Οι διερευνητικές συνομιλίες (exploratory talks) αποτελούν ένα γνωστό και καταρχήν χρήσιμο εργαλείο σε πολλά περιβάλλοντα και για πολλά ζητήματα. Διατηρώντας ανοικτές τις διόδους επικοινωνίας, βοηθούν στην αποφυγή παρανοήσεων και παρεξηγήσεων, προσφέρουν πεδίο για ανταλλαγή πληροφοριών και – υπό προϋποθέσεις – διαμορφώνουν προοπτικές όχι για κτίσιμο «εμπιστοσύνης», όπως επιπόλαια γράφεται μερικές φορές, αλλά για αποφυγή των χειρότερων σεναρίων.
Στα ελληνοτουρκικά, οι προσδοκίες για τις διερευνητικές παραμένουν περιορισμένες αλλά ο χρονισμός δεν παύει να είναι εξαιρετικά κρίσιμος. Κυρίως για την Άγκυρα. Πρώτον λόγω της νέας αμερικανικής προεδρίας (για την οποία έχουμε γράψει) και βέβαια, δεύτερον, ενόψει της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ τον Μάρτιο όπου οι σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας θα είναι στο τραπέζι. Η ωμή πραγματικότητα σήμερα είναι ότι η Τουρκία χρειάζεται ένα πιστοποιητικό καλής διαγωγής. Οπότε η ελληνική προσέγγιση στις διερευνητικές οφείλει να τις τοποθετήσει στρατηγικά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εξυπηρέτησης των ελληνικών συμφερόντων, αποφεύγοντας επαφές σε υψηλότερο επίπεδο και εστιάζοντας στην άρνηση της άλλης πλευράς – εφόσον εκδηλωθεί – να επικεντρωθεί σε θέματα υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
Σε αυτή την πολυπαραγοντική εξίσωση, ο ρόλος της Γαλλίας γίνεται ολοένα πιο απαραίτητος για την ενίσχυση της θέσης της Ελλάδας στις ευρύτερες ισορροπίες στην περιοχή. Αντίθετα από ό,τι υποστηρίζεται από διάφορες μυωπικές οπτικές, η συμφωνία με τη Γαλλία για τα Rafale και άλλες που μπορεί να ακολουθήσουν είναι πιο απαραίτητες από ποτέ, καθώς παρά το αδιαμφισβήτητο αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων και τις δυνατότητες των οπλικών συστημάτων της Ελλάδας, μια δεκαετία οξύτατης οικονομικής κρίσης και περικοπών έχει αφήσει σημάδια. Και μια άμεση ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της Ελλάδας με παράλληλη εμβάθυνση των συνεργασιών με την Γαλλία, είναι σήμερα αναγκαία. Πολλώ δε μάλλον όταν τα παραπάνω μαζί με την έμπρακτη γαλλική παρουσία στην Αν.Μεσόγειο συνεισφέρουν στη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων που μπορεί να βοηθήσουν την ηγεσία της Τουρκίας να αντιληφθεί ότι οι πολεμικές ιαχές, δεν οδηγούν πουθενά.
Ταυτόχρονα με τα παραπάνω η Ελλάδα θα πρέπει να προετοιμάζεται για μια παρελκυστική πολιτική από την Τουρκία, καθώς και να είναι έτοιμη να συμμετάσχει σε μια ευρωτουρκική διαδικασία διαλόγου με τρόπο εποικοδομητικό αλλά και προσανατολισμένο στα εθνικά της συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η χίμαιρα ενός δεύτερου Ελσίνκι
Αυτό σημαίνει ότι μια στρατηγική «Ελσίνκι 2» δεν είναι πια εφικτή, όσο και αν γοητεύει η απατηλή ασφάλεια των επαναλήψεων. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999) σήμανε την έναρξη μιας – τελικώς ατελέσφορης για τον ένα ή τον άλλο λόγο – ελληνικής προσπάθειας να χρησιμοποιηθεί θετικά η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας ως μέσον πίεσης επί της Άγκυρας ώστε να τροποποιήσει τις θέσεις της στα ειδικότερα ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα και την Κύπρο. Ανεξαρτήτως των αιτίων και συνθηκών που μπορούν να ερμηνεύσουν αυτή την έκβαση, σήμερα η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας είναι κατ’ ουσίαν όχι απλώς παγωμένη αλλά νεκρή. Άλλωστε η στάση της επίσημης Τουρκίας απέναντι στην ΕΕ είναι πλέον καταφανώς προσχηματική.
