Του Γιάννη Στεφανίδη
Επιτρέψτε μου σήμερα να σας θυμίσω πράγματα γνωστά.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 26ης προς την 27η Ιουνίου του 2015, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με διάγγελμά του ζήτησε από τον ελληνικό λαό να τοποθετηθεί με την ψήφο του απέναντι σε δύο δυσνόητους τίτλους εγγράφων, διατυπωμένους στα αγγλικά. Παρουσίασε δε τα επίμαχα έγγραφα ως προτάσεις των θεσμών της ΕΕ και του ΔΝΤ, με τους οποίους η κυβέρνησή του διαπραγματευόταν την έξοδο από το δεύτερο μνημόνιο στήριξης της ελληνικής οικονομίας.
Παρέλειψε τότε ο πρωθυπουργός να αναφέρει ότι τα έγγραφα αυτά είχαν ως βάση την πρόταση που η δική του κυβέρνηση είχε υποβάλει στους θεσμούς το πρωί της 22ας Ιουνίου, και είχαν ήδη αντικατασταθεί από νεότερα που επέτρεπαν τη συνέχιση της διαπραγμάτευσης. Αντίθετα, παρουσίασε τα δύο κείμενα ως «εκβιαστικό τελεσίγραφο» των εταίρων-δανειστών και, εμμέσως πλην σαφώς, ζήτησε από τους ψηφοφόρους να πουν ένα μεγάλο «Όχι», «όπως η ιστορία των Ελλήνων προστάζει».
Ταυτόχρονα, ο κύριος Τσίπρας επαναλάμβανε την προεκλογική του θέση πως ο τερματισμός της λιτότητας θα επανέφερε στη χώρα μας την ευημερία και την κοινωνική δικαιοσύνη? όπως δε άρμοζε σε δημοκρατικό ηγέτη, διακήρυσσε: «Δεσμεύομαι προσωπικά ότι θα σεβαστώ το αποτέλεσμα της δημοκρατικής σας επιλογής, όποιο και αν είναι αυτό».
Σε δύο επόμενα διαγγέλματα, ο πρωθυπουργός επιχείρησε να διασκεδάσει την προϊούσα εντύπωση ότι η κυβέρνησή του εξέταζε το ενδεχόμενο εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη, και πιθανότατα από την ΕΕ, με τον ισχυρισμό ότι η υπερψήφιση του «Όχι» θα του έδινε ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο έναντι των θεσμών.
Η λαϊκή ετυμηγορία και τα μετέπειτα είναι γνωστά: Εντός δύο-τριών ημερών από το δημοψήφισμα, κύριος Τσίπρας δεν διαπραγματεύτηκε το τέλος της λιτότητας και την έξοδο από το μνημόνιο, αλλά αποδέχτηκε ένα τρίτο, δυσβάσταχτο μνημόνιο, προκειμένου να καλυφθούν οι δυσθεώρητες «τρύπες» που άνοιξαν στις ταμειακές ανάγκες της χώρας οι πρόσφατοι κυβερνητικοί χειρισμοί. Και βέβαια, τσαλαπάτησε την προσωπική του δέσμευση να σεβαστεί την απόρριψη της προηγούμενης, ηπιότερης, δέσμης μέτρων από τους έλληνες ψηφοφόρους.
Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 βιώθηκε ως τραύμα από το σύνολο του ελληνικού λαού. Αυτομάτως, το ψευδεπίγραφο δίλημμα του κειμένου του διαίρεσε τους Έλληνες σε δύο στρατόπεδα. Οι θιασώτες του «Ναι» βίωσαν την οδυνηρή δοκιμασία της ακραίας αβεβαιότητας για το μέλλον της χώρας εκτός Ευρωζώνης και ΕΕ. Οι υπέρμαχοι του «Όχι» δοκίμασαν τη ματαίωση των προσδοκιών τους και την πλήρη διάψευση της εμπιστοσύνης με την οποία είχαν περιβάλει τον κύριο Τσίπρα.
Η προσαρμογή υπήρξε σαφώς δυσκολότερη για τη δεύτερη κατηγορία ψηφοφόρων. Μεγάλη μερίδα τους ποθούσε να δει τον γάιδαρο να ανυψώνεται στα ουράνια, σκορπίζοντας χρέος, κόκκινα δάνεια, ΕΝΦΙΑ κ.ά. δυσάρεστα στους πέντε ανέμους. Άλλοι, πιθανότατα λιγότεροι, ένοιωθαν έτοιμοι να ζήσουν τρώγοντας πέτρες, αρκεί να γέμιζε το στήθος τους υπερηφάνεια. Η ψυχολογική αντίδραση πολλών ήταν η άρνηση: Πώς να δεχτούν ότι ο εκλεκτός τους πολιτικός εμφανιζόταν αφελής, πλανημένος, ανακόλουθος, αφερέγγυος, ίσως και ψεύτης;
Δεν θα ξεχάσω την αντίδραση παλαιού αριστερού στο άκουσμα της συνθηκολόγησης Τσίπρα με τις Βρυξέλλες: «Ήταν όλα προσυμφωνημένα!» Δύο μήνες αργότερα ξαναψήφισε ΣΥΡΙΖΑ, όπως έπραξε και η πλειονότητα των άρτι διαψευσθέντων ψηφοφόρων του. Ξαναψήφισαν έναν πολιτικό που, με νωπή την kolotoumba, επέμενε να χρησιμοποιεί φράσεις «Ή εμείς ή αυτοί», «Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», λες και το ζητούμενο ήταν η επικράτηση σε μια εμφύλια διαμάχη!
Η υπόμνηση αυτών των συμβάντων δεν έχει απλώς ακαδημαϊκό ενδιαφέρον. Ενόψει των τεράστιων προβλημάτων που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η χώρα, θα ήταν χρήσιμο να αντιληφθούμε ότι τα διχαστικά συνθήματα του πρόσφατου παρελθόντος είναι επικίνδυνα και ξεπερασμένα? και να διακρίνουμε μια ευκαιρία, ώστε το χάσμα που άνοιξε η διακυβέρνηση από την «πρώτη φορά Αριστερά» (με ολίγη από Ακροδεξιά) να κλείσει χάρη σε μία χαμηλών τόνων αλλά στιβαρή και, κυρίως, αποτελεσματική διακυβέρνηση. Η επιλογή είναι και πάλι ημών των εκλογέων.