Το σημερινό σημείωμα είναι επί προσωπικού. Απέφυγα να το κάνω εδώ και μήνες, επειδή θέλησα να έχω μια απόσταση από τα γεγονότα. Θα σας μιλήσω, λοιπόν, για τη ΜΕΘ. Για την ώρα που κλείνουν πίσω σου οι πόρτες και έχεις αφήσει το πορτοφόλι σου και την ταυτότητά σου στην γραμματεία. Από εκείνη την ώρα δεν είσαι ο Θανάσης, ο Κώστας, η Μαρία. Είσαι «όμηρος» στα χέρια της πιο ύπουλης ασθένειας που έχει εμφανισθεί τα τελευταία χρόνια…
Θυμάμαι να με ενημερώνουν στο δωμάτιο ότι θα μπω στη ΜΕΘ και να συνομιλώ στη συνέχεια με τη σύζυγό μου: «μπαίνω στη ΜΕΘ». Δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμη τι σήμαινε αυτό. Ούτε και θυμάμαι τι ακριβώς έγινε στη συνέχεια. Ίσως, να φταίνε γι αυτό τα πολλά φάρμακα που πήρα. Η εικόνα πάντως που έχω είναι ότι έφυγα από το δωμάτιο και ένας γιατρός σε ένα απροσδιόριστο χρόνο είπε ένα «όχι ρε π…… μου» και στη συνέχεια σκοτάδι. Τίποτα…
Ξύπνησα έπειτα από τέσσερεις μέρες. Ή καλύτερα, τότε με έβγαλαν από τη διασωλήνωση. Λίγο πριν ξυπνήσω είδα ένα όνειρο: Ήμασταν, λέει, πολλοί άνθρωποι μέσα στο νερό και είχαμε όλοι δαγκώσει την άκρη μιας μεγάλης ξύλινης ρόδας. Η ρόδα γύρισε και κάθε φορά έβγαινε κάποιος στην επιφάνεια και τον τράβαγαν έξω.
Ξύπνησα. Δεν ήξερα ποιος είμαι. Δεν θυμόμουν εκείνη τη στιγμή το όνομά μου ή πως είχα φτάσει εκεί. Σαν να γεννιέμαι για πρώτη φορά. Ωστόσο, είχα έντονο το αίσθημα της αυτοσυντήρησης. Μπορεί να μη γνώριζα ποιος ήμουν, αλλά ήμουν σίγουρος ότι θα έκανα τα πάντα για να επιβιώσω.
Προσπάθησα να κουνήσω τα χέρια μου. Αδύνατον! Ούτε χέρια, ούτε πόδια. Είχα μία τρομερή αδυναμία. Δεν μπορούσα καν να διαπιστώσω αν το σαγόνι μου ήταν σπασμένο, όπως πίστευα ότι είχε συμβεί όση ώρα η μεγάλη ρόδα με τραβούσε για να βγω … από το νερό στην επιφάνεια. Σιγά – σιγά άρχισα να θυμάμαι! Αλλά σιγά – σιγά. Στο κάτω – κάτω της γραφής δεν ήταν εκείνη την ώρα η πρώτη μου προτεραιότητα. Είχα άλλα πράγματα να κάνω. Όπως να ζητήσω νερό. Το νερό μου έλειπε μόνο…
Ήμουν στη ΜΕΘ, αλλά δεν ήμουν κοιμισμένος. Ήμουν ξύπνιος και γύρω μου πολλοί άνθρωποι κοιμισμένοι. Και άλλοι πονεμένοι, περισσότερο απ’ όσο ήμουν εγώ. Η ΜΕΘ δεν είναι ένα οποιοδήποτε τμήμα ενός νοσοκομείο. Μοιάζει περισσότερο με καθαρτήριο. Κάποιοι φεύγουν από εκεί και πάνε στον άλλο κόσμο και κάποιοι άλλοι για άγνωστο λόγο μένουν πίσω. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι η ΜΕΘ για έναν άνθρωπο που είναι ξύπνιος και έχει τις αισθήσεις του μυρίζει θάνατο. Εκεί έχεις την απόλυτη αίσθηση ότι μπορείς να φύγεις ανά πάσα ώρα και στιγμή. Όπως μπορείς και να πάρεις και εξιτήριο. Σας διαβεβαιώνω ότι δεν ήταν ευχάριστη η διαμονή. Γι αυτό και μόλις μπόρεσα να αρθρώσω δύο κουβέντες είπα «θέλω να πάω σπίτι μου». Έτσι πίστευα ότι θα άφηνα πίσω μου τον θάνατο. Ήθελα να φύγω από εκεί και να συναντήσω και πάλι τη σύζυγό μου και τα παιδιά μου. Μέρα με την ημέρα αυτό έγινε εμμονή. Ίσως, ήταν και ο μόνος τρόπος για να μην μένω σε αυτά που έβλεπα γύρω μου…
Και λες και το ήξερα! Τρεις μέρες μετά άρχισαν τα προβλήματα, οι επιπλοκές. Τα νεφρά, ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις. Κάθε μέρα και κάτι καινούργιο. Νέα φάρμακα, πολλά φάρμακα. Και αϋπνίες. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες πέρασαν χωρίς να κλείσουν τα μάτια μου. Επειδή κάθε φορά που τα έκλεινα έβλεπα εφιάλτες. Και κάθε μέρα που περνούσε με έκανε να πιστεύω ότι δεν θα βγω ποτέ από εκεί μέσα. Και όσο το συνειδητοποιούσα, τόσο πιο έντονη ήταν η επιθυμία μου να σηκωθώ, να περπατήσω και να φύγω τρέχοντας για το σπίτι μου. Άσχετα αν δεν μπορούσα καλά – καλά να σηκώσω ακόμη το χέρι μου. Κι ας είχα κλείσει δεκαπέντε μέρες στη ΜΕΘ.
