Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Στις 11 Μαΐου, ο τελικός του Κυπέλλου Ελλάδας ανάμεσα σε ΑΕΚ και ΠΑΟΚ θα γίνει οριστικά χωρίς θεατές. Η απόφαση είχε ληφθεί στα υψηλά κλιμάκια της κυβέρνησης και έγινε επισήμως γνωστή μετά τη συνεδρίαση της Επιτροπής για την Αντιμετώπιση της Βίας.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι ίδιες οι ΠΑΕ (ΑΕΚ και ΠΑΟΚ), φέρονται να έχουν ζητήσει προ μηνός, να διεξαχθεί ο τελικός χωρίς φιλάθλους, καθώς δεν μπορούν να εγγυηθούν ότι δεν θα γίνουν επεισόδια.
Το ποδόσφαιρο είναι μόνο ένα καλό δείγμα. Επειδή μπορούμε εύκολα να μελετήσουμε τις δομές του και τον τρόπο με τον οποίο η πολιτεία διαχειρίζεται τις κοινωνικές προεκτάσεις του.
Γενικότερα όμως, το ελληνικό κράτος παραμένει παραδομένο στους οπαδούς του. Στα γήπεδα, στα σχολεία, στα κόμματα, στις τηλεοράσεις, στις εκκλησίες. Οπουδήποτε μπορεί να υπάρξει άνθρωπος εμμονικός με κάποιο δόγμα, αντίληψη ή ιδεολογία.
Ποιο είναι το πρόβλημα; Η αδυναμία των θεσμών να ρυθμίσουν τις σχέσεις των πολιτών με τις ηγεσίες μέσα στο σύστημα. Η απροθυμία επίσης των εκπροσώπων της πολιτείας να σεβαστούν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στους «συστημικούς» πολλούς για χάρη των «αντισυστημικών» λίγων.
Με λίγα λόγια, μιλάμε για μία κοινωνία παραδομένη στις μικρές φασίζουσες ομάδες που κάνουν θόρυβο για να επιβάλουν ένα είδος προστατευόμενης «δικτατορίας». Στο όνομα πάντα της ανωριμότητας και της αποδεκτής βαναυσότητας που επιδεικνύουν.
Γίνεται τελικός κυπέλλου χωρίς οπαδούς; Γίνεται πανεπιστήμιο χωρίς φοιτητές; Και γίνεται δημοκρατία χωρίς πολίτες;
Yπάρχει όμως και κάτι άλλο, πιο σοβαρό από την ανεύθυνη συμπεριφορά της πολιτείας: η αδυναμία των φιλάθλων, των ευσυνείδητων φοιτητών, των δημιουργικών μαθητών και των ώριμων πολιτών να απαιτήσουν μία κοινωνία ελεύθερη και απαλλαγμένη από τις σκοτεινές «δοσοληψίες» του κράτους με τις μειοψηφίες.
Κι εκεί ίσως, βασίζεται ολόκληρη η φιλοσοφία του πελατειακού συστήματος στο οποίο έχει παραδοθεί η εξουσία. Από εκεί προκύπτει και η δειλία των «υπευθύνων» που «διαπαιδαγωγούνται» στο να ενδίδουν σε οποιονδήποτε κάνει θόρυβο ή απειλεί με την βία ή την ψήφο του.
Είναι όμως και ο θαυμασμός προς την βαναυσότητα που έχει καλλιεργηθεί ως κουλτούρα σε όλες τις γενιές των φιλάθλων εν προκειμένω, και των πολιτών γενικότερα. Όπως και η προσήλωση στην ίντριγκα και στην δοσοληψία. Μην ξεχνάμε ότι είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο με τόσες πολλές αθλητικές εφημερίδες, οι οποίες στα πρωτοσέλιδά τους προμοτάρουν την βία, τις κρυφές συναλλαγές παραγόντων και τον φανατικό οπαδισμό των φιλάθλων.
Τελικός κυπέλλου χωρίς κόσμο στις κερκίδες δεν γίνεται πουθενά στον κόσμο. Ούτε καν στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Είναι αδιανόητο να συντηρείται ένα προϊόν το οποίο δεν αφορά την αγορά και τους φιλάθλους αλλά μόνο τα παιχνίδια της εξουσίας μεταξύ πολιτείας και μεγαλοπαραγόντων.
Αυτό που βιώνουμε γενικότερα σ αυτή την χώρα δεν είναι δημοκρατία αλλά μία στημένη «τιμοκρατία» στην οποία το άτομο δεν έχει ρόλο παρά μόνο αν ανήκει σε κάποιο πελατειακό δίκτυο εκφοβισμού. Και για αυτόν ακριβώς τον λόγο βιώνουμε μία τρομοκρατία στις περισσότερες εκφάνσεις του κοινωνικού βίου και στους δημόσιους χώρους.
Όλοι εμείς που θέλουμε να ξαναδούμε ποδόσφαιρο είμαστε ανυπεράσπιστοι μπροστά στην ανικανότητα της πολιτείας να μας διασφαλίσει τον αυτοσεβασμό και την αισθητική μας. Αλλά και ως μέλη μιας κοινωνίας «καπετανάτων» προσπαθούμε – όσο μπορούμε- να προφυλάξουμε την αξιοπρέπειά μας, εν μέσω δικτύων εξάρτησης και πελατειασμού.