Του Γιάννη Γιαννούδη*
H εκπαίδευση ως υπηρεσία έχει το χαρακτηριστικό ότι παράγεται από έναν άνθρωπο, τον δάσκαλο, και καταναλώνεται από άλλους ανθρώπους, τους μαθητές, κατά την στιγμή της παραγωγής της. Συνεπώς, όσο καλός και να είναι ο στρατηγικός σχεδιασμός και η υλικοτεχνική υποδομή που κρύβεται από πίσω, o ανθρώπινος παράγοντας θα παίζει πάντοτε τον κεντρικό ρόλο.
Καλός δάσκαλος είναι αυτός που διαθέτει τα εξής χαρακτηριστικά:
1.Αγαπάει το αντικείμενο με το οποίο ασχολείται και νοιάζεται βαθιά να μεταδώσει τις γνώσεις του και σε άλλους ανθρώπους
2.Οι αξίες του και η παιδαγωγική του προσέγγιση «κουμπώνουν» με τις αξίες και την προσέγγιση του φορέα για τον οποίο εργάζεται – αλλά και με αυτές όσων επιμορφώνει. Ο πραγματικά σπουδαίος Δάσκαλος, με τον λόγο του και το παράδειγμά του επηρεάζει βιωματικά αυτούς που διδάσκει.
Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα πως για να φτιάξουμε πραγματικά καλή εκπαίδευση στην χώρα, θα πρέπει:
1. Να ορίσουμε κατ' αρχήν με σαφήνεια τα χαρακτηριστικά που θέλουμε αυτή να έχει, τους μακροπρόθεσμους εκπαιδευτικούς στόχους που θέλουμε να επιτύχουμε ως έθνος και την στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθήσουμε.
2. Και στην συνέχεια, να βρούμε τους εκπαιδευτικούς που ταιριάζουν στα παραπάνω, να τους τοποθετήσουμε στις σωστές θέσεις και να τους δώσουμε την ελευθερία, τον χρόνο και τα εργαλεία που χρειάζονται για να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Στην Ελληνική εκπαίδευση (και όχι μόνο) συμβαίνει κάτι παράδοξο: έχουμε πολλούς και καλούς δασκάλους οι οποίοι προέρχονται από πανεπιστήμια με εξαιρετικούς καθηγητές και καλά προγράμματα σπουδών.
Το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα όμως που παράγει η χώρα θεωρείται από όλους μας χαμηλού επιπέδου και απαξιωμένο. Αυτό κυρίως συμβαίνει διότι οι καλοί παιδαγωγοί, καίτοι υπάρχουν, δεν βρίσκουν τον ζωτικό χώρο για να εφαρμόσουν τις ιδέες και τις γνώσεις τους ώστε να επηρεάσουν το σύνολο.
Για δύο λόγους συμβαίνει αυτό:
1.Διότι το αρτηριοσκληρωτικό μας κράτος εμπλέκεται πολύ περισσότερο απ' ότι θα 'πρεπε στον κεντρικό εκπαιδευτικό σχεδιασμό και εκμηδενίζει το ατομικό στοιχείο. Ο εκπαιδευτικός, μέσα στην τάξη, καλείται βασικά να διεκπεραιώσει μία κεντρικά σχεδιασμένη διαδικασία και όχι να εισφέρει δημιουργικότητα, προσωπικότητα & έμπνευση.
2. Διότι η κατεστημένη Ελληνική πρακτική ευνοεί την συνδικαλιστικά επιβαλλόμενη ιεραρχική εξέλιξη, δίχως να λαμβάνει υπ' όψιν την ατομική ικανότητα. Έτσι, καλοί και διψασμένοι για ποιοτική δουλειά νέοι εκπαιδευτικοί καλούνται από νωρίς, είτε να συμβιβαστούν με το σύστημα της δημόσιας εκπαίδευσης και να δεχθούν να υπηρετήσουν πειθήνια κάτω από τις εντολές υποδεέστερων προϊσταμένων, είτε να αναζητήσουν διέξοδο στον ιδιωτικό τομέα, εγχώριο και μη, εκεί όπου η ικανότητα και το πάθος πάντοