Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Η ζωή μας ξεδιπλώνεται μέσα σε μία πολύβουη αίθουσα διαρκών συνεδριάσεων γύρω από δεκάδες θέματα. Την ατμόσφαιρά της δονούν εκατοντάδες, χιλιάδες φωνές και μικροφωνισμοί. Πώς να απομονωθείς εκεί μέσα; Πώς να κοιτάξεις τον εαυτό σου, να τον λυτρώσεις, για να μπορέσεις μετά να ασχοληθείς και με τα προβλήματα των άλλων; Γιατί το θέλεις αυτό, σωστά; Ναι, ασφαλώς το θέλεις. Έτσι είσαι φτιαγμένος, αυτή είναι η πάστα σου. Δεν σε νοιάζει μόνο ο εαυτός σου. Αρκεί να τα καταφέρεις να ξεγλιστρήσεις μια στάλα. Από το πλήθος. Μα έπειτα… πόσο άραγε σου επιτρέπεται να το κάνεις αυτό; Μπορείς, και πρέπει, να ξεφύγεις; Έχεις αυτό το δικαίωμα; Μα ναι, είσαι ελεύθερος να απασχολείσαι με όσα σε ενδιαφέρουν προσωπικά, με ό,τι επηρεάζει μόνο τη δική σου ζωή. Αυτή είναι η βάση για κάθε άλλη κίνηση. Σωστά; Σωστά! Η ζωή είναι πολύ μικρή για να τα χωρά όλα, όλα αυτά. Καλά-καλά δεν προλαβαίνεις καν να τη ζήσεις και να τη χαρείς όλη. Πάντα κάτι άλλο θα σε απασχολεί, κάτι θα σε τραβάει από το μανίκι, κάτι θα σε καθυστερεί και θα σε κρατά πίσω. Και η ζωή (η δική σου ζωή) θα τρέχει μπροστά, χωρίς εσένα: θα είναι δική σου όσο τής το επιτρέπουν οι περισπασμοί σου. Γιατί να ζεις σε αυτή την πολύβουη αίθουσα των διαρκών συνεδριάσεων με τις χιλιάδες φωνές και τους μικροφωνισμούς; Δεν το επέλεξες αυτό. Θέλεις την ησυχία σου. Να επιλέγεις μόνο αυτά που σε αφορούν. Όχι τα προβλήματα των πολλών. Αρκετά δικά σου έχεις στην καμπούρα σου. Όμως οι φωνές αποσπούν την προσοχή σου, και οι μικροφωνισμοί σού τρυπούν τα αυτιά. Πόσο άδικο, ναι; Πόσο άδικο.
Ήταν δύσκολοι καιροί για να είσαι Ιρλανδός, δύσκολοι καιροί για να είσαι είκοσι ενός, και δύσκολοι καιροί για να είσαι ένας άντρας που ένιωθε έλξη για άλλους άντρες. Το να είσαι και τα τρία μαζί ταυτόχρονα προϋπέθετε μια ικανότητα κοινωνικής ευελιξίας και πανουργίας που αισθανόμουν ότι πήγαινε κόντρα στη φύση μου. Ποτέ δεν είχα θεωρήσει τον εαυτό μου ανέντιμο, και πραγματικά σιχαινόμουν την ιδέα ότι μπορούσα να είμαι τόσο ανειλικρινής και να παραπλανώ σε τέτοιο βαθμό τους άλλους. Όσο περισσότερο εξέταζα όμως το αρχιτεκτόνημα της ζωής μου, τόσο συνειδητοποιούσα πόσο διαβρωμένο από το ψέμα ήταν. Η πεποίθηση ότι θα μπορούσα να περάσω τις υπόλοιπες μέρες μου επί γης ψευδόμενος στους ανθρώπους βάραινε στη συνείδησή μου και, σε τέτοιες φάσεις, σκεφτόμουν σοβαρά το ενδεχόμενο της αυτοχειρίας.
