του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Ο Νικολάι Αλεξέγιεβιτς Ζαμπολότσκι (1903-1958) ήταν ένας από τους κορυφαίος δημιουργούς, οι οποίοι διακόνησαν την ρωσική ποίηση κατά τον 20ο αιώνα. Πέραν του προσωπικού ποιητικού έργου, μας κληροδότησε πολλές εξαιρετικές μεταφράσεις, ενώ η προσωπική του ζωή, τα δεινά και τα βάσανα που υπέστη με μοναδικό αμάρτημα να μην ασπαστεί τα θέσφατα του κομματικού ιερατείου για τον «σοσιαλιστικό ρεαλισμό», παραμένει ως σήμερα φάρος εντιμότητας, ανθρωπιάς και πίστης στην αποστολή και στον ρόλο του διανοουμένου.
Σήμερα, δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το μικρό του έργο με τίτλο «Η ιστορία της φυλάκισής μου», προκειμένου ο αναγνώστης να σχηματίσει την δική του άποψη για το πως η σοβιετική εξουσία αντιμετώπιζε τους «ανυπάκουους διανοούμενους».
* * *
Τις πρώτες ημέρες δεν με χτυπούσαν, προσπαθώντας να με τσακίσουν ηθικά και να με εξαντλήσουν φυσικά. Δεν μου έδιναν φαγητό. Δεν μου επέτρεπαν να κοιμηθώ. Οι ανακριτές εναλλάσσονταν, εγώ όμως καθόμουν ακίνητος σε μία καρέκλα μπροστά στο ανακριτικό γραφείο, το ένα μερόνυχτο μετά το άλλο. Πίσω από τον τοίχο, στο γειτονικό γραφείο, κατά διαστήματα άκουγα τις ανυπόφορες κραυγές κάποιου. Τα πόδια μου άρχισαν να πρήζονται και το τρίτο εικοσιτετράωρο αναγκάστηκα να σκίσω τα μποτάκια μου, αφού δεν άντεχα πια τους πόνους στις πατούσες. Άρχισα να χάνω τη συνείδησή μου και με όλες μου τις δυνάμεις προσπαθούσα να απαντώ λογικά και να μην αδικήσω εκείνους τους ανθρώπους, για τους οποίους με ρωτούσαν. Η ανάκριση, βέβαια, μερικές φορές διακοπτόταν και καθόμασταν σιωπηλοί. Ο ανακριτής κάτι έγραφε κι εγώ προσπαθούσα να λαγοκοιμηθώ, μα εκείνος αμέσως με ξυπνούσε.
Κατά την διάρκεια της ανάκρισης έμαθα ότι το Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων (N.K.V.D.) προσπαθούσε να στοιχειοθετήσει την υπόθεση για κάποια αντεπαναστατική οργάνωση συγγραφέων. Επικεφαλής της οργάνωσης, ήθελαν να χρίσουν τον Ν. Τίχονοφ. Ως μέλη έπρεπε να είναι οι συγγραφείς από το Λένινγκραντ, οι οποίοι είχαν ήδη συλληφθεί: ο Βενέδικτος Λίφσιτς, η Γιλένα Τάγκερ, ο Γκεόργκι Κουκλίν, νομίζω ο Μπορίς Κορνίλοφ, κάποιοι άλλοι και στο τέλος, εγώ. Επέμεναν να μου ζητούν στοιχεία για τον Φεντίν και τον Μαρσάκ.
Πολλές φορές έγινε λόγος για τον Ν. Ολέινικοφ, τον Τ. Ταμπίτζε, τον Ντ. Χαρμς και τον Α. Βέντενσκι, ποιητές, με τους οποίους διατηρούσα σχέσεις από παλιά και είχαμε κοινά λογοτεχνικά ενδιαφέροντα.
Κύρια κατηγορία εναντίον μου ήταν το ποίημα «Ο θρίαμβος της γεωργίας», το οποίο είχε δημοσιεύσει ο Τίχονοφ στο περιοδικό «Ζβεζντά» το 1933. Μου διάβασαν τις «αποκαλυπτικές καταθέσεις» του Λίφσιτς και της Τάγκερ, οι οποίες αποκάλυπταν τάχα τις δραστηριότητές μου, αλλά δεν μ’ άφηναν να τις διαβάσω ο ίδιος. Απαίτησα την κατ’ αντιπαράσταση εξέτασή μου με τον Λίφσιτς και την Τάγκερ, αλλά δεν την ενέκριναν.