Κατά συνέπεια το εγχείρημα σήμερα τίθεται σε άλλη βάση (όχι στην ένταξη) και είναι πολύ περισσότερο σύνθετο: θα πρέπει η Τουρκία να πειστεί για ένα καθεστώς σχέσεων το οποίο να αποτελέσει, ταυτόχρονα, κίνητρο και για συμμόρφωση ως προς τα ειδικότερα θέματα που μας απασχολούν. Με άλλα λόγια, το ζήτημα σήμερα είναι κατά πόσον μια νέα συνολική προσέγγιση της σχέσης ΕΕ-Τουρκίας στο νέο περιβάλλον και με τα νέα δεδομένα μπορεί να περιλαμβάνει και όρους για τα ελληνοτουρκικά και πώς αυτοί οι όροι θα καταστεί δυνατό να τύχουν εφαρμογής.
Πέρα από την Γαλλία και την Αυστρία, ήδη σε ηγετικούς κύκλους της CDU-CSU διατυπώνονται και επιχειρήματα για την ανάγκη υιοθέτησης εναλλακτικών σεναρίων για τη μελλοντική σχέση ΕΕ – Τουρκίας. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει ενδιαφέρον σημείο εκκίνησης ή, αντίθετα, να λειτουργήσει εντελώς αποπροσανατολιστικά: Η Τουρκία δεν είναι απλώς χώρα με την οποία η ΕΕ επιθυμεί να διαμορφώσει ένα πλαίσιο περαιτέρω εμπορικής και οικονομικής σύμπλευσης. Είναι και χώρα η οποία συστηματικά απειλεί το status quo στην περιοχή και διατηρεί σχέσεις έντασης και δυνητικά σύγκρουσης τουλάχιστον με δυο κράτη-μέλη της Ένωσης. Δεν μπορεί να είναι αποδεκτή από την Ελλάδα μια ειδική σχέση που θα επιτρέπει στην Τουρκία – εκτός πια ενταξιακής πορείας και προοπτικής – πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά χωρίς να της επιβάλλει (α) στοιχειώδεις υποχρεώσεις για το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα και (β) πλήρως διασαφηνισμένες υποχρεώσεις για τους όρους καλής γειτονίας και την απόρριψη προσφυγής στη βία ως μέσον επίλυσης διαφορών.
Η μετεξέλιξη της τελωνειακής ένωσης πρέπει να αποτελέσει κομμάτι αυτής της συνολικής νέας προσέγγισης και όχι οριοθετημένο πεδίο πολιτικής το οποίο – εξ ορισμού – αποτελεί καταρχήν συμφέρουσα για την Άγκυρα διευθέτηση. Με δεδομένο ότι η Σύνοδος Κορυφής του Δεκεμβρίου εξουσιοδότησε τον Μπορέλ να καταρτίσει ένα συνολικό σχέδιο για τις σχέσεις με την Τουρκία, είναι κρίσιμο για την Ελλάδα να καταθέσει ένα διεξοδικό και πειστικό σχεδίασμα. Παρότι είναι αμφίβολη η λήψη κρίσιμων αποφάσεων τον Μάρτιο, θα είναι σημαντικό άμεσα αλλά και μεσοπρόθεσμα να υπάρχουν ελληνικές προτάσεις και να έχει ξεκινήσει η διαδικασία ζυμώσεων με τους εταίρους.
Στο επίπεδο της συνολικής νέας σχέσης ΕΕ – Τουρκίας, παρότι είναι γνωστές και δεδομένες οι δυσκολίες που σχετίζονται με την υιοθέτηση μέτρων των οποίων η επιβολή είναι αυτόματη, θα πρέπει από την ελληνική πλευρά να υποστηριχθεί σθεναρά μια μορφή αποτελεσματικών και προβλέψιμων μηχανισμών αντίδρασης σε παραβιάσεις των όρων που προαναφέρθηκαν. Η ύπαρξη ενός μηχανισμού επιβολής μέτρων ή αναστολής δικαιωμάτων πρόσβασης που θα εμπεριέχει και χαρακτηριστικά αυτόματης ενεργοποίησης θα είναι αναγκαία συνθήκη για κάθε πλαίσιο ειδικής σχέσης στην περίπτωση της Τουρκίας.
Σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί να βοηθήσει το κλίμα που έχει διαμορφωθεί εξαιτίας των τουρκικών επιδιώξεων και χειρισμών. Ακόμη και οι πλέον προσεκτικοί διεθνείς αναλυτές συγκλίνουν στην άποψη ότι η ΕΕ δεν μπορεί πια να προσεγγίσει την τουρκική επιθετικότητα μόνον με μέσα ήπιας ισχύος, προκρίνοντας ένα συνδυασμό αποφασιστικότητας και θετικής υποβοήθησης των τάσεων συνεργασίας.
Εν κατακλείδι
Θα πρέπει να διαμορφωθεί με τη συμβολή και της Αθήνας ένα μελλοντικό εταιρικό καθεστώς ΕΕ-Τουρκίας που θα μας βγάλει από το επικίνδυνο αδιέξοδο της δήθεν ενταξιακής πορείας. Με δεδομένη την μεσοπρόθεσμη ανυπαρξία ενός πραγματικού ενταξιακού σεναρίου, χρειάζεται εξειδίκευση μιας ειδικής σχέσης η οποία όμως δεν θα παρακάμπτει το δύσκολο, γεωπολιτικό θέμα του τουρκικού αναθεωρητισμού και άρα θα εστιάζεται και σε εγγυήσεις και μηχανισμούς που να ενισχύουν την προβλεψιμότητα στις σχέσεις με την Άγκυρα.
Στο μέτρο που είναι πιθανό ένα επίπεδο αυξημένης δυσκολίας στις σχέσεις της Άγκυρας με τη νέα διοίκηση στην Ουάσιγκτον, οι δυνάμεις στο εσωτερικό της Τουρκίας που επιθυμούν την επανασύνδεση με τη Δύση δεν μπορούν να αγνοήσουν την ευρωπαϊκή διάσταση. Οι δυνάμεις αυτές – ιδιαιτέρως εξασθενημένες αλλά υπαρκτές – βλέπουν με ανησυχία ότι οι σχέσεις της χώρας τους με τη Δύση ενδέχεται να διαρραγούν ή να περάσουν από οξεία κρίση πριν μια ενδεχόμενη μελλοντική βελτίωση. Σε αυτό το πλαίσιο και παρόλες τις προφανείς αντιξοότητες, η σχέση με την όποια κοινωνία πολιτών στην Τουρκία θα παραμένει σημαντικός παράγοντας για την ενίσχυση των ευρωπαϊκών προοπτικών της.
Παρότι η συμβολή στη διαμόρφωση ενός ειδικού ευρωπαϊκού πλαισίου για την Τουρκία οφείλει να είναι ανάμεσα στις βασικές στρατηγικές βλέψεις μας, θα πρέπει να παραμείνει σαφής η γενικότερη προσέγγισή μας στη διάσταση του χρόνου. Εφόσον τον αξιοποιήσουμε σωστά, με ουσιαστική ενίσχυση των αποτρεπτικών ικανοτήτων της χώρας και ενδυνάμωση επιμέρους συμμαχιών, ο χρόνος ευνοεί την ανάδειξη της σχετικής υπεροχής της θεσμικά ωριμότερης Ελλάδας απέναντι σε μια Τουρκία που γίνεται περισσότερο αυταρχική, θεσμικά απαξιωμένη και εισέρχεται σε φάση βαθύτερης και απρόβλεπτης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Δεν υπάρχουν πειστικά επιχειρήματα υπέρ της άποψης ότι είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας μια συνολική «λύση» το συντομότερο δυνατό. Αυτό για το οποίο αξίζει να προσπαθήσουμε, είναι η προσεκτική διαμόρφωση των συνθηκών για την επίτευξη βιώσιμης ειρήνης με την Τουρκία σε μια γειτονιά του πλανήτη που θα παραμείνει ρευστή. Με δυο λόγια, το μόνο που αξίζει – πέρα από πυροτεχνήματα για γρήγορες «λύσεις» – θα πάρει χρόνο, τον οποίο όμως η ελληνική πλευρά θα πρέπει να αξιοποιήσει.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