Θετικά αποτελέσματα από τις πολιτικές που ήδη εφαρμόζει, αλλά και από αυτές που προτίθεται να εφαρμόσει στο μέλλον η ελληνική κυβέρνηση, αναμένει η Νίκολα Τζέιμς, συνεπικεφαλής αξιολόγησης παγκόσμιων κρατικών αξιόχρεων (Co-Head of Global Sovereign Ratings) της DBRS Morningstar. Η Ν. Τζέιμς επισημαίνει ως θετική εξέλιξη την πλήρη άρση των capital controls, το αναπτυξιακό νομοσχέδιο που στοχεύει στη μείωση της γραφειοκρατίας, την εφαρμογή του «Ηρακλή» για τα κόκκινα δάνεια, αλλά και τη γενικότερη αλλαγή μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής προς υποστήριξη της ανάπτυξης.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αναλύτρια της DBRS Morningstar εμφανίζεται αισιόδοξη για την επιτάχυνση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2020, υπογραμμίζοντας ωστόσο τους ευρύτερους διεθνείς και, κυρίως, γεωπολιτικούς κινδύνους. Αναφορικά με την αξιολόγηση του ελληνικού Δημοσίου και την αναβάθμιση σε «επενδυτική βαθμίδα», η κυρία Τζέιμς δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ακόμη και έκτακτων αναβαθμίσεων, σε περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση ανεβάσει ταχύτητα και φέρει καλύτερα από τις εκτιμήσεις αποτελέσματα.
Σημειώνεται ότι ο καναδικός οίκος που εξαγοράστηκε τον περασμένο Ιούλιο από την αμερικανική Morningstar, είναι πλέον ένας από τους τέσσερις οίκους αξιολόγησης που λαμβάνει υπόψη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όταν κρίνει την επιλεξιμότητα των τίτλων που συμμετέχουν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και στις τακτικές πράξεις αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος.
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Μαριόλη:
- Ύστερα από σχεδόν 10 χρόνια ύφεσης, μπορούμε να πούμε ότι σήμερα η Ελλάδα είναι ένα success story και τι θα πρέπει να γίνει για να εξελιχθεί σε ελκυστικό επενδυτικό προορισμό;
Ναι, η Ελλάδα είναι ένα success story όσον αφορά την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής και την επιστροφή στις αγορές για τη χρηματοδότησή της. Εν τούτοις, η οικονομία παραμένει αδύναμη και χρειάζονται ακόμα περισσότερες μεταρρυθμίσεις. Παρά το γεγονός ότι οι δείκτες εμπιστοσύνης έχουν βελτιωθεί, είναι σημαντικό να διατηρηθεί το momentum των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο μέλλον. Η αυτοδυναμία της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και η φιλική προς την επιχειρηματικότητα προσέγγισή της έχουν σηματοδοτήσει μια καλή αρχή και αναμένουμε να δούμε θετικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, η πλήρης άρση των capital controls και το αναπτυξιακό νομοσχέδιο «Επενδύω στην Ελλάδα», που στοχεύει στον σημαντικό περιορισμό της γραφειοκρατίας, στέλνουν ηχηρά μηνύματα θετικών προθέσεων. Η πρόοδος στις ιδιωτικοποιήσεις είναι εμφανής από την υπόθεση της ανάπτυξης του Ελληνικού, καθώς έχει ξεμπλοκάρει η επένδυση από τη γραφειοκρατία και αυτό το project θα διαφημίσει την επενδυτική ελκυστικότητα της Ελλάδας. Η σταθερότητα των πολιτικών που εφαρμόζονται είναι κρίσιμη για τους επενδυτές και αυτό που αξιολογούμε εμείς είναι η πιο μακροπρόθεσμη διάρκεια των αναπτυξιακών και επενδυτικών πολιτικών.
