο, και τις αρχές της καλής πίστης και της καλής γειτονίας. Δηλαδή, ό,τι λείπει από την Τουρκία με κριτήριο το μνημόνιο που σύναψε τον περασμένο Νοέμβριο με τη Λιβύη αλλά και την εν γένει προκλητική και αναθεωρητική συμπεριφορά της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Είναι μάλιστα ακόμη πιο εντυπωσιακό, ότι δύο καλόπιστα μέρη και καλοί γείτονες, επέλεξαν ρητά να οριοθετήσουν ΑΟΖ με βάση τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας και το διεθνές δίκαιο. Με άλλα λόγια, αφήνουν την πόρτα των διαπραγματεύσεων ή της δικαιοδοτικής επίλυσης των διαφορών τους με την Τουρκία ανοιχτή, καθώς η τελευταία, αν και δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, δεσμεύεται από το διεθνές εθιμικό δίκαιο για τη θάλασσα και φυσικά τις οριοθετήσεις.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η επιτυχία της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας δεν περιορίζεται απλά σε διμερές επίπεδο, αλλά περιλαμβάνει και τις συνέπειες σε βάρος του αναθεωρητισμού της Τουρκίας. Πλέον, μετά το τουρκολιβυκό μνημόνιο και την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία έχει δημιουργηθεί μια νομική διαφορά μεταξύ των τεσσάρων κρατών, την οποία έχουν υποχρέωση σύμφωνα με τον Χάρτη του ΟΗΕ να επιλύσουν ειρηνικά. Συνεπώς, το καθεστώς Ερντογάν δεν μπορεί πια να επικαλείται τα τετελεσμένα που επιχείρησε να δημιουργήσει με το μνημόνιο που υπέγραψε με την de facto κυβέρνηση της Τρίπολης, ούτε και να ισχυρίζεται ότι η Αθήνα δεν έχει καταθέσει συντεταγμένες για τις θαλάσσιες ζώνες που εκείνη υποστηρίζει ότι διαθέτει, ώστε να αρμενίζουν ανεμπόδιστα τα τουρκικά ερευνητικά και γεωτρητικά σκάφη.
Ωστόσο, δυστυχώς φαίνεται πως για την Τουρκία δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την περαιτέρω κλιμάκωση. Το καθεστώς Ερντογάν είναι πλέον εκτεθειμένο στο εσωτερικό πολιτικό ακροατήριό του, καθώς διαπιστώνει πως η λεγόμενη «Γαλάζια Πατρίδα» είναι μια άσκηση στον χάρτη χωρίς τη συναίνεση των γειτονικών χωρών, ενώ παράλληλα φαίνεται πως η τουρκική οικονομία κλονίζεται και έχει σοβαρές επιπτώσεις στην καθημερινότητα των Τούρκων πολιτών. Ο Ερντογάν, λοιπόν, θα προχωρήσει άμεσα σε νέες προκλήσεις, από τα ελληνοτουρκικά σύνορα στον Έβρο μέχρι την Στρογγύλη και φυσικά την Κύπρο, προκειμένου να δημιουργήσει ευρύτερες πολιτικές συμμαχίες στο εσωτερικό, να αποδείξει επιχειρησιακά ότι η ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία δεν μπορεί να εφαρμοσθεί και τέλος πως είναι σε θέση να επιβάλλει τους κανόνες του στο Αιγαίο.
Με άλλα λόγια, αν και η συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο προσφέρει την ευκαιρία για ειρηνική επίλυση των διαφορών μας για τις οριοθετήσεις με την Τουρκία, μάλλον πληγώνει και εξαγριώνει τον Ερντογάν και διαμορφώνει άμεσα την προοπτική για ένα επικίνδυνο σκηνικό με απρόβλεπτες κινήσεις σε επιχειρησιακό επίπεδο. Προφανώς, δεν χρειάζεται να σημειωθεί πως οι διερευνητικές επαφές, ο διάλογος και τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης με την Τουρκία θα τεθούν εκτός πραγματικότητας για το επόμενο χρονικό διάστημα. Την ίδια στιγμή, απαιτείται ετοιμότητα, ψυχραιμία και αξιοπιστία σε κάθε ενέργεια που αφορά στα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας, αλλά και η συνειδητοποίηση από τον ελληνικό λαό, πως πρέπει να μάθουμε να ζούμε με εντάσεις και κρίσεις, όσο κι αυτές δεν υπήρξαν ποτέ, ούτε και είναι σήμερα η επιλογή μας.
*Ο Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης είναι Επίκουρος Καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου της Νομική Σχολή ΑΠΘ