Φταίνε οι καταραμένοι πολλοί. Πάντα αυτοί. Οι πολλοί κάνουν πάντα λάθη στις επιλογές τους, διαμορφώνουν τον κόσμο σου, ψηφίζουν ό,τι χειρότερο κυκλοφορεί, βάζουν στην εξουσία πεινασμένους αριβίστες, τυχοδιώκτες και γελοίους, κι αυτοί βέβαια θέλουν να γαντζωθούν στην καρέκλα τους, και ο μόνος τρόπος είναι να επανδρώνουν και να συντηρούν τον στρατό τους, να χαρτζιλικώνουν τους κολαούζους τους, να σπέρνουν διχόνοια και να προχωρούν με μυθεύματα, ψεύδη και παραπλανώντας τον λαουτζίκο, τους πολλούς. Κι εσύ; Εσύ μένεις πάντα στη μέση αυτής της πολύβουης αίθουσας των διαρκών συνεδριάσεων με τις χιλιάδες φωνές και τους μικροφωνισμούς, και αισθάνεσαι απλώς βλαξ. Θέλεις να φύγουν, να τελειώνουν. Θέλεις να πάρεις ανάσα. Να ησυχάσεις. Αυτό θέλεις μόνο. Μια γωνιά για να ησυχάσεις. Θέλεις να μη σε νοιάζει. Για ένα βράδυ. Για μια στιγμή. Να πάψεις να ακούς και να ενδιαφέρεσαι.
«Και φιλενάδα έχω, ευχαριστώ πολύ. Το θέμα όμως είναι ότι δε θέλω να έχω. Βλέπετε, δεν είναι τα κορίτσια αυτά που σκέφτομαι. Είναι τα αγόρια».
«Κατ' αρχάς», είπε ο γιατρός, «μη νομίζεις ότι είσαι ο μόνος που περνάει τέτοια δοκιμασία. Πολλά αγόρια στη διάρκεια των χρόνων είχαν παρόμοια συναισθήματα, από τους αρχαίους Έλληνες μέχρι σήμερα. Οι ανώμαλοι, οι διεστραμμένοι και οι έκφυλοι υπήρχαν από γενέσεως κόσμου, οπότε μη σου περάσει στιγμή από το μυαλό ότι αποτελείς εξαίρεση. Υπάρχουν μάλιστα και ορισμένα μέρη στον κόσμο όπου θα μπορούσες να τη σκαπουλάρεις μ' αυτό που είσαι χωρίς ν' ανοίξει μύτη. Το σημαντικό όμως, Τρίσταν, αυτό που πρέπει να θυμάσαι, είναι ότι σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να ικανοποιήσεις αυτές τις αηδιαστικές ορμές. Είσαι ένας καλός, αξιοπρεπής καθολικός νέος, και… είσαι καθολικός, ε;»
«Ναι», είπα, αν και δεν πίστευα σε καμία θρησκεία.
«Μπράβο, παιδί μου. Δυστυχώς, είσαι καταραμένος με μια τρομερή αρρώστια. Μια ασθένεια που πλήττει διάφορους ανθρώπους χωρίς προφανή λόγο. Αλλά δεν πρέπει να σκέφτεσαι στιγμή ότι είσαι ομοφυλόφιλος, γιατί δεν είσαι». […] «Ναι, είναι αλήθεια», συνέχισε, «ότι υπάρχουν ομοφυλόφιλοι σ' ολόκληρο τον κόσμο. Η Αγγλία έχει πολλούς. Η Γαλλία είναι γεμάτη. Και, μολονότι δεν έχω πάει ποτέ στην Αμερική, φαντάζομαι ότι έχουν κι αυτοί το μερίδιό τους. Δε θα έλεγα ότι είναι τόσο κοινό στη Ρωσία ή στην Αυστραλία, κατά πάσα πιθανότητα όμως εκεί θα έχουν κάτι άλλο που να το αναπληρώνει. Ιδού όμως τι θέλω να θυμάσαι: Δεν υπάρχουν ομοφυλόφιλοι στην Ιρλανδία. Μπορεί εσένα να σου έχει κολλήσει ότι είσαι τέτοιος, αλλά κάνεις λάθος. Πολύ απλά, κάνεις λάθος».
