Ένα μεγάλο τμήμα από τη μικρομεσαία κεφαλαιοποίηση του Ελληνικού Χρηματιστηρίου παρουσιάζει μια άγρια ομορφιά. Άγρια για τους επενδυτές, ομορφιά για τους βασικούς μετόχους. Οι επενδυτές παίρνουν το ρίσκο να βάλουν τα λεφτά τους σε μία εταιρεία που υπόσχεται ανάπτυξη. Αν το εγχείρημα αποτύχει, όλοι αναλαμβάνουν μερίδιο της αποτυχίας. Αν πετύχει; Τότε οι βασικοί μέτοχοι μπορεί και να κρατήσουν την επιτυχία μόνο για τον εαυτό τους! Είναι το γνωστό παιγνίδι «μονά κερδίζω, ζυγά χάνεις».
Ο μικροεπενδυτής της μικρομεσαίας κατηγορίας των εταιριών διατρέχει τρεις μεγάλους κινδύνους: α) να αποκτήσει τίτλους χαμηλής εμπορευσιμότητας και να μην καταφέρει ποτέ να πάρει τα χρήματα του πίσω β) να βρεθεί με ζημιογόνες εταιρίες που βρίσκονται μια ανάσα από το τέλος του βίου τους γ) να αγοράσει μια πραγματικά καλή εταιρία η οποία, όμως, μόλις οι συνθήκες της οικονομίας βελτιωθούν να «την κάνει» από το ταμπλό. Στην τρίτη περίπτωση ο επενδυτής θα βρεθεί - στην καλύτερη περίπτωση - με κάποιο μικρό κέρδος το οποίο θα αντανακλά ένα μέρος της πραγματικής αξίας της εταιρίας.
Η μετοχική ιδέα κακοποιήθηκε βάναυσα στην Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια. Όχι μόνο επειδή οι μετοχές υποχώρησαν. Αυτή, άλλωστε, είναι μια εξέλιξη που βρίσκεται μέσα στον αγοραίο και ενάρετο κύκλο ζωής μιας εισηγμένης αξίας. Η μετοχική ιδέα κακοποιήθηκε επειδή πήγε περίπατο η ηθική υποχρέωση προς τα δικαιώματα των μετόχων της μειοψηφίας. Στις περισσότερες εισηγμένες εταιρίες οι βασικοί μέτοχοι ασκούν διοίκηση – συνήθως μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας τους, απολαμβάνουν stock options, μισθούς και εξοδολόγια, ανεξάρτητα από το αν η χρήση είναι καλή ή κακή. Ο μικρομέτοχος το μόνο που προσδοκά είναι κάποιο μέρισμα και μια υπεραξία που είναι συνάρτηση της κερδοφορίας. Κι αυτό είναι φυσικό, αφού δεν μπορεί ο κάθε ένας να περνάει τιμολόγια ακόμα και για την «άμμο της γάτας» στα βιβλία εξόδων της εταιρίας...
Η έξοδος από το Χρηματιστήριο είναι μέρος του παιχνιδιού, μια καθόλα νόμιμη και προβλεπόμενη διαδικασία. Κατά καιρούς η σχετική νομοθεσία έχει αλλάξει για να κάνει πιο δίκαιο τον προσδιορισμό του «εύλογου» τιμήματος. Αλλά απ’ ότι φαίνεται αυτό δεν είναι αρκετό. Δεν έγιναν πολλά για να περιοριστούν οι αδικίες. Και σίγουρα είναι αδικία να βρίσκεται κάποιος «εκτός» όταν η εταιρεία αρχίζει πραγματικά να αποδίδει κέρδη.
Όταν αναλάβει η νέα διοίκηση του Χρηματιστηρίου θα μπορούσε να βάλει σαν προτεραιότητα το θέμα των προϋποθέσεων ή των όρων για την έξοδο μιας εταιρίας από το ταμπλό. Μέχρι τότε οι επενδυτές θα πρέπει να το πάρουν απόφαση ότι αφού στα τόσα χρόνια δεν έγινε κάτι θετικό, η αναμονή τους μάλλον δεν θα έχει αποτέλεσμα. Σε μια ανοδική αγορά που υπάρχουν ακόμα επιλογές, το κόστος παραμονής σε μια εταιρία που δεν έχει χρηματιστηριακή κουλτούρα είναι τελικά σημαντικό.
Θανάσης Μαυρίδης