- Στην τελευταία σας αξιολόγηση για την Ελλάδα περιγράφετε τους παράγοντες που θα οδηγήσουν σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης. Η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται βέβαιη για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και τη συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς στόχους. Συμφωνείτε, λοιπόν, ότι οι εξελίξεις στον τραπεζικό κλάδο θα είναι ζωτικής σημασίας για να αναβαθμιστεί το ελληνικό Δημόσιο σε «επενδυτική βαθμίδα»; Ποιοι άλλοι παράγοντες θα συμβάλλουν στην εξέλιξη αυτή;
Δεν είναι τόσο απλό. Ολοι οι παράγοντες που επηρεάζουν την πιστοληπτική αξιολόγηση μιας χώρας είναι σημαντικοί. Κάποιοι παράγοντες μπορούν να επηρεαστούν από την κυβέρνηση και κάποιοι άλλοι όχι και τόσο. Η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να διαμορφώνει τα πλαίσια και το κατάλληλο περιβάλλον, όμως για παράδειγμα οι τράπεζες εφαρμόζουν τη δική τους στρατηγική, όπως ορίζεται από την επενδυτική διάθεση και τις συνθήκες στις αγορές. Ενα ακόμη παράδειγμα είναι ότι η κυβέρνηση μπορεί να προσαρμόσει το μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής προς πιο φιλικές προς την ανάπτυξη πολιτικές, όμως οι οικονομικές προκλήσεις μπορούν να προέλθουν από εξωγενείς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των γεωπολιτικών εξελίξεων, που πολλές φορές είναι δύσκολο να προβλεφθούν και μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιβλαβείς για τις αναπτυξιακές προοπτικές και τα έσοδα. Από τη στιγμή που το μεγαλύτερο ποσοστό του δημόσιου χρέους είναι προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, η διατήρηση καλών σχέσεων και η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων αποτελούν επίσης κρίσιμο παράγοντα. Θέλουμε να δούμε ανθεκτικότητα στα δημόσια οικονομικά και τη βιωσιμότητα του χρέους.
- Η αξιολόγηση της DBRS Morningstar για την Ελλάδα προγραμματίζεται δύο φορές τον χρόνο, όμως το ελληνικό Δημόσιο χρειάζεται να αναβαθμιστεί τρεις φορές για να εξασφαλίσει αξιολόγηση στην «επενδυτική βαθμίδα». Συνεπώς, μοιάζει απίθανο να αναβαθμιστεί η Ελλάδα από τον οίκο σας σε επενδυτική βαθμίδα το 2020. Είναι πιθανό να δούμε κάποια έκτακτη αναβάθμιση αν, για παράδειγμα, η κυβέρνηση επιταχύνει την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων;
Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Ενώ δίνουμε «θετικές» προοπτικές στην αξιολόγηση της Ελλάδας, δεν έχουμε κάποιο στόχο για την αναβάθμισή της σε «επενδυτική βαθμίδα», και αυτό θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Θεωρητικά, είναι πιο πιθανό να προγραμματίσουμε δύο ανακοινώσεις για την αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου μέσα στο 2020, παρά τρεις. Επίσης, θα πρέπει να έχετε κατά νου ότι οι αποφάσεις για την πιστοληπτική ικανότητα δεν περιορίζονται σε κινήσεις μιας βαθμίδας στην περίπτωση που η επιτροπή αξιολογήσεων εκτιμήσει ότι χρειάζεται μια απόφαση περισσότερων βαθμίδων για να δοθεί η κατάλληλη αξιολόγηση. Θα πρέπει επιπλέον να λάβετε υπόψη τις «τάσεις» που δίνουμε για να προετοιμάσουμε τους επενδυτές για τις αξιολογήσεις μας.
