Νίκος Παργινός: «Aν ένα βιβλίο θέλει να γραφτεί, θα γραφτεί εν τέλει»

Νίκος Παργινός: «Aν ένα βιβλίο θέλει να γραφτεί, θα γραφτεί εν τέλει»

Δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που επιμένουν πως το βιβλίο αποφασίζει να μας καταδεχτεί ή να μη μας καταδεχτεί, τελικά, (αφού το είπε κι ο Μπόρχες) κι έτσι καθόλου δεν απορώ όταν το ακούω κι από τον κερκυραίο ιστορικό κατ’ εξοχήν συγγραφέα Νίκο Παργινό που παρακολουθώ από τα πρώτα του βήματα, απ’ την ιδιαίτερη «Κρεμάλα» του κιόλας ο οποίος αυτή την εβδομάδα μας ανοίγει το λογοτεχνικό του εργαστήρι στο Liberal.gr και μας αποκαλύπτει τα πάντα: τελετουργία γραφής, μεθόδους, ήρωες, ιστορίες, εμμονές, αγαπημένους συγγραφείς, μελλοντικά σχέδια και ιστορίες στο συρτάρι. Ναι, διότι βγάλαμε κι είδηση, απ’ όσα μας είπε:

«Η συνέντευξη με πετυχαίνει στην ολοκλήρωση μιας συγκλονιστικής ιστορίας που μου πήρε τέσσερα περίπου χρόνια να γράψω. Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία στη δίνη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην Κέρκυρα του 1916 καταφθάνουν χιλιάδες Σέρβοι στρατιώτες και πρόσφυγες που επιβίωσαν της δραματικής οπισθοχώρησης στα βουνά της Αλβανίας από τους αντιπάλους τους που τους καταδίωκαν. Η Κέρκυρα έγινε πρωτεύουσα του Σερβικού κράτους για δυο ολόκληρα χρόνια. Μα τα βάσανα τους δεν έχουν τελειωμό καθώς χιλιάδες θα πεθάνουν από ασθένειες στο νησί του Ιονίου που θα δοκιμαστεί σθεναρά από την άφιξή τους. Το βιβλίο φέρνει στο φως ετούτα τα δραματικά ιστορικά γεγονότα που δυστυχώς λίγοι γνωρίζουμε. Μα κυρίαρχα, πρόκειται για μια ιστορία αγάπης μεταξύ ενός Σέρβου στρατιώτη και μιας Κερκυραίας, που θα γεννηθεί απρόσμενα μέσα από τα αποκαΐδια του πολέμου και των κακουχιών. Εκείνη, βιώνει έναν μαρτυρικό γάμο που της φόρτωσαν στη σκιά ενός αδίστακτου άρχοντα του νησιού. Εκείνος, κομμάτι ενός πολεμικού δράματος που ψάχνει απεγνωσμένα ελπίδα σε τούτον τον νέο τόπο. Ο έρωτάς τους γεννιέται παράδοξα γεφυρώνοντας δεσμεύσεις, πατρίδες ,συνθήκες, κόσμους, ενάντια σε όλους και σε όλα.»

Και εις αναμονή του καινούργιου βιβλίου λοιπόν.

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

- Κύριε Παργινέ, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Συνήθως γράφω στο γραφείο μου, σε συγκεκριμένο χώρο, εκεί όπου νιώθω άνετα και μπορώ, είτε να ανοίξω τη βιβλιογραφία μου, είτε να συγκεντρωθώ στον σκοπό μου. Έμπνευση όμως έρχεται και σε στιγμές που δεν το περιμένεις, μπορεί να σε πετύχει οπουδήποτε. Γι’ αυτό και κρατώ σημειώσεις, είτε γράφω και χειρόγραφα αν χρειαστεί να σημειώσω κάτι που είναι σημαντικό και δεν βρίσκομαι στον χώρο μου. Γράφω όποτε μπορώ, και απογευματινές και πρωινές αλλά και βραδινές ώρες χωρίς ιδιαίτερες προτιμήσεις.

- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Όχι, δεν χρειάζομαι συγκεκριμένο πλάνο, αρκεί μια εικόνα, μια αρχική φράση κάτι που να με εξιτάρει. Η αρχική έμπνευση ενός βιβλίου είναι το πρώτο, από κει κι έπειτα έρχονται και τα υπόλοιπα που πολλές φορές (αν όχι όλες) είναι αποτέλεσμα της τριβής και της πλοκής που είναι δυναμική και όχι στατική.

