Γιάννης Ευσταθιάδης «Ανοιχτό Μικρόφωνο. Μονόλογοι και ομολογίες», εκδ. Μελάνι.
Τρεις σκέψεις καρφώθηκαν κάρβουνα αναμμένα τελειώνοντας το βιβλίο: η ποιητική, μαθηματική, πυκνή σκέψη του Γιάννη Ευσταθιάδη, ο σκουπιδοφάγος με την μορφή της υπερπληροφόρησης- παραπληροφόρησης του διαδικτύου και «Ο Φούνες ο Μνήμων» του Μπόρχες.
Έχοντας ήδη συνείδηση ότι αυτό κάνει ο Ευσταθιάδης, ποίηση ακόμα και με τα πεζά, και ότι όλα κινούνται γύρω από τον ίδιο άξονα, εν προκειμένω την Μνήμη και τον Θάνατο, τα μικρά «παράδοξα» κατά κάποιον τρόπο αινιγματικά, αλληγορικά, γριφώδη προσωπικά και μυθοπλαστικά ποιητικά αφηγήματα είναι ένας κύκλος που ολοκληρώνεται, κονσέρτο που ακούγεται μουσικά και σχεδόν αυτοαναιρείται από τον ίδιο τον συγγραφέα του ειρωνικά:
«Όλη μου τη ζωή έκανα αυτό που κάνετε- καλή ώρα εσείς: ηχογραφούσα. Παλιά, με μαγνητόφωνο σε μαγνητοταινία. Αργότερα, με κασετόφωνο σε πλακουτσωτές κασέτες… Τα τελευταία χρόνια αποθήκευα τις ηχογραφήσεις μου σε CD, και πρόσφατα αρκέστηκα να κάνω τις συλλογές μου – γιατί όχι;- με το κινητό μου… Στις συλλογές μου, που τις διασώζω σε διαφανή δοχεία μνήμης, συντηρούνται το αυτονόητο και το εξαιρετικό, το κοινότοπο και το παρανοϊκό. Αν ήθελα, με διάθεση σκωπτική και λεξιπλαστική να σας απαντήσω, θα έλεγα πως στα αρχεία περιλαμβάνονται:
ήχοι φύλλων
ήχοι φίλων
ήχοι φυλών
ήχοι ανέμων
ήχοι ανεμώνων
ήχοι α, ναι, μόνων
ήχοι ψιθύρων
ήχοι θυρών
ήχοι αυτοκινήτων
ήχοι ακινήτων
ήχοι με μέτρο
ήχοι σε μετρό
ήχοι λαλίστατοι
ήχοι ύστατοι
ήχοι του Έθνους
ήχοι του πένθους…» [Συλλέκτης]
«Με ένα μηχάνημα του μέλλοντος καταργώ τα τεκμήρια του παρελθόντος, μ’ έναν ήχο του παρόντος αρνούμαι την ύπαρξη του συντελεσμένου.
Χάρη σε μια διαβολική συσκευή, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της μνήμης μετατρέπονται σε κάτι που μοιάζει με υγρή άμμο ή λάσπη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θέλω να θυμάμαι- κάθε άλλο. Όμως θέλω μια μνήμη χωρίς τέχνη- τα βοηθήματα, χωρίς εικονική υποστήριξη, χωρίς τεκμήρια. Θέλω μια μνήμη σαν δύσκολη άσκηση αναδρομής, με κλειστά μάτια.
Αρνούμαι να γίνεται η μνήμη εύκολη υπόθεση» [Σκουπιδοφάγος]
Και όλες οι ιστορίες του βιβλίου, κατά έναν τρόπο, ήχοι του πένθους: Ο σεφ που αυτοπυροβολείται στο στόμα μετατρέποντας τον θύλακο της γαστρονομίας σε «οδό του θανάτου», συναρμόζοντας έτσι «την εφήμερη ευτυχία με τη μελαγχολία της διάρκειας». Ο πιανίστας που ονειρεύεται το δεξί του χέρι που έχασε στον πόλεμο να ενορχηστρώνει κονσέρτα στα πεδία των μαχών, σκεπάζοντας με θρηνητικές συγχορδίες την επικράτεια του θανάτου. Ο συνθέτης που οραματίζεται τον θάνατο σαν το μεγαλειωδέστερο έργο τέχνης του Εωσφόρου, αμφισβητεί το μεγαλείο αυτής της διαβολικής δημιουργίας, καθώς σκέφτεται πως ο θάνατος ήταν «ένα ασήμαντο, καθημερινό έργο ρουτίνας του Εωσφόρου». Ο Κορωνοϊός που γίνεται ένα παραμύθι θανάτου στα χείλη της θείας Λένας ξεκινώντας από την Κίνα και σκοτώνοντας πρώτα όλους τους ήρωες του παραμυθιού, απειλεί τα παιδιά.
Σε κάποιες ιστορίες κινδυνεύουν οι λέξεις. Σε άλλες, εκλιπαρεί ο συγγραφέας για λίγο χρόνο ή για μια τρυφερή λέξη στον τηλεφωνητή κι αλλού ξεφλουδίζει την ύπαρξη ως το κουκούτσι της, ανελέητα…
«”Ευσταθιάδη”
Κι ύστερα πάλι
“Ευσταθιάδηηη”
Ηχώ πάνω στην ηχώ και ο ήχος που εξασθενούσε, κράταγε μόνο καταλήξεις
“…άδει, άδειει”…..
Άλλωστε, σκέφτηκα, οι ήχοι, οι φωνές ορθογραφία δεν γνωρίζουν, και ίσως αυτό που άκουσα τότε, να είναι πια σήμερα.
“Ευσταθιάδη… άδη… Άδη…”»
Μικρές ιστορίες που θυμίζουν γοτθικούς γρίφους, μανιάτικα μοιρολόγια- τραγούδια και μαύρα παραμύθια με υλικά που γνωρίζει καλά κι αγαπά ο συγγραφέας (μουσική, ποίηση, λογοτεχνία, γαστρονομία) που αποτελούν μελέτη θανάτου κατά τον Σικελιανό άρα ακριβή φιλοσοφική στάση ζωής.
Σε κάθε βιβλίο του ο Γιάννης Ευσταθιάδης με κάνει να κλαίω όλο και πιο πολύ.