Το τέταρτο εικοσιτετράωρο, ως αποτέλεσμα της νευρικής έντασης, της πείνας και της αϋπνίας, άρχισα να χάνω σταδιακά την διαύγεια του πνεύματός μου. Θυμάμαι πως άρχισα να φωνάζω στους ανακριτές και να τους απειλώ. Άρχισαν οι πρώτες παραισθήσεις: στον τοίχο και στο ξύλινο πάτωμα του γραφείου έβλεπα την αδιάκοπη κίνηση κάποιων φιγούρων. Θυμάμαι πως μία φορά καθόμουν μπροστά σε μία σύγκλητο ανακριτών. Δεν τους φοβούμουν πια καθόλου και τους περιφρονούσα. Μπροστά στα μάτια μου ξεφυλλιζόταν ένα τεράστιο, φανταστικό βιβλίο και σε κάθε του σελίδα έβλεπα διαρκώς νέες απεικονίσεις. Χωρίς να δίνω προσοχή σε τίποτα, εξηγούσα στους ανακριτές το περιεχόμενο αυτών των εικόνων. Μου είναι πολύ δύσκολο τώρα να περιγράψω την κατάστασή μου εκείνη την εποχή, θυμάμαι όμως πως ένιωθα μια ανακούφιση μέσα μου και τον θρίαμβό μου απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι δεν κατάφεραν να με κάνουν ανέντιμο άνθρωπο. Προφανώς, δεν είχα χάσει την συνείδησή μου, γιατί αποτύπωσε αυτό το περιστατικό, το οποίο θυμάμαι ακόμη.
Δεν ξέρω για ποιο χρονικό διάστημα συνεχίστηκε αυτό. Τελικά, με πέταξαν σε ένα άλλο γραφείο. Μου έδωσαν ένα γερό χτύπημα από πίσω, έπεσα, προσπάθησα να σηκωθώ, μα ακολούθησε ένα δεύτερο χτύπημα, αυτή την φορά στο πρόσωπο. Έχασα τις αισθήσεις μου. Συνήλθα, καθώς πνιγόμουν από το νερό που κάποιος έριχνε πάνω μου. Με σήκωσαν και νόμιζα πως κάποιος σκίζει τα ρούχα μου. Έχασα ξανά τις αισθήσεις μου. Μόλις συνήλθα λίγο, κάποιοι άγνωστοι με έσυραν στους πέτρινους διαδρόμους της φυλακής, χτυπώντας και χλευάζοντας την ανημπόρια μου. Με έσυραν σε ένα κελί με σιδερένια καγκελόφραχτη πόρτα, το επίπεδο του οποίου ήταν κάτω από το επίπεδο του διαδρόμου και με κλείδωσαν μέσα.
Μόλις συνήλθα (δεν ξέρω πόσο σύντομα έγινε αυτό), η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι πρέπει να προστατευτώ! Να προστατευτώ, να μην τους αφήσω να γίνω η αιτία του χαμού όλων αυτών των ανθρώπων ή, τουλάχιστον, ο θάνατός μου να μην πάει στα χαμένα! Στο κελί υπήρχε ένα βαρύ σιδερένιο κρεβάτι. Το έσυρα κοντά στη σιδερένια καγκελόφραχτη πόρτα και μπλόκαρα το χερούλι της. Για να μην γλιστρήσει το χερούλι το έδεσα με μία πετσέτα που φορούσα αντί για κασκόλ. Κάνοντας αυτό σαν να έδενα τους βασανιστές μου. Όρμησαν στην πόρτα, για να λύσουν την πετσέτα, μα άρπαξα από την γωνιά την σφουγγαρίστρα και χρησιμοποιώντας την σαν δόρυ, προσπάθησα να αμυνθώ όσο μπορούσα και μετά από λίγο όλοι οι δεσμοφύλακες απομακρύνθηκαν από την πόρτα.