Είμαι της άποψης, πως αν ένα βιβλίο θέλει να γραφτεί, θα γραφτεί εν τέλει. Αν δεν θέλει, δεν πρόκειται ποτέ να το τελειώσεις, οπότε προκαλώ κάθε φορά τον εαυτό μου να επενδύσει σε εμπνεύσεις και ιδέες, να βρει τρόπους, διεξόδους, συμπτώσεις, να εμπλουτίσει την αρχική ιστορία που μου προκάλεσε το ενδιαφέρον, καλώ το σύμπαν να συνωμοτήσει μαζί μου. Και το κάθε βιβλίο, είναι προϊόν αυτής της ιδιότυπης συνωμοσίας.

- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Νομίζω πως είναι ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ. Όλα ξεκίνησαν από έναν πίνακα. Καθόμουν και τον χάζευα ώρες ολόκληρες. Μαγεύτηκα από το πορτραίτο που είχα μπροστά μου. Έψαξα να βρω περισσότερα στοιχεία για εκείνο. Βιβλία τέχνης, διαδίκτυο, λευκώματα κ.λπ. Έβγαλα το σημειωματάριό μου και άρχισα άπληστα να καταγράφω ό,τι μου κινούσε το ενδιαφέρον, κι ήταν πολλά αυτά που με εξίταραν. Γιατί εκείνο, γιατί το άλλο, γιατί έτσι κι όχι αλλιώς. Και ξεκίνησε ένα ολόκληρο ταξίδι μέσα από αυτά τα ερωτήματα.

Ερωτήματα που έπρεπε να θέσω με τον δικό μου μοναδικό τρόπο στο βιβλίο και να απαντήσω ευφάνταστα με την πλοκή μου. Κι έτσι γεννήθηκε μια ιστορία που με ενέπλεξε σε μια συγγραφική δίνη αυτογνωσίας που δεν ήξερα που θα με οδηγήσει. Κι έγινε αυτό που σας είπα. Το βιβλίο έβρισκε εκείνο πάντα διέξοδο και με οδηγούσε. Από ένα σημείο και πέρα δεν έγραφα εγώ, γραφόταν μόνο του, εγώ απλά το ακολουθούσα.

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Δεν θα έλεγα ότι υπάρχουν συγγραφικές εμμονές. Ο συγγραφέας κατ’ εμέ πρέπει να έχει τα μάτια και τα αυτιά του ανοικτά και να απορροφά σαν σφουγγάρι τα ακούσματα της κοινωνίας. Καταπιάνομαι κυρίως με ιστορικά θέματα χωρίς ιδιαίτερες προτιμήσεις, έχοντας πάντα μια προτίμηση να αναδεικνύω πτυχές της κερκυραϊκής ιστορίας, καθώς νιώθω, πως αν δεν έχεις ζήσει έναν τόπο είναι πολύ δύσκολο να τον περιγράψεις επαρκώς. Ως προς τις τεχνικές, θα έλεγα ότι το στυλ της γραφής μου είναι κοινό σ’ όλα μου τα βιβλία. Εμμένω σε ρήσεις που συνοδεύουν κάθε μου κεφάλαιο και σε προϊδεάζουν για το περιεχόμενό του από το πρώτο μου βιβλίο μέχρι τα τώρα.

Παράλληλα, θεωρώ πως το μέγεθος των κεφαλαίων σε κάθε βιβλίο είναι κρίσιμο, πρέπει να είναι μικρά και να σε προκαλούν να διαβάσεις το επόμενο. Προτιμώ οι αναγνώστες μου να μην κουράζονται μέχρι να τελειώσουν ένα ογκώδες κεφάλαιο, αλλά να θέλουν να αφήσουν τα βιβλία μου και να μην το καταφέρνουν δίνοντας συνεχώς υποσχέσεις, πως το κεφάλαιο που διαβάζουν θα είναι το τελευταίο τους μέχρι τη διακοπή της ανάγνωσης, αλλά μάταια, η πλοκή και η αγωνία να τους κρατούν σε εγρήγορση και να μην μπορούν να σταματήσουν.

