Μνήμη

Μνήμη

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Υπάρχει ένα μυθιστόρημα συντεθειμένο από επιτάφια ποιήματα, η «Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ», γραμμένη κάτι παραπάνω από έναν αιώνα από σήμερα από τον Έντγκαρ Λι Μάστερς και κυκλοφορημένο στη χώρα μας παλιά από τις εκδόσεις Gutenberg — εξαντλημένο χρόνια τώρα, και δυσεύρετο— στην πολύ όμορφη μετάφραση του Σπύρου Αποστόλου. Ή μάλλον, δεν είναι επιτάφια ποιήματα, όπως αυτά της Παλατινής Ανθολογίας ας πούμε, δεν είναι επιτύμβια επιγράμματα, αλλά ουσιαστικά οι ίδιες οι κουβέντες των νεκρών του Σπουν Ρίβερ, που ξεμυτούν για λίγες στιγμές —για τόσο δα: ένα ψέμα— από τον τάφο τους στο χορταριασμένο νεκροταφείο του χωριού, ίσα-ίσα για να μας πουν με μια λαχτάρα που δεν θέλει να κρυφτεί ποιοι ήταν και πώς πέθαναν. Χωρίς περίσσιες κουβέντες. Άλλωστε, το είπαμε, ο χρόνος τους δεν είναι πολύς: όχι παραπάνω από όσο κρατά μια μεγάλη ανάσα.

Όλα τους μαζί —αρκετά πάνω από διακόσια— τα ποιήματα της ανθολογίας σχηματίζουν μία τοιχογραφία των αλληλοπλεκόμενων ζωών των ανθρώπων που κατοίκησαν εκεί, των ανθρώπων που έζησαν, αγάπησαν, προδόθηκαν, αδίκησαν και αδικήθηκαν στο Σπουν Ρίβερ. Των δικαίων και των αδίκων. Αν και, με κάποιον τρόπο, δεν υπάρχουν πια καλοί και κακοί στο Σπουν Ρίβερ (ακόμη και η απέχθειά μας για τον Ηρώδη έχει εξατμιστεί: η βάρκα του χρόνου έχει τρύπια καρίνα και στάζουν από εκεί τα συναισθήματά μας), υπάρχει μόνο αυτό το μυθιστόρημα των σπαραγμάτων, εκείνα τα λίγα πικραμένα λόγια που θέλουν να μας πουν οι πεθαμένοι, όχι για να τους μάθουμε, ή ίσως στο τέλος-τέλος για να μην ξεχαστούν —όλοι ξεχνιόμαστε, και η λήθη μας, ακριβώς, ποτίζει τη ζωή των άλλων—, αλλά από γινάτι, από το φαρμάκωμα της αδικίας του θανάτου, αυτής της κατάστασης που σβήνει τον λόγο και τη δυνατότητα του λόγου.

Αλλά και για κάτι ακόμη: για να κοιταχτούμε μέσα τους, για να δούμε πως εκείνος εκεί ο άγνωστός μας νεκρός, κι ο παραδίπλα, και ίσως κι εκείνος ο άλλος, που όλοι τους σχετίζονται μεταξύ τους και με όλους τούς υπόλοιπους, είμαστε εμείς. Γιατί, όπως καθετί στη λογοτεχνία, η «Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ» μάς αφορά άμεσα: κάπου μέσα της υπάρχουμε όλοι — οι δυο κουβέντες που λέγονται είναι δικές μας κουβέντες, ζορισμένες, ανεκδίκητες, ειπωμένες με σφιγμένα χείλια, και με πίκρα. Η ζωή, τώρα που χάθηκε, στέκεται δίπλα μας ξεντυμένη, γυμνή, και πάντα —το ξανάπαμε— αδικημένη.

Όμως, από την άλλη, κάθε ποίημα έχει τη δική του ανάγνωση (αυτή εδώ είναι μόνο η δική μου, και είναι πρόχειρη), και καμιά τους δεν είναι καθολική. Κάθε ποίημα πολλαπλασιάζεται-και-είναι όσες και οι φορές που το διάβασαν τα μάτια μας. Κι όταν αυτά χαθούν, όταν στραφούν πετρωμένα αλλού, οι δικές μας αναγνώσεις —κουκουλωμένες με ένα σάλι υφασμένο από τα πικρά χέρια της αδικίας— χάνονται. Έτσι πάει.