Για να τα βγάλουν πέρα μαζί μου, αναγκάστηκαν να φέρουν στην πόρτα την πυροσβεστική σωλήνα και να την θέσουν σε λειτουργία. Το νερό με μεγάλη δύναμη με χτύπησε και μου έκαψε το κορμί. Με την βοήθεια του νερού με στρίμωξαν στην γωνιά και μετά από πολλές προσπάθειες μπήκαν όλοι μαζί στο κελί. Με χτύπησαν ανελέητα, με κλωτσούσαν με τις μπότες και οι γιατροί στην συνέχεια απορούσαν πως δεν έπαθαν τίποτα τα σωθικά μου. Τόσο μεγάλα ήταν τα σημάδια από τα βασανιστήρια.
Συνήλθα εξαιτίας ενός ανυπόφορου πόνου στο δεξί μου χέρι. Με τα χέρια δεμένα στην πλάτη, ήταν δεμένος στα σιδερένια πόδια του κρεβατιού. Ένα από αυτά είχε χωθεί στο χέρι μου και προκαλούσε αφόρητο πόνο. Είχα παραισθήσεις, νόμιζα πως το νερό είχε πλημμυρίσει το κελί μου, πως το επίπεδο του ανεβαίνει διαρκώς και πως σε μία στιγμή θα με σκεπάσει. Φώναζα απεγνωσμένα και ζητούσα από κάποιον κυβερνήτη να διατάξει να με ελευθερώσουν.
Αυτό συνεχιζόταν ατελείωτα. Η συνέχεια είναι μπερδεμένη στην μνήμη μου. Θυμάμαι πως όταν συνήλθα ήμουν σε ένα ξυλοκρέβατο. Τα πάντα γύρω μου ήταν υγρά, τα ρούχα μου ήταν μουσκεμένα, δίπλα μου ήταν πεταμένο το σακάκι μου, μουσκεμένο και βαρύ σαν πέτρα. Στη συνέχεια, σαν σε όνειρο, θυμάμαι πως κάποιοι με κουβάλησαν στα χέρια και με πήγαν στην αυλή... Όταν ανέκτησα τις αισθήσεις μου, ήμουν στο νοσοκομείο για τρελούς.
Πρωινό τραγούδι
Μέρα πανίσχυρη ξημέρωσε. Τα δέντρα στάθηκαν ευθυτενή,
Κι αναστέναξαν οι φυλλωσιές. Στις φλέβες των δέντρων
Κόχλαζε το νερό. Το τετράγωνο παραθυράκι
Πάνω από την γη την φωτεινή άνοιξε διάπλατα
Και όλοι όσοι ήταν στον πύργο τον μικρό,
Βγήκαν να δουν τον λαμπερό τον ουρανό.
Στεκόμασταν στο παράθυρο μπροστά.
Φορούσε η γυναίκα μου το ανοιξιάτικο της φόρεμα.
Κρατούσε τ’ αγοράκι αγκαλιά,
Γυμνό και ροδαλό, γελούσε,
Γεμάτο γαλήνια αγνότητα
Τον ουρανό κοιτούσε, όπου έλαμπε ο ήλιος.
Και κάτω, ήταν δέντρα, ζώα και πουλιά,
Μεγάλα, δυνατά, τριχωτά, ζωντανά,
Κύκλο σχημάτισαν και με κιθάρες μεγάλες,
Φλογέρες, βιολιά και γκάιντες
Άρχισαν ξαφνικά το πρωινό τραγούδι,
Την μέρα να προϋπαντούν.
Κι όλα τριγύρω άρχισαν να τραγουδούν.
Κι όλα τριγύρω άρχισαν να τραγουδούν,
Και το κατσικάκι άρχισε να χοροπηδά γύρω από κατώι.
Και τότε κατάλαβα πως εκείνο το χρυσαφένιο πρωινό,
Η ευτυχία της ανθρωπότητας είναι αθάνατη.
1932
Утренняя песня
Могучий день пришел. Деревья встали прямо,
Вздохнули листья. В деревянных жилах
Вода закапала. Квадратное окошко
Над светлою землею распахнулось,
И все, кто были в башенке, сошлись
Взглянуть на небо, полное сиянья.
И мы стояли тоже у окна.
Была жена в своем весеннем платье.
И мальчик на руках ее сидел,
Весь розовый и голый, и смеялся,
И, полный безмятежной чистоты,
Смотрел на небо, где сияло солнце.
А там, внизу, деревья, звери, птицы,
Большие, сильные, мохнатые, живые,
Сошлись в кружок и на больших гитарах,
На дудочках, на скрипках, на волынках
Вдруг заиграли утреннюю песню,
Встречая нас. И все кругом запело.
