Του Θανάση Διαμαντόπουλου
Πρόσφατες δηλώσεις του γνωστού συνταγματολόγου, θεωρηθείσες θετικές για τον Σύριζα και εκθειαστικές για τον ηγέτη του, έκαναν αρκετούς να διερωτηθούν –τουλάχιστον μέχρι ο Νίκος Αλιβιζάτος να αποκλείσει ρητά κάθε ενδεχόμενο εκ μέρους του διεκδίκησης οποιουδήποτε δημόσιου αξιώματος- μήπως εντάσσονται σε μια στρατηγική προετοιμασίας της μετάβασής του στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα.
Έτσι, βέβαια, σκέπτονται κυρίως δύο κατηγορίες ανθρώπων: όσοι, μικρόψυχοι ενδεχομένως, είναι ανήμποροι να δουν κίνητρα ανθρώπινης συμπεριφοράς μη υπαγορευόμενα από ιδιοτέλεια. Και όσοι, διαθέτοντες γνώσεις ψυχολογίας και δη σχετιζόμενες με τους μηχανισμούς προστασίας του Εγώ –πχ απώθηση, ενδοβολή, μεταρσίωση και, κυρίως, εκλογίκευση-, κρίνουν πως δεν χρειάζεται κάποιος να υποστηρίξει απόψεις που τον συμφέρουν, όταν δεν τις πιστεύει. Καταλήγει με ειλικρίνεια να τις πιστεύει και να τις θεωρεί σωστές!
Ο τεράστιος θόρυβος, ωστόσο, που προκάλεσε η δήλωση περί δυνατότητας σύλληψης -από τον πρωθυπουργό- πτηνών εν πτήσει, αλλά και η σύνδεσή της με ενδεχόμενες προεδρικές φιλοδοξίες του καθηγητή, με ωθούν να διερευνήσω κάπως περισσότερο το θέμα. Διότι σε σχέση με τον Αλιβιζάτο πιστεύω κάτι εκ πρώτης όψεως αντιφατικό:
Αφενός μεν πως ελάχιστοι πνευματικοί άνθρωποι, κοινωνικοί επιστήμονες και δη θεσμολόγοι στερούνται πολιτικοθεσμικής ευθυκρισίας στον ίδιο βαθμό με τον θεωρούμενο ως εθνικό μας συνταγματολόγο! (Άρα δεν θα τον επέλεγα ούτε για κυβερνήτη της χώρας ούτε για συνταγματικό της νομοθέτη). Αφετέρου δε, όμως, πως κανείς δεν είναι ίσως καταλληλότερος από αυτόν για να καθέξει τον προεδρικό θώκο! (Άρα με χαρά θα τον έβλεπα στο ύπατο πολιτειακό της αξίωμα).
Αντιφατικό; Ας το δούμε…
Ως προς την πολιτικοθεσμική ευθυκρισία του (ή την απουσία της):
Ο Νίκος Αλιβιζάτος υπήρξε επί μακρύ χρόνο πολιτικός (γνωμ)ακόλουθος του Φώτη Κουβέλη…
Κατά περιόδους λειτούργησε ως υποστηρικτής της θεσμικής ακαμψίας, εφόσον –θυμάμαι σχετική ομιλία του στον ΔΣΑ- είχε εναντιωθεί στη δυνατότητα της Βουλής, ακόμη και με ευρύτατη συναίνεση, των 2/3 του συνόλου των μελών της, να αλλάζει το εκλογικό σύστημα για τις επόμενες εκλογές.
Επί μακρόν διετέλεσε οπαδός του λεγόμενου συναινετικού/συγκυβερνητικού κοινοβουλευτισμού και των πολυκομματικών κυβερνήσεων (παρά το γεγονός πως η πολιτική μας ιστορία δείχνει πως –με δύο ειδικές εξαιρέσεις- οι συμμαχικές κυβερνήσεις, που αναδείχτηκαν από «αναλογικές εκλογές», είχαν στη χώρα μας μόλις τετράμηνη ή πεντάμηνη ζωή κατά μέσο όρο).
Εξ όσων γνωρίζω παραμένει διαπρύσιος οπαδός του –παραγωγού νομικής ανασφάλειας και διωκτικού των επενδύσεων- διάσπαρτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Με την εναντίωσή του στη συγκρότηση Συνταγματικού Δικαστηρίου, που ως μονοπωλιακός φορέας της σχετικής αρμοδιότητας θα διασφάλιζε την ενότητα της σχετικής κρίσης, να τεκμηριώνεται στην απουσία εθνικής παράδοσης(!) και στην …ανυπαρξία στη χώρα μας πολιτικά ανεξάρτητων ελίτ.
Λες και δεν θα μπορούσε να διασφαλιστεί το κύρος ενός τέτοιου θεσμού δια της διασποράς των θεσμικών παραγόντων που θα είχαν την ευθύνη να επιλέγουν τους συνταγματικούς δικαστές (πχ από έναν ο ΠτΔ, ο πρωθυπουργός, ο αρχηγός της μείζονος αντιπολίτευσης, τα ανώτατα δικαστήρια και οι νομικές σχολές της χώρας).
