Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
Όσα βλέπουν το φως της δημοσιότητας τα τελευταία εικοσιτετράωρα σχετικά με το πόσο μακριά βρισκόταν ο Πρωθυπουργός από την πραγματικότητα της χώρας αφού οι δικοί του άνθρωποι τον είχαν πείσει ότι η διαφορά με τη ΝΔ ήταν μικρή και το αποτέλεσμα των εκλογών μέχρι που θα σήμανε και την αρχή του πολιτικού τέλους του Κυριάκου Μητσοτάκη το οποίο μάλιστα ο κ. Τσίπρας και κατά δήλωσίν του θα το παρακολουθούσε τρώγοντας ποπ-κορν, είναι σοκαριστικά.
Κι αυτό γιατί ζούμε σε μια κοινωνία υπερπληροφόρησης που καθιστά αδύνατη τη δημιουργία «στεγανών» ενώ τίποτα που αφορά την εξουσία, κάθε εξουσία, δεν μπορεί να μείνει πλέον κρυφό.
Σ'αυτό το περιβάλλον υπερπληροφόρησης που είναι διάσπαρτο από γνώστες των θεμάτων οι οποίοι είναι και πρόθυμοι να συνομιλούν με τις ηγεσίες ο Πρωθυπουργός δεν κατάφερε να πληροφορηθεί αυτό που ο «κόσμος το χε βούκινο». Δηλαδή, τι σκέφτηκε όταν την Παρασκευή το βράδυ, προ των εκλογών, είδε την Πλατεία Συντάγματος άδεια από κόσμο; Δεν ένιωσε περίεργα; Και τι νόμιζε πως είναι οι Έλληνες ερευνητές κοινής γνώμης; Πρόθυμοι να καταστρέψουν καριέρες ετών για να αποδειχθούν από την κάλπη απατεώνες ή μήπως ότι ήταν σαν κι εκείνον που έστηνε επικοινωνιακά σόου στις κάμερες ρωτώντας τι ώρα θα σηκωθούν τα πυροσβεστικά αεροπλάνα ενώ ήξερε ότι υπάρχουν νεκροί το Μάτι;
Προχθές πάλι όταν μίλησε στην Πολιτική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ γιατί τους είπε ότι μετά τις εκλογές του 2014 δεν είχε ζητήσει εκλογές αφού έκανε ακριβώς το αντίθετο, υπάρχει καταγεγραμμένο στην ειδησεογραφία και σε βίντεο που μάλιστα έπαιξε πάλι πρόσφατα, λίγες μέρες πριν ανοίξουν οι κάλπες;
Όσο παράδοξο κι αν φανεί σπεύδουμε να δηλώσουμε ότι όλα αυτά δεν τα γράφουμε ως κριτική στον κ.Τσίπρα αλλά ως μαθήματα που πρέπει να κρατήσουμε όλοι και οι πολιτικοί και οι πολίτες για το που μπορεί να οδηγήσει η αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα. Θυμηθήκαμε μάλιστα μια ιστορία από το βιβλίο του Ιωάννη Βαρβιτσιώτη, «Όπως τα έζησα». Δεν έχουμε διαβάσει το ίδιο το βιβλίο αλλά την κριτική παρουσίαση που είχε κάνει ο Πάσχος Μανδραβέλης στην Καθημερινή.
Αντιγράφουμε:
«Ήταν Κυριακή. Καταχείμωνο», διηγείται ο κ. Βαρβιτσιώτης. «Δεν είχε καλά ξημερώσει, όταν γύρω στις επτά το πρωί χτυπά το τηλέφωνο στο σπίτι μου... Ήταν ο πρωθυπουργός!
«Γιάννη, τι διαβάζω σήμερα στην Καθημερινή;»
«Τι, κύριε πρόεδρε;» απαντώ αιφνιδιασμένος.
«Τα ραδίκια, Γιάννη, πουλιούνται δεκαεπτά δραχμές το κιλό; Γιατί;» (...)
Ντύνομαι όσο πιο γρήγορα μπορώ και με το αυτοκίνητό μου αρχίζω να ψάχνω να βρω ανοιχτό περίπτερο για ν'' αγοράσω εφημερίδα... Γυρίζω σπίτι και προσπαθώ να διαβάσω την είδηση. Μετά από ψάξιμο ενός τετάρτου ανακαλύπτω σε ένα ανούσιο ρεπορτάζ να είναι «θαμμένη» με ψιλά γράμματα η αναφορά στα ραδίκια των δεκαεπτά δραχμών - χωρίς καμιά μνεία ότι η τιμή τους έχει εκτιναχθεί στα ύψη».
Αφού ο πρώην υπουργός αναζήτησε τους αρμόδιους αγορανομικούς παράγοντες, ξύπνησε ένα φίλο του μανάβη για να διαπιστώσει ότι η τιμή των ραδικιών ήταν 7 δρχ. αντί για 17 που ήθελε ο δαίμων του τυπογραφείου. Τηλεφωνεί στον Καραμανλή: «Κύριε πρόεδρε, πρόκειται για τυπογραφικό λάθος. Το επτά έγινε δεκαεπτά». Και ο Καραμανλής: «Είπα κι εγώ!»
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όπως και κάθε άλλος εχέφρων άνθρωπος με στοιχειώδη κριτική σκέψη θέτει στον εαυτό του ερωτήσεις και αναζητά μόνος του τις απαντήσεις. Κάποιοι θα μας αντιτείνουν ότι ο κ.Τσίπρας είχε τυφλή εμπιστοσύνη στους συνεργάτες του. Μόνο που ο ελληνικός λαός σε εκείνον έδωσε την εντολή να κυβερνήσει, όχι στους συνεργάτες του.