Μα πάει πράγματι έτσι; Είναι σίγουρο αυτό; Κι αν τυχόν όχι, πού πάνε εντέλει όλα τα ποιήματα που διαβάσαμε όταν εμείς φεύγουμε; Τι γίνονται; Δεν μπορούμε να τα πάρουμε μαζί μας βέβαια, δεν χωράνε στα χέρια μας. Ίσως —ποιος μπορεί να ξέρει— παραμένουν εδώ. Ίσως, με κάποιον τρόπο, να γίνεται να μείνουν εδώ, κρυμμένα μέσα σε κάποια από τις πολλές, μυστικές από την επιστήμη μας, διαστάσεις του κόσμου. Ίσως να τον λαμπρύνουν, και να μην το μαθαίνει αυτό ποτέ κανείς μας. Και να μη χρειάζεται να το μάθει. Ίσως, ακόμη-ακόμη, δυο ηλεκτρόνια δικά μας, ποτισμένα μέσα σε όλα αυτά τα ποιήματα, να πέρασαν στο σώμα και στο μυαλό και στην ψυχή κάποιου άλλου, όταν τον φιλήσαμε ή όταν του μιλήσαμε στο τηλέφωνο ή όταν απλώς τού νεύσαμε κουνώντας λίγο το κεφάλι και τον ώμο μας για να ξεπιαστούμε. Ή όσο καθόμασταν αμίλητοι και οι δυο — δεν είναι πάντα απαραίτητο να μιλάς για να ακούγεσαι —, κοιτώντας το ποτήρι μας και προσπαθώντας να διακρίνουμε εκεί μέσα το μέλλον, το γραφτό μας. Ίσως έτσι να συνεχίζουν να υπάρχουν.

Γιατί τα ποιήματα που διαβάσαμε εμείς, όπως τα διαβάσαμε, όπως ποτίστηκαν και έβρεξαν τα πόδια τους στο μυαλό μας σηκώνοντας τις φούστες ή γυρίζοντας τα μπατζάκια τους, δεν είναι, ασφαλώς, τα ίδια που διαβάζει κι ένας άλλος. Τα ποιήματα που διαβάσαμε εμείς είναι πια δικά μας, περιβεβλημένα την ουσία μας. Είμαστε εμείς. Τα ποιήματα που διαβάσαμε ίσως, έτσι, να μένουν εδώ, ντυμένα την ουσία μας, όταν εμείς φεύγουμε και να διαβάζονται λίγο μεταμορφωμένα, από την αρχή, από όσους μάς γνώρισαν, μας ζήλεψαν και μας αγάπησαν. Ποιος μπορεί να ξέρει.

Είναι όπως με τις ομάδες. Καμία ομάδα δεν είναι ίδια με αυτό που υπήρξε πέρυσι: έχει αλλάξει. Από πάνω της πέρασαν οι νίκες και οι ήττες της προηγούμενης σεζόν, οι χαρές και οι αποτυχίες, οι θρίαμβοι και τα δάκρυα, οι διασυρμοί και οι προκρίσεις, οι παίκτες που έρχονται και οι παίκτες που φεύγουν. Σαν και εμάς, οι ομάδες αλλάζουν, μεγαλώνουν και εξελίσσονται. Ίσως έτσι να γίνεται και με τα ποιήματα μετά από τις μεγάλες, γενναίες και θριαμβευτικές αναγνώσεις τους όσο ηττώμεθα.

Πάντως σίγουρα έγινε έτσι με τα ποιήματα που διάβαζε και ξαναδιάβαζε ο Χρήστος Γραμματίδης: τα έντυνε με τα δικά του ρούχα, άφηνε επάνω τους εκείνα τα δύο ηλεκτρόνια, που έκτοτε ενώνονταν μαζί τους, ίσως για πάντα. Νομίζω, ήταν δύο ηλεκτρόνια καλοσύνης.

Μέσα σε αυτά τα ποιήματα (τις ταινίες, τα τραγούδια, τα βιβλία) θα διαφυλαχτεί η μνήμη του.

Κι αν ήθελα αυτή τη στιγμή κάτι, θα ήταν ένα μεγάλο βιβλίο γραμμένο από τους φίλους του, ένα ποίημα από τον καθένα τους, με τον τρόπο του Σπουν Ρίβερ. Όχι επικηδείους δηλαδή, αλλά την ίδια τη φωνή του, ξανά και ξανά. Είμαι σίγουρος πως (κάτι τέτοιο, κάτι σπουδαίο) θα γίνει, και θα είναι το τελευταίο του δώρο προς όλους μας.