Και ως κορωνίδα όλων βλέπω την πρότασή του για το «Καινοτόμο Σύνταγμα» (που ένας αντιπρόεδρος του ΣτΕ και καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, παρεμβαίνοντας σε μια ομιλία μου, χαρακτήρισε «θεσμοκτόνο»). Θυμάμαι, λοιπόν, πως σε ένα δείπνο στο σπίτι του δικηγόρου και κοινού μας φίλου, μακαρίτη σήμερα Γιάννη Μαντούβαλου, ο Αλιβιζάτος μάς είχε ανακοινώσει πως, με τον Στέφανο Μάνο και κάποιους άλλους, ετοίμαζε πρόταση για το «ιδανικό Σύνταγμα». Ως θεσμικό μπούσουλα της χώρας.
Χωρίς, δηλαδή, να στέκεται στον αν η υιοθέτηση της πρότασής του είναι πολιτικώς δυνατή. Όσο μεγάλη υπήρξε η ελπίδα μου τότε, τόση και η απογοήτευσή μου, μόλις διάβασα τον Καταστατικό Χάρτη που προτείνει.( Έστω και αν συμφωνώ απόλυτα με την κατάργηση του σταυρού προτίμησης και, κυρίως, την ανάδειξη της πλειοψηφίας των βουλευτών σε μονοεδρικές περιφέρειες). Τι, μεταξύ πολλών άλλων, προτείνεται;
Πρώτον, διχασμός και πολιτικός χρωματισμός των ανώτατων δικαστών, που –ομαδοποιούμενοι προφανώς- κατά την πρόταση θα ψηφίζουν και θα αναδεικνύουν τους εκλόγιμους για την επιλογή της ηγεσίας τους. Ενώ υπονομεύεται και η υπερκομματική λειτουργία του ΠτΔ που στη συνέχεια θα πρέπει να κάνει την τελική επιλογή (εφόσον πιθανότατα οι προτεινόμενοι από τους συναδέλφους τους θα είναι τελείως διαφορετικού ιδεολογικού στίγματος, πχ Θάνου και Κράνης).
Δεύτερον, απουσία περιόδων συνταγματικής καταλλαγής και ειρήνης, άρα δυσχέρεια διαμόρφωσης συνταγματικού πατριωτισμού, αφού την επομένη της ολοκλήρωσης κάθε συνταγματικής αναθεώρησης θα μπορεί να αρχίσει να συζητείται, έστω και κάπως περιορισμένη θεματικά, η επόμενη αναθεώρηση.
Τρίτον, υπό προϋποθέσεις, ολοκλήρωση της αναθεώρησης σε μια μόνο Βουλή. Δηλαδή χωρίς διαμεσολάβηση λαϊκής ψήφου και χωρίς κατάδειξη της διαχρονικής ωρίμανσης της ανάγκης για κάποια αλλαγή. Άρα υποταγή στη «συνταγματική δικτατορία» της συγκυρίας και της συγκυριακής πλειοψηφίας.
Τέταρτον, δε, το πάντων χείριστο, πιστεύω, παροχή ακόμη και στον τελευταίο πρόεδρο συνοικιακού ποδοσφαιρικού σωματείου της χώρας της δυνατότητας να περιάγει τον τόπο στην περιδίνηση της δημοψηφισματικής περιπέτειας για οποιοδήποτε θέμα κρίνει. Αφού με συγκέντρωση 50.000 υπογραφών –δεν πρόκειται για τυπογραφικό λάθος: στην πρόταση ο αριθμός αναφέρεται ολογράφως- θα προκηρύσσεται υποχρεωτικώς εθνικό δημοψήφισμα λαϊκής πρωτοβουλίας. (Η ανάλογη πρόταση του Σύριζα προβλέπει 500.000 υπογραφές!).
Αν όμως όλα τα ανωτέρω ενδεχομένως καθιστούν τον Αλιβιζάτο ακατάλληλο τόσο για ενεργό πολιτικό ρόλο όσο και για συνταγματικό νομοθέτη, αμφιβάλλω αν υπάρχει προσφορότερος για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα. Για πολλούς λόγους.
Πρώτον, ο αρχηγός του κράτους εκφράζει την ιστορική συνείδηση του έθνους. Και δεν γνωρίζω πολλούς καταλληλότερους στον τομέα αυτόν.
Δεύτερον, κοινωνικά και πολιτικά ευρύτατα αποδεκτός και αγαπητός, λόγω ήπιου χαρακτήρα, ίσως είναι ο μόνος που θα μπορούσε να εκλεγεί με οιονεί παμψηφία των βουλευτών. Κάτι που ασφαλώς θα διευκόλυνε στην επιτέλεση των καθηκόντων του κάθε φορέα ενός αξιώματος με εθνικό και εθνο-ενοποιητικό ρόλο.
Τρίτον, με την τεράστια παιδεία και κουλτούρα του, την αστική καταγωγή του και κυρίως τον κοσμοπολιτισμό του πιστεύω πως θα ήταν ο διεθνώς πιο σεβαστός ΠτΔ που θα μπορούσε να έχει η χώρα.
Τέλος, τέταρτον, σε στιγμές εσωτερικής πολιτικής όξυνσης δυσκολεύομαι να φανταστώ άλλον ικανόν όσο αυτός, λόγω ιδιοσυγκρασίας και νοοτροπίας, να λειτουργήσει κατευναστικά.
Στο πρόσωπό του, λοιπόν, το καλό και το κακό συνυπάρχουν, που θα έλεγε και ο Νίτσε…