И все кругом запело так, что козлик
И тот пошел скакать вокруг амбара.
И понял я в то золотое утро,
Что счастье человечества - бессмертно.
1932
Το νησί της λίμνης
Δεμένο στ’ όνειρο έλαμψε ξανά
Το κρυστάλλινο κύπελλο μέσα του δάσους την σκοτεινιά.
Μέσα από τις μάχες των δέντρων και των λύκων
Όπου τα έντομα πίνουν τους χυμούς των φυτών,
Όπου λυσσομανούν οι μίσχοι κι αναστενάζουν τα λουλούδια,
Όπου βασιλεύει η φύση με τα αρπακτικά πλάσματα,
Ήρθα σ’ εσένα κι έμεινα ακίνητος στην πόρτα
Παραμερίζοντας τους ξεραμένους θάμνους με τα χέρια.
Σ’ ένα στεφάνι από νούφαρα, στολισμένο με σπαθόχορτο,
Φτιαγμένο από φλογέρες φυτών το περιλαίμιο,
Ένα κομμάτι ήταν υγρασίας σοφό
Ψαριών και παπιών καταφύγιο.
Ήμερα ήταν τριγύρω και σοβαρά!
Πού βρήκαν οι φτωχογειτονιές αυτή την μεγαλοπρέπεια;
Γιατί δεν λυσσομανά των πουλιών το στράτευμα,
Μα κοιμάται νανουρισμένο ύπνο γλυκό;
Ένα μόνο θαλασσοπούλι την μοίρα του κλαίει
Και με ξύλινη φλογέρα άσκοπα παίζει.
Η λίμνη λουσμένη στου δειλινού την φλόγα
Ξαπλώνει στο βάθος, ακίνητη λάμποντας,
Και τα πεύκα, σαν κεριά, ψηλά στην κορφή
Στη σειρά παραταγμένη απ’ άκρη σ’ άκρη.
Το βαθύ κύπελλο του διάφανου νερού,
Έλαμπε, βυθισμένο σε σκέψη μακρινή,
Σαν του αρρώστου το μάτι που νοσταλγικά θωρεί
Του πρώτου αστεριού την αναλαμπή,
Που τον πόνο του κορμιού δεν νιώθει,
Μα λάμπει προς του ουρανού την σκοτεινιά.
Κι ζώων και άγριων θεριών κοπάδια,
Βγάζοντας τις κερασφόρες μούρες τους από τα έλατα,
Στην πηγή της αλήθειας, στην κολυμβήθρα
Σκύβουν νερό ζωοδόχο να πιουν.
1938
ЛЕСНОЕ ОЗЕРО
Опять мне блеснула, окована сном,
Хрустальная чаша во мраке лесном.
Сквозь битвы деревьев и волчьи сраженья,
Где пьют насекомые сок из растенья,
Где буйствуют стебли и стонут цветы,
Где хищная тварями правит природа,
Пробрался к тебе я и замер у входа,
Раздвинув руками сухие кусты.
В венце из кувшинок, в уборе осок,
В сухом ожерелье растительных дудок
Лежал целомудренной влаги кусок,
Убежище рыб и пристанище уток.
Но странно, как тихо и важно кругом!
Откуда в трущобах такое величье?
Зачем не беснуется полчище птичье,
Но спит, убаюкано сладостным сном?
Один лишь кулик на судьбу негодует
И в дудку растенья бессмысленно дует.
И озеро в тихом вечернем огне
Лежит в глубине, неподвижно сияя,
И сосны, как свечи, стоят в вышине,
Смыкаясь рядами от края до края.
Бездонная чаша прозрачной воды
Сияла и мыслила мыслью отдельной,
Так око больного в тоске беспредельной
При первом сиянье вечерней звезды,
Уже не сочувствуя телу больному,
Горит, устремленное к небу ночному.
Κι ομάδες ζώων και άγριων θεριών,
Βγάζοντας από τα έλατα τις κερασφόρες μούρες τους,
Στην πηγή της αλήθειας, στην κολυμβήθρα
Σκύβουν νερό ζωοδόχο να πιουν.
1938
И толпы животных и диких зверей,
Просунув сквозь елки рогатые лица,
К источнику правды, к купели своей
Склонились воды животворной напиться.
1938