Πριν μπω στο νοσοκομείο μιλούσα και εγώ και έγραφα για τους ήρωες που αγωνιζόντουσαν για την υγεία των συμπολιτών μας. Κάτι σαν τα ενθουσιώδη κείμενα που γράφονται για τους στρατιώτες εν καιρώ πολέμου. Η αλήθεια είναι ότι συνάντησα ανθρώπους και όχι υπέρ – ήρωες. Ανθρώπους πρόθυμους, αλλά και απρόθυμους. Ανθρώπους που ήθελα να τους φιλήσω το χέρι και το μάγουλο και άλλους που ήθελα να σηκωθώ και να τους δείρω. Θυμάμαι καλά ότι όταν βγήκα από το νοσοκομείο ήθελα να γράψω ένα κείμενο για τα δικαιώματα των ασθενών. Για το δικαίωμα στην ενημέρωση. Αλλά δεν το έκανα. Επειδή βρισκόμουνα εν βρασμώ ψυχής.
Αν πάντως ο ιατρικός κόσμος θέλει να αποκλείσει κάποιους από τον ρόλο του μικρού Θεού, μπορεί να θεσπίσει κανόνες. Θα μου πείτε, τι να προλάβουν οι άνθρωποι. Δεν είναι έτσι. Με θυμάμαι να πονάω επί οκτώ ώρες, να μετράω σε κάθε ανάσα τον πόνο μου και να μην έρχεται ένας γιατρός να μου εξηγήσει για ποιόν λόγο συνέβαινε αυτό. Ήταν πραγματικά άδικο. Για όλους… Δύο κουβέντες θα ήταν αρκετές. Του τύπου «Δεν μπορούμε να σας κοιμίσουμε γι αυτό τον λόγο. Ξέρω ότι πονάτε, κάντε υπομονή»! Μεγάλη συζήτηση. Δεν προσπαθώ να ακυρώσω τον αγώνα (πολλές φορές πράγματι υπεράνθρωπο) των ανθρώπων, αλλά κάτι δεν ήταν σωστό σε όλη αυτή την διαδικασία.
Κοντεύουν δέκα μήνες από την «έξοδο». Ακόμη και σήμερα πετάγομαι τα βράδια από το κρεβάτι μου με κρίσεις πανικού. Εξακολουθώ και κάνω κινησιοθεραπεία και προσπαθώ να αντιμετωπίσω τα προβλήματα που άφησε ο ιός στα νεφρά. Εκείνο που πραγματικά με τρομάζει είναι η πιθανότητα να ξαναμπώ στη ΜΕΘ. Να περάσω άλλη μια φορά από το «καθαρτήριο». Την πρώτη φορά γύρισα για κάποιον λόγο πίσω. Φοβάμαι, λοιπόν, μήπως με φωνάξουν και μου πουν «συγνώμη, κάναμε λάθος πριν». Και με τρομάζει η άγνοια που διακατέχει πολλούς συμπολίτες μας, που ακόμη πιστεύουν ότι πρόκειται για μία γρίπη. Ότι η ΜΕΘ δεν αφορά αυτούς, αλλά κάποιους άλλους. Τους εύχομαι να μην χρειαστεί να διαπιστώσουν την αλήθεια του σημερινού σημειώματος…
Θανάσης Μαυρίδης
[email protected]