- Πιστεύετε ότι οι ελληνικές τράπεζες θα καταφέρουν να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια έγκαιρα και χωρίς να χρειαστεί να αντλήσουν επιπρόσθετα κεφάλαια;
Δεδομένου ότι βρισκόμαστε ήδη στον Νοέμβριο και το νομοσχέδιο για τον «Ηρακλή» δεν έχει ακόμη ψηφιστεί, είναι πιθανό οι ελληνικές τράπεζες να μην καταφέρουν να πετύχουν πλήρως τους στόχους για το σύνολο του 2019. Αν και το βασικό σενάριο αναφέρει ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν θα χρειαστούν επιπρόσθετα κεφάλαια σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, υπάρχουν πολλά κομμάτια που συνθέτουν το παζλ των τραπεζών και συνεπώς τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί με βεβαιότητα. Ενα υποστηρικτικό νομοθετικό πλαίσιο θα αποτελέσει σημαντικό στοιχείο στην προσπάθειά τους, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής του «Ηρακλή» με τρόπο τέτοιο, που να είναι ωφέλιμος για τις τράπεζες, τόσο σε επίπεδο κόστους όσο και σε επίπεδο κεφαλαίων.
- Είστε αισιόδοξη για τη μεγέθυνση του ελληνικού ΑΕΠ και τον στόχο του 2,8% που έχει θέσει η κυβέρνηση για το 2020;
Οι δείκτες εμπιστοσύνης είναι ενθαρρυντικοί, συνεπώς είναι πιθανό να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ τον επόμενο χρόνο, όμως το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον και ειδικότερα το γεωπολιτικό σκηνικό, θέτουν σε κίνδυνο κάθε πρόβλεψη. Οι υπολογισμοί της δυνητικής ανάπτυξης είναι αμφιλεγόμενοι, αλλά αρκετά χαμηλοί για την Ελλάδα στην παρούσα φάση, ενώ οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θέλουν χρόνο για να έχουν θετικό οικονομικό αντίκτυπο. Το θέμα αφορά περισσότερο τις μελλοντικές εξελίξεις, το κατά πόσο η κυβέρνηση θα καταφέρει να ενισχύσει την ανάπτυξη για να φτάσουμε σε οικονομική ανάκαμψη διαρκείας. Ξέρετε, μερικές φορές οι μεταρρυθμίσεις μπορούν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο βραχυπρόθεσμα, και αυτό θα πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη.
- Ποιοι είναι οι παράγοντες, λοιπόν, που θα οδηγήσουν στους υψηλότερους ρυθμούς ανάκαμψης που οραματίζεται ο Έλληνας πρωθυπουργός;
Τα δημοσιονομικά μέτρα που παρουσιάστηκαν στο προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2020 στρέφουν το δημοσιονομικό μίγμα στην κατεύθυνση υποστηρικτικών προς την ανάπτυξη πολιτικών. Τα μέτρα που στοχεύουν στην καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και την άρση των εμποδίων για τις επενδύσεις, οι μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία και την εκπαίδευση που ενισχύουν τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, οι μεταρρυθμίσεις στο σύστημα Υγείας και τα προγράμματα δημόσιων υποδομών, είναι όλα χρήσιμα.
- Πιστεύετε ότι η Ελλάδα έχει την ικανότητα να φτάσει ή και να ξεπεράσει άλλες χώρες της περιφέρειας της ευρωζώνης, όπως η Κύπρος και η Πορτογαλία, σε ό,τι αφορά την πιστοληπτική της αξιολόγηση, τις αποδόσεις των ομολόγων και την ανάπτυξη;
Η κυβέρνηση είναι πολύ νέα, οπότε είναι καλύτερο να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά και βήμα βήμα. Θα πρέπει επίσης να συνυπολογιστεί ότι μπορεί οι χρηματοδοτικές ανάγκες και τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου να είναι χαμηλά, όμως ο όγκος του δημόσιου χρέους είναι μεγάλος. Η ανάγκη διατήρησης και επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων περιορίζει τη δημοσιονομική ευελιξία και παράλληλα μπορεί να εμποδίσει τις προοπτικές ανάπτυξης, ενώ απαιτεί πλήρη και συνεχή πολιτική δέσμευση για πολλά χρόνια, όπως δείχνουν τα παραδείγματα της Κύπρου και της Πορτογαλίας.
* Αναδημοσίευση από τον «Φιλελεύθερο» της Παρασκευής 8 Νοεμβρίου 2019