Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Το θέμα του σημερινού σημειώματος θα ήταν εντελώς διαφορετικό, αλλά η ξαφνική περιπέτεια υγείας του Πέτρου Τατσόπουλου μου αφαίρεσε κάθε όρεξη για να το συντάξω. Γιατί το βρήκα, ξαφνικά, λίγο. Πολύ λίγο. Και χλιαρό? και μέτριο.
Δεν είναι η πρώτη φορά. Μπροστά σε μια τέτοια αναποδιά, όταν η ζωή σε αναγκάζει να δεις ποια είναι η αλήθεια πίσω από τα λογής παραπετάσματα της καθημερινότητας —κάτι ομιλούσες κεφαλές στην τηλεόραση, η πολιτική, οι διεκδικήσεις, οι ντεμέκ διεκδικήσεις σαν τη σημερινή με την ψευδοαπεργία, κι άλλα χίλια τέτοια, κι εκατό χιλιάδες—, όταν τύχει να συμβεί κάτι που για μια στιγμή σε κοκαλώνει, απλώς δεν γίνεται να συνεχίσεις αμέσως να φοράς τη μάσκα σου. Θα την ξαναφορέσεις ασφαλώς, καθώς αύριο θα 'ναι μια άλλη μέρα, και καθώς κάθε αύριο θα 'ναι μια άλλη fucking μέρα, και, ναι, πάντα θα αναγκάζεσαι να την ξαναφορέσεις για να συνεχίσεις κι εσύ. Που είσαι κομμάτι τού σήμερα.
Αλλά για λίγο την αφήνεις στην άκρη.
* * *
Με τον Τατσόπουλο, τον δικό μας Πετράν, γνωριζόμαστε πάνω από τριάντα χρόνια τώρα, και οι ηλικίες μας είναι πολύ κοντά. Όπως άλλωστε με όλη τη γενιά των καλών φίλων από εκείνους τους καιρούς, που στο μυαλό μας τους λέμε «τα χρόνια της Καλλιδρομίου». Και, ναι, ας το παραδεχτώ: ένα πρόβλημα υγείας ενός φίλου μου από εκείνα τα χρόνια με ανατριχιάζει διπλά γιατί με αφορά και διπλά. Δεν είναι «μόνο» ο φίλος και κάποιος που πια αγαπάς και τον γνοιάζεσαι από μακριά: είσαι κι εσύ σ' αυτή την εξίσωση. Και σου 'ρχεται να τσιμπηθείς και να ξεφυσήσεις και να αναστενάξεις διπλά. Παίζεις στο ίδιο γήπεδο, γιατί είστε το ίδιο. Η ίδια πρώτη ύλη.
Γιατί είστε πια το ίδιο εύθραυστοι. Και το ίδιο τρομαγμένοι.
* * *
Κι ακόμα-ακόμα, στην πολύ προσωπική σου αυτή τοιχογραφία —που εντέλει είναι βέβαια ένα fresco—, έχετε και κάτι άλλο κοινό. Ας πούμε νά: τα βιβλία.
Γι' αυτό, κι επειδή πραγματικά ταράχτηκα με τον Πέτρο, όχι απλώς δεν θα γράψω το σημείωμα που ήτανε να γραφτεί κανονικά σήμερα, αλλά θα το πετάξω κιόλας. Η ζωή είναι πολύ ντελικάτη για να τα σηκώνει πάντα όλα. Κι αφού τού ευχηθώ κι από δω περαστικά, κι επειδή οι περισσότεροι τον ξέρουν σαν πολιτικό, επιτρέψτε μου δύο «απευθύνσεις» και θα κλείσω νωρίς για σήμερα.
Στους μεν «περισσότερους», να θυμούνται πάντα πως ο Τατσόπουλος είναι ένας συγγραφέας, ένας πρώτης γραμμής συγγραφέας, που καταδέχτηκε κάποια στιγμή στη ζωή του να ασχοληθεί με την πολιτική. Και που το έκανε έχοντας μόνο να χάσει από όλο αυτό.
Και στους δε νέους ομοτέχνους του των χαμηλών τόνων —αλλά όχι μόνο στους συναδέλφους του πεζογράφους και στα παιδιά που γράφουν: σε όσους ασχολούνται με την τέχνη γενικά, ό,τι και να κάνουν— θέλω με την ευκαιρία αυτή, γιατί νιώθω πως είναι κατάλληλη η ώρα, να τους πω να μη φοβούνται, να μην ντρέπονται και να πάψουν να είναι μαζεμένοι και συνεσταλμένοι. Όχι να γίνουν «ψώνια». Όχι αυτό. Προς Θεού. Αλλά να πανηγυρίζουν αυτό που κάνουν, και να το πανηγυρίζουν με την ψυχή τους. Είναι πολύ, και είναι σπουδαίο. Να ξέρουν πως από το πουθενά έφτιαξαν έναν κόσμο, ή πολλούς. Και πως δεν το κάνουν πολλοί αυτό, κι ούτε μπορούν να το κάνουν πολλοί, ή ο καθένας. Γιατί δεν γίνεται να γίνει ούτε από τους πολλούς, ούτε από τον καθένα. Ναι, δεν είναι πολιτικοί, δεν είναι μηχανικοί, δεν χτίζουν γέφυρες ούτε φτιάχνουν μηχανές. Δεν προγραμματίζουν στον υπολογιστή. Δεν σώνουν κόσμο στα νοσοκομεία. Δεν είναι επιστήμονες, αγρότες, τεχνικοί, μαστόροι ή ό,τι άλλο θες. Αλλά μπορεί να κάνουν κάτι ισάξιο με όλα αυτά — ποιος ξέρει; και ποιος μπορεί στ' αλήθεια να τους το αρνηθεί; Μπορεί να ξυπνούν και να σκοτώνουν εφιάλτες. Μπορεί να γίνονται παραμυθία για έναν ξένο τους και άγνωστο — ή για εκατό, και για χίλιους. Μπορεί να κάνουν θαύματα.
Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο.
* * *
Περαστικά, Πετράν, όλα θα πάνε καλά — κι εσείς όλοι: τον νου σας. Έχουμε να κυνηγήσουμε φάλαινες.