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Μπορείς να γράψεις μια ιστορία από οτιδήποτε, αρκεί να απλώσεις τα δάκτυλά σου και να το αγγίξεις. Αυτό κάνω. Διαβάζω αρκετά, έχω τα μάτια μου και τα αυτιά μου ανοικτά και εισπράττω συνεχώς ερεθίσματα. Όταν κάτι μου εξάψει την περιέργεια, διατηρώ ανοιχτές τις κεραίες μου και συλλέγω στοιχεία καλλιεργώντας ετούτα που με προκάλεσαν εξ αρχής κι επενδύω πάνω στον μύθο του. Κι αυτός ο μύθος με οδηγεί με τη σειρά του στη μοναδική ιστορία μου μέσα από το δικό μου συγγραφικό πρίσμα.

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Πρέπει να με σαγηνέψει. Με το παρελθόν, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, τα βιώματά του αλλά και τις προοπτικές του. Μου αρέσουν οι χαρακτήρες που μπορούν να πλαστούν μέσα στα βιβλία μου, να αλλοτριωθούν, και μαζί τους να νιώσουν ετούτη την μετάλλαξη και οι αναγνώστες μου. Μου αρέσουν και οι φωτεινοί αλλά και οι σκοτεινοί ήρωες.

Όλοι έχουν κάτι να δώσουν αν τους χειριστείς σωστά. Και είναι εκείνοι τελικά, οι ήρωες, που επαναστατούν καθώς ξετυλίγεται το κουβάρι στις ιστορίες μου, καθώς μοιάζουν εκείνοι να με ορίζουν και όχι εγώ, καθώς καταγράφω τις περιπέτειές τους. Η σχέση μου μαζί τους είναι ένα διαρκές ανατροφοδοτούμενο δίπολο που με παρασύρει πολλές φορές. 

- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Νομίζω, αυτός που έφτασε με τον πιο αλλόκοτο τρόπο ήταν ο Σταμάτης Βούλγαρης, ο πρώτος πολεοδόμος της Ελλάδας, που αποτελεί κεντρικό πρωταγωνιστικό χαρακτήρα στον ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΟΡΘΗΣ ΓΩΝΙΑΣ. Όσα κι αν γνώριζα για τα έργα και την προσφορά του ως πολεοδόμος στην ανοικοδόμηση της σύγχρονης Ελλάδας μπήκαν στο περιθώριο από την αυτήν την αίσθηση της αφοσιωμένης ανιδιοτέλειας που ένιωσα πως πλημμύριζε σε όλο του τον βίο.

Όταν διάβασα τη διαθήκη του, τον τρόπο που διαμοίρασε την περιουσία του σε άκληρους και αναξιοπαθείς, σε φτωχές κοπέλες του χωριού του που τις προίκιζε, σε δίδακτρα για να έχει, έστω κι ένας συμπατριώτης του, τη δική του τύχη να σπουδάσει στο εξωτερικό, συγκλονίστηκα. Δεν μπορούσα, παρά να ασχοληθώ μαζί του, να αναδείξω την προσωπικότητά του, να σκιαγραφήσω με τον δικό μου τρόπο τον πολύπαθο βίο του. 

- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Λάτρης της λογοτεχνίας από μικρό παιδί, θυμάμαι πάντα τον εαυτό μου, ειδικά κατά την περίοδο των διακοπών να περνώ μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζοντας. Μου άρεσαν τα βιβλία, χανόμουν στις σελίδες τους, ταξίδευα δημιουργικά. Φανατικά ως παιδί είχα ξεκοκαλίσει όλα τα βιβλία του Ιουλίου Βερν, όλα με συγκλόνισαν, αλλά και ο Λουντέμης, η Πηνελόπη Δέλτα. Αργότερα  άλλα αναγνώσματα με εντυπωσίασαν. Χένρυ Μίλλερ, Καζαντζάκης, Καραγάτσης, Θεοτόκης.

- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Το βιβλίο που με εντυπωσίασε ίσως περισσότερο από όλα, θα έλεγα πως ήταν ο Κόμης του Μόντε Κρίστο, του Αλέξανδρου Δουμά. Ίσως γιατί έπεσε στα χέρια μου σε μια ηλικία που αποτελούσα τον κατάλληλο αποδέχτη. Σαγηνεύτηκα από την εντυπωσιακή πλοκή, τις ανατροπές, τις εξαιρετικές περιγραφές, αλλά και από τα βαθύτατα νοήματα που ένιωσα να περιστρέφονται συνεχώς στις σελίδες του και να ορίζονται διαφορετικά μέσα μου για τις έννοιες του αγώνα, της ελπίδας, της δικαιοσύνης, της συγχώρεσης, του ελέους. Το έχω πάντα σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου και το έχω διαβάσει ξανά και ξανά πολλές φορές.

- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Τεράστια η λίστα και από τους κλασικούς αλλά και από τους σύγχρονους. Έχουμε την πολυτέλεια να διαθέτουμε ένα τεράστιο οπλοστάσιο από δημιουργούς που θεωρώ πως αποτελούν το μεγαλύτερο κεφάλαιο ετούτης της χώρας. Δυστυχώς, δεν τους έχουμε αξιοποιήσει όσο θα έπρεπε. Σολωμός, Καβάφης, Ελύτης, Σεφέρης, Ρίτσος με στιγμάτισαν καθώς τους ανακάλυπτα σταδιακά. Αλλά και Βενέζης, Τσιφόρος, Μαρής, Παπαδιαμάντης. Από τους ξένους, οι Ντοστογιέφσκι, Καμπανίλε, Ναμπόκοφ, Χένρυ Μίλλερ.

- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Μου αρέσει να ακούω κλασική μουσική κατά τη διάρκεια της συγγραφής. Με χαλαρώνει. Όταν όμως έχεις οικογένεια δεν κάνεις διακρίσεις, όποτε βρίσκεις χρόνο εκμεταλλεύεσαι απλά τη συγκυρία. Πλέον, έχω μάθει και λειτουργώ ακόμα και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες (θόρυβος, αποσπάσεις κ.λπ.) ακούγοντας τα πάντα καθώς επιχειρώ να γράψω. Συνήθως, όταν καταπιάνομαι με ένα βιβλίο δεν διαβάζω κάτι για να μην επηρεαστώ και αποσπαστεί η σκέψη μου από αυτό που δουλεύω, εκτός κι αν πρόκειται για ένα βιβλίο που περιμένω πως και πως.

Ανάμεσα στους κύκλους της συγγραφής, όταν τελειώνω με ικανοποίηση ένα βιβλίο, περνώ ένα διάστημα που εκμεταλλεύομαι ποικιλοτρόπως με ανάγνωση. Μαζεύω βιβλία που επιθυμώ και ξεκινώ έναν μαραθώνιο ανάγνωσης για να φορτώσω μπαταρίες, ως επιβράβευση των προσπαθειών μου. Κι όταν στοιχειοθετήσω το θέμα του επόμενού μου βιβλίου κατεβάζω και πάλι διακόπτες βάζοντας σε προτεραιότητα την ανάδειξη των πτυχών αυτού που έχω μπροστά μου.

- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Η συνέντευξη με πετυχαίνει στην ολοκλήρωση μιας συγκλονιστικής ιστορίας που μου πήρε τέσσερα περίπου χρόνια να γράψω. Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία στη δίνη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην Κέρκυρα του 1916 καταφθάνουν χιλιάδες Σέρβοι στρατιώτες και πρόσφυγες που επιβίωσαν της δραματικής οπισθοχώρησης στα βουνά της Αλβανίας από τους αντιπάλους τους που τους καταδίωκαν. Η Κέρκυρα έγινε πρωτεύουσα του Σερβικού κράτους για δυο ολόκληρα χρόνια.

Μα τα βάσανα τους δεν έχουν τελειωμό καθώς χιλιάδες θα πεθάνουν από ασθένειες στο νησί του Ιονίου που θα δοκιμαστεί σθεναρά από την άφιξή τους. Το βιβλίο φέρνει στο φως ετούτα τα δραματικά ιστορικά γεγονότα που δυστυχώς λίγοι γνωρίζουμε. Μα κυρίαρχα, πρόκειται για μια ιστορία αγάπης μεταξύ ενός Σέρβου στρατιώτη και μιας Κερκυραίας, που θα γεννηθεί απρόσμενα μέσα από τα αποκαΐδια του πολέμου και των κακουχιών.

Εκείνη, βιώνει έναν μαρτυρικό γάμο που της φόρτωσαν στη σκιά ενός αδίστακτου άρχοντα του νησιού. Εκείνος, κομμάτι ενός πολεμικού δράματος που ψάχνει απεγνωσμένα ελπίδα σε τούτον τον νέο τόπο. Ο έρωτάς τους γεννιέται παράδοξα γεφυρώνοντας δεσμεύσεις, πατρίδες ,συνθήκες, κόσμους, ενάντια σε όλους και σε όλα.