Του Αντώνη Πανούτσου
Η κατάσταση ήταν η συνηθισμένη. Μεταλλικά περφορέ παγκάκια, μοντέλα Ellis Island circa 1920, που τα μοιραζόσουνα με ρώσους άστεγους αλκοολικούς που τελευταία φορά πλύθηκαν όταν τους είχαν βαφτίσει ενώ μπροστά σου πακιστανοί opticians πρότειναν την τελευταία λέξεις της μόδας στα RayBan και τσιγγάνοι horologer προωθούσαν μαϊμούδες μαϊμούδων Rolex και Patek Philippe. Πάνω από τα παγκάκια σκέπαστρο που σταματάει να προστατεύει από τον ήλιο μετά τις 5. Δίπλα το κυλικείο με δύο πάγκους από νοβοπάν για μπύρα και πατατάκια. Ανάμεσα στα παρτέρια και στον τοίχο του λιμανιού μία δύο σκηνές κάποιων που μετέτρεψαν το λιμάνι σε ελεύθερο κάμπινγκ.
Η διαδρομή που πριν με το Catamaran γινόταν σε μια ώρα πήρε δύο ώρες και ένα τέταρτο. Ευτυχώς σε ανθρώπινες συνθήκες. Κάτι που μαθαίνεις να το εκτιμάς όταν την έχεις κάνει με χαμηλοτάβανο Dolphin χωρίς air conditioning.
Στο λιμάνι του προορισμού το σκάφος πρέπει να πιάσει πενήντα μέτρα πιο μέσα από το συνηθισμένο. Η βάση της προκυμαίας, υπήρξε κίνδυνος να πέσει. Το κράτος φυσικά κινήθηκε αστραπιαία. Τα υλικά για την επισκευή μεταφέρθηκαν στην προκυμαία. Και έμειναν εκεί, Οι φήμες στο λιμάνι λένε ότι ο εργολάβος είχε κάπου αλλού να πάει αλλά κανένας δεν είναι σίγουρος. Το μόνο σίγουρο είναι ότι όποτε ένα πλοίο πιάνει στην προκυμαία δύο λιμενικοί διώχνουν τον κόσμο που κάθεται στην πρώτη σειρά στις καρέκλες των καφενείων από τον φόβο ότι μπορεί να κοπεί κάποιος κάβος και να τραυματίσει κάποιον. Κάτι που δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα χορογραφία, με τους λιμενικούς να κάνουν τον Bob Fossett, τους σερβιτόρους τους βοηθούς του και τους πελάτες των μαγαζιών το μπαλέτο από το All that Jazz.
Η περιγραφή δεν αφορά την διαδρομή Αμπιτζάν – Γιομπουγκόν Κουτέ αλλά το ταξίδι Πειραιάς – Υδρα με το Flying Cat την περασμένη Τετάρτη το απόγευμα. Βέβαια μπορείς να πεις ότι το ταξίδι δεν πήγε και άσχημα. Το επόμενο πρωί το Flying Cat VI χάλασε. Επέστρεψε στον Πειραιά και οι επιβάτες πήγαν στην Υδρα και τις Σπέτσες από την Πελοπόννησο με πούλμαν.
Το γιατί το ταξίδι από το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας σε ένα από τα πιο 3.4 πιο exclusive νησιά της Ελλάδας πρέπει να έχει τον χαρακτήρα απόδρασης από εμπόλεμη περιοχή που δεν ξέρεις αν βρεις καράβι για να φύγεις, αν βρεις δεν ξέρεις σε πόση ώρα θα φτάσει στον προορισμό του και αν το μάθεις δεν είσαι βέβαιος ότι δεν θα χαλάσει και θα πας με πούλμαν sorry but beats me. Στο πρόσφατο παρελθόν η Ύδρα εκτός από τα Dolphin και τα Catamaran εξυπηρετείτο και από πλοίο της γραμμής. Όχι πλέον. Το αποτέλεσμα είναι το ταξίδι να γίνεται με τα «γρήγορα». Τα οποία πάνε να γίνουν πιο αργά και από το αργό που είχαν αντικαταστήσει.
Δεν ξέρω ποιου είναι το λάθος. Αν υπάρχει τέτοιος σε μια χώρα που η αρμοδιότητα είναι σαν τον μουντζούρη και πάει από τον έναν στον άλλον. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το σύστημα δεν λειτουργεί. Τέτοιες μικρές διαδρομές δεν είναι απόδραση από την Δουνκέρκη στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο που το θέμα ήταν να φτάσει ο στρατιώτης στο Ντόβερ και το πώς ελάχιστα ενδιέφερε. Τέτοιες διαδρομές πρέπει να μπορούν να γίνουν on impulse. Στις οποίες ο τουρίστας θα πρέπει να βρίσκει εισιτήριο μεε διαφορετικές κατηγορίες μέσων, με διαφορετικές τιμές και κυρίως ανά πάσα στιγμή. Όχι να χρειάζεται να κλείσει εισιτήριο για την Δευτέρα του Πάσχα από την Μεγάλη Δευτέρα και για την Τρίτη του Πάσχα από την Μεγάλη Πέμπτη. Τα νησιά του Αργοσαρωνικού, που άλλες χώρες θα τα πρόσεχαν σαν τουριστικά διαμάντια μαραζώνουν από την έλλειψη επικοινωνίας.
Το δεύτερο απαράδεκτο είναι το ίδιο το λιμάνι. Είμαι σίγουρος ότι στον Φλαμπουράρη, την Τασία Χριστοδουλοπούλου, την Θεανώ Φωτίου και τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, την παρέα της Αίγινας δηλαδή, το λιμάνι του Πειραιά έχει κάτι το παλιοκαιρινό που τους θυμίζει ελληνικές ασπρόμαυρες ταινίες και τα χρόνια της νιότης τους. Αφορά τους ίδιους και μόνο. Είναι απαράδεκτο υπουργοί να βλέπουν αυτό το χάλι και να μην παίρνουν τον Κουρουμπλή, τον Τόσκα ή όποιον άλλον υποκρίνεται ότι είναι υπουργός και έχει αρμοδιότητα στο λιμάνι και να του λένε «Κάνε κάτι γιατί γινόμαστε ρεζίλι». Αν η λέξη «ρεζίλι» περιλαμβάνεται ακόμα στο κυβερνητικό λεξιλόγιο.