Δεν είναι η «αντεπίθεση του Μεγάλου Κράτους» το μόνο άξιο σχολιασμού για τις 100 πρώτες μέρες της προεδρίας του Τζο Μπάιντεν. Εξίσου ενδιαφέρον δείχνει το μοντέλο του ηγέτη που δείχνει να δημιουργεί.
Στον αντίποδα των χαρισματικών φιλελεύθερων σαραντάρηδων τύπου Μακρόν, Τριντό, Μπλερ, ο Τζο Μπάιντεν πορεύτηκε τις 100 πρώτες ημέρες όπως και στην καμπάνια του: ως «παλιά καραβάνα της πολιτικής».
Ο ηλικιωμένος, παλαιός γνώριμος στα πολιτικά πράγματα της χώρας του, αυτός που όλοι ξέρουν «από που κρατάει η σκούφια του», ο τύπος που στις καμπάνιες σφίγγει χέρια, ξέρει αρκετούς από τους πιο πιστούς του οπαδούς του στον τόπο εκλογής του με το μικρό τους όνομα, εκκλησιάζεται συστηματικά μόνος του επειδή είναι γνήσιος πιστός, ο άνθρωπος που επιδεικνύει ένα φοβερό ρίφλεξ στο να γίνεται ο καθρέφτης των συναισθημάτων του συνομιλητή του, αυτό που στην επικοινωνία λέμε mirroring.
Όμως, ο Μπάιντεν δεν είναι απλώς το «γέρικο σκυλί που δεν μπορείς να του διδάξεις νέα κόλπα», όπως λένε οι Βρετανοί, ένας πρόεδρος που απλώς κάνει ό,τι ήδη ξέρει. Ο ίδιος και η ομάδα του δείχνουν να έχουν απαντήσει στην πιο δύσκολη ερώτηση που οφείλει να απαντήσει ο κάθε νικητής εκλογών αν είναι σοβαρός πολιτικός και η ερώτηση αυτή δεν είναι άλλη από το γιατί κέρδισε εκείνος τις εκλογές και όχι ο αντίπαλός του.
Ο Μπάιντεν ξέρει ότι είναι ο αντίπαλός του που έχασε και όχι ο ίδιος που κέρδισε, κάτι που ίσως και να μην είχε συμβεί χωρίς το ξέσπασμα της πανδημίας και των κοινωνικών και φυλετικών ταραχών που συντάραξαν τη χώρα για μήνες. Πάνω απ’όλα όμως δείχνει να γνωρίζει τις προκλήσεις που θέτει στον νικητή κάθε οριακή νίκη, όπως ήταν η δική του.
Με τις ενδιάμεσες εκλογές (midterms) του Νοεμβρίου του 2022 μπροστά του, ξεκίνησε τη θητεία του τείνοντας το χέρι σε όλους τους Αμερικανούς, κυρίως αυτούς που δεν τον ψήφισαν, στους πολλούς Ρεπουμπλικανούς που πιστεύουν ότι στις προεδρικές εκλογικές του 2020 έγινε νοθεία, σε αυτούς που αισθάνονται ότι απειλείται η ταυτότητά τους όπως την ορίζει ο καθένας ξεχωριστά.
Τα τρισεκατομμύρια κρατικού χρήματος που θα διαθέσει δεν αρκούν από μόνα τους για να κλείσουν τις πληγές. Κι αυτό ο Μπάιντεν το ξέρει γιατί είναι παλιά καραβάνα.
Ο Μπάιντεν ήρθε για να μας επανασυστήσει το μοντέλο του κλασικού πολιτικού κόντρα στο μοντέλο του φανταιζί τεχνοκράτη που βγάζει επιδεικτικά τη γλώσσα στις ιδεολογίες και τις διαχωριστικές γραμμές που λειτούργησαν ως ραχοκοκαλιά των πολιτικών συστημάτων όπου γης, του τεχνοκράτη που καβάλησε το κύμα της έξαψης που δημιούργησε στους λαούς η ψηφιακή τεχνολογία, του τεχνοκράτη συχνά αφελώς δείχνει να πιστεύει πως όλα τα προβλήματα της κοινωνίας θα λυθούν με μια εφαρμογή κινητού τηλεφώνου.
Βασικά, αυτό που ο Τζο Μπάιντεν ξέρει είναι ότι στο τέλος κάθε ημέρας θα πρέπει να λέει μια ιστορία.
Γιατί αυτό είναι η πολιτική. Η πολιτική λαμβάνει υπόσταση μονάχα ως διαμεσολαβημένο μήνυμα. Ακόμα κι αν ψηφιστεί ο αποτελεσματικότερος και δικαιότερος νόμος, ακόμα κι αν επιλυθεί το σημαντικότερο πρόβλημα και μάλιστα επ ωφελεία της πλειοψηφίας, θα παραμείνουν κενά νοήματος, δεν θα υφίστανται καν αν κάποιος δεν τα εξηγήσει, δεν τα αφηγηθεί.
Ο κόσμος της πολιτικής χτίζεται με λέξεις, με πολλές λέξεις, με ένα εγκάρδιο χαμόγελο, με ένα βλέμμα που ακτινοβολεί συμπάθεια, ένα πρόσωπο που γίνεται ο καθρέφτης για να δει ο πολίτης την καλύτερη, την πιο ευτυχισμένη εκδοχή του εαυτού του.
Στη στήλη αυτή παραμένουμε φανατικά υπέρ των τεχνοκρατών, της εξειδικευμένης γνώσης, της χρήσης της τεχνολογίας όπου αυτό είναι δυνατόν, γιατί τα σύγχρονα προβλήματα είναι σύνθετα και δεν επιλύονται με χειραψίες και χαμόγελα. Δεν ξεχνάμε όμως πως οι πολίτες θέλουν να ακούσουν μια ιστορία με πρωταγωνιστές τους ίδιους, μια ιστορία που η πλοκή της τους θέλει να ζουν το παρόν και το μέλλον ευτυχείς, μαζί με τα παιδιά τους, τους φίλους τους, τους γείτονές τους.
Οι νεότεροι και κυρίως οι νεοφώτιστοι της πολιτικής έχουν πολλά να διδαχθούν πολλά από αυτόν τον γλυκύτατο «παππού» που δεν κουνάει ποτέ το δάχτυλο που θέλει να κερδίζει την εμπιστοσύνη και την εκτίμηση καθημερινά και πίσω από το καλόκαρδο χαμόγελο δείχνει να κρύβει μια ατσάλινη πεποίθηση ότι αν δοξαστεί θα είναι επειδή θα έχει υπηρετήσει με ταπεινοφροσύνη το λαό ο οποίος είναι ο μόνος που θα μπορεί να βεβαιώσει τη δόξα του. Γιατί πάντα ο λαός και μόνο ο λαός είναι αυτός που βεβαιώνει τη δόξα και όχι δέκα αυλοκόλακες.