«Δε μου φαίνεται τόσο απλό, γιατρέ», είπα επιφυλακτικά. «Πραγματικά πιστεύω ότι μπορεί να είμαι».
«Μα δεν ακούς τι σου λέω;» ρώτησε χαμογελώντας μου σαν να ήμουν καθυστερημένος. «Τώρα μόλις δεν είπα ότι δεν υπάρχουν ομοφυλόφιλοι στην Ιρλανδία; Κι αφού δεν υπάρχουν ομοφυλόφιλοι στην Ιρλανδία, πώς γίνεται εσύ να είσαι τέτοιος;»
Το κεφάλι σου πάει να σπάσει. Φταίνε φυσικά οι μικροφωνισμοί, αλλά φταίνε και όλα αυτά τα θέματα. Τα δεκάδες θέματα. Ανάθεμα αν τα θυμάσαι όλα τους. Ή αν θυμάσαι αυτά της προηγούμενης εβδομάδας. Αλλάζουν συνέχεια, κάθε ημέρα έχει τη δική της προτεραιότητα. Κι εσύ μένεις μόνος. Με τη ζωή σου να φεύγει μπροστά, μόνη της. Να ξεγλιστρά μέσα από τα χέρια σου. Τη χάνεις. Χάνεται. Μένεις από δυνάμεις και δεν μπορείς να ασχοληθείς ούτε με εσένα, ούτε με… με αυτούς που έχουν την ανάγκη σου — δεν θυμάσαι καν ποιοι ήταν τώρα όλοι αυτοί. Και δεν είσαι πια σε θέση να θυμηθείς καν ποιος ήταν ο λόγος που σου ξεγλίστρησε χθες η ζωή σου. Σήμερα είναι ένα θέμα εθνικό. Χθες ήταν… Δεν θυμάσαι. Κάτι παρόμοιο. Η Τουρκία ίσως; Μα τι σχέση μπορεί να έχει η Τουρκία με εσένα; Ή μήπως ήταν η Αμερική;… Ναι, μάλλον η Αμερική ήταν. Αλλά πώς μπορείς να είσαι σίγουρος με τόσες μπερδεμένες φωνές, με τόσο συνωστισμό, με τόσους μικροφωνισμούς; Ή μήπως ήταν τα δικαιώματα μιας περιθωριακής ομάδας. Για όνομα του καλού Θεού.
Όταν επέστρεψα, στο τραπέζι είχαν καταφτάσει δύο ακόμα μπίρες και συμβιβάστηκα με το γεγονός ότι θα έπρεπε να μείνω λίγο περισσότερο.
«Θα έλεγα ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ», είπα, ξαναπαίρνοντας τη θέση μου κι ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά θα κατάφερνα να κάνω μαζί του μια λογική συζήτηση. «Για τους γκέι στην Ιρλανδία, εννοώ. Στα νιάτα μου ήταν πολύ δύσκολα. Για να είμαι ειλικρινής, ήταν φρικτά. Υποθέτω ότι τώρα είναι πιο εύκολα».
«Δεν είναι», έσπευσε να πει. «Οι νόμοι εξακολουθούν να είναι εναντίον μας· ακόμα δεν μπορείς να περπατήσεις στον δρόμο κρατώντας έναν άλλον άντρα απ' το χέρι χωρίς να ρισκάρεις έναν άσχημο ξυλοδαρμό. Εντάξει, τώρα υπάρχουν βέβαια μερικά μπαρ, δεν είναι πια μόνο το George, και δε χρειάζεται να κρύβεται κανείς όσο κάποτε, αλλά όχι, δε νομίζω ότι είναι ευκολότερο. Ίσως απλώς να μην είναι τόσο δύσκολο να γνωρίσεις ανθρώπους».
Όμως πραγματικά δεν σε νοιάζει. Και πλέον είσαι σίγουρος πως σε βάζουν με το ζόρι να τα ακούς όλα αυτά (τις φωνές, τους μικροφωνισμούς), για να ξεχνάς τη δική σου ζωή, τα δικά σου προβλήματα, τον ίδιο σου τον εαυτό. Και θέλεις να φωνάξεις, «Φτάνει!» αλλά ντρέπεσαι να το κάνεις γιατί οι υπόλοιποι ακούν με προσήλωση το τελευταίο θέμα και φαίνονται απορροφημένοι από αυτό. Τους αρέσει. Τους γεμίζει. Γίνονται οι ίδιοι το Θέμα. Και αυτό είναι ευχάριστο. Νιώθεται. Θα μπορούσες να τους μιμηθείς έτσι και ήσουν λίγο πιο έξυπνος. Θα μπορούσες να αρχίσεις να φωνάζεις και εσύ. Και να ξεχάσεις για μια φορά τα δικά σου. Θα μπορούσες να γίνεις κομμάτι της συμπαγούς μάζας που συγκροτούν οι άλλοι. Εκεί, στο κέντρο της, είσαι σίγουρος πως θα 'χει περισσότερη ησυχία. Είναι παράδοξο, ναι, αλλά στο κέντρο του όχλου —όπως στο μάτι του κυκλώνα— ο θόρυβος, να δεις, καταλαγιάζει.
Είχε εκλεγεί πρώτη φορά βουλευτής στις πιο πρόσφατες εκλογές, ήδη όμως ακουγόταν ότι είχε πολλές πιθανότητες για υπουργικό χαρτοφυλάκιο στο άμεσο μέλλον. Είχε κάνει μερικές καλές ομιλίες, εντυπωσιάζοντας την ηγεσία του κόμματός του, και εμφανιζόταν συχνά στα ΜΜΕ. Στον επόμενο ανασχηματισμό, ήταν βέβαιο ότι θα περνούσε την πόρτα κάποιου υπουργείου, έστω και ως υφυπουργός. Κι αυτό, συνειδητοποίησα, δε θα είχε ξαναγίνει. Ένας γκέι όχι μόνο να εισέρχεται αλλά και να αναρριχάται με εντυπωσιακά γρήγορους ρυθμούς στην πολιτική ζωή της Ιρλανδίας.
Αλλά νά που από εκεί, από το κέντρο του όχλου, βλέπεις πολύ πιο ξεκάθαρα και το Θέμα. Και βλέπεις πολύ πιο ξεκάθαρα και τον Εχθρό. Και, όταν ξέρεις ποιος είναι ο Εχθρός, ο πολυπρόσωπος Εχθρός, δεν έχει σημασία που η ζωή σού γλιστρά από τα δάχτυλα και απομακρύνεται προς το τέλος της χωρίς εσένα. Ναι, είναι πιο όμορφα έτσι. Άλλωστε, δεν υπήρχε κάτι για να διεκδικήσεις, όλα ήταν προδιαγεγραμμένα, όλα είναι εναντίον σου — και οι πολλοί και οι λίγοι: στο τέλος-τέλος, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ειδικά για εσένα. Γιατί να μη γίνεις ομάδα λοιπόν; Γιατί να μη μείνεις όχλος; Γιατί να μην είχες καταλάβει από την αρχή ότι το Πλήθος ήταν κάτι καλό; Ότι το Πλήθος ξέρει;
«Καταλαβαίνεις όμως ότι θα είναι δύσκολο, σωστά;» είπα. «Όντας ομοφυλόφιλος, εννοώ. Δεν ξέρω αν η Ιρλανδία είναι έτοιμη για έναν γκέι υπουργό, πόσο μάλλον για έναν γκέι πρωθυπουργό».
«Όπως είπα, δε βάζω ταμπέλες στον εαυτό μου. Και, βέβαια, υπάρχουν τρόποι να τα παρακάμψεις αυτά».
Κατένευσα, κι άρχισα να σκέφτομαι αν ήθελα ή όχι να μείνω για πολύ ακόμα να κουβεντιάζω μαζί του, όταν μια σκέψη εμφανίστηκε σαν επιφοίτηση στο μυαλό μου. «Να σε ρωτήσω κάτι;» είπα.
«Βέβαια».
«Δε φαντάζομαι να έχεις φιλενάδα, ε;»
Ακούμπησε την πλάτη του πίσω, ξαφνιασμένος από την ερώτησή μου. «Και βέβαια έχω», είπε. «Γιατί να μην έχω; Είμαι εμφανίσιμος, στο άνθος της ηλικίας μου, με σπουδαία δουλειά».
Κούνησα αργά το κεφάλι μου. «Έχεις φιλενάδα», είπα, περισσότερο ως δήλωση παρά ως οτιδήποτε άλλο. «Να υποθέσω λοιπόν ότι ούτε εκείνη ενδιαφέρεται για τις ταμπέλες;»
«Τι εννοείς;»
«Πιστεύει ότι είσαι στρέιτ;»
«Δε νομίζεις ότι αυτή η ερώτηση παραείναι προσωπική;»
«Εσύ μου ζήτησες να βγούμε ραντεβού, Άντριου. Και βγήκαμε. Άρα δε νομίζω ότι είναι παράλογο εκ μέρους μου που ρωτάω».
Το σκέφτηκε για μια στιγμή και σήκωσε τους ώμους. «Δε με έχει ρωτήσει ποτέ κάτι τέτοιο», είπε. «Και σίγουρα αυτό που δεν ξέρει δεν μπορεί να τη βλάψει».
«Α, για όνομα του Θεού», είπα.
«Τι;»
«Το επόμενο που θα μου πεις είναι ότι ετοιμάζεσαι να παντρευτείς».
«Όχι ακόμα, αλλά, μια που το ανέφερες, σύντομα θα το κάνω», είπε. «Παντρευόμαστε τον Ιούλιο που μας έρχεται». […]
Έβαλα τα γέλια. «Τι αριβίστας που είσαι! Γιατί να το παντρευτείς το καημένο το κορίτσι αφού είσαι γκέι;»
«Σου είπα, δε…»
«Δε σου αρέσουν οι ταμπέλες, ξέρω. Ας χρησιμοποιήσουμε όμως μία, έτσι, για τη συζήτηση. Γιατί την παντρεύεσαι αφού είσαι γκέι;»
«Επειδή χρειάζομαι μια σύζυγο», είπε, καθόλου απολογητικά. «Οι ψηφοφόροι μου έχουν αυτή την προσδοκία από μένα. Το κόμμα έχει αυτή την προσδοκία από μένα. Δε θα μπορέσω να κάνω τίποτα χωρίς σύζυγο και παιδιά».
Και ας μη σώσει να αλλάξει τίποτε, τελικά. Και σίγουρα όχι με τη βοήθειά σου. Έχεις τα δικά σου προβλήματα, που είναι μεγάλα και καίρια. Σε πονούν. Είναι τα μεγάλα προβλήματα του Πλήθους. Θα φωνάζεις μόνο για αυτά. Και όχι με τη δική σου φωνή. Αλλά με τη φωνή του Πλήθους.
Παρήγγειλα άλλο ένα ποτό και κάθισα ήσυχα-ήσυχα στη γωνιά του μπαρ κοιτάζοντας τα ζευγάρια και τις παρέες να απολαμβάνουν τη βραδιά τους. Τίποτα δεν αλλάζει, σκέφτηκα. Τίποτα δεν αλλάζει ποτέ. Όχι στην Ιρλανδία.
ΥΓ. Στο σημερινό σημείωμα αντλήσαμε αποσπάσματα από το συγκλονιστικό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Τζον Μπόιν, «Οι αόρατες ερινύες της καρδιάς» (μετάφραση Έφη Τσιρώνη, Εκδόσεις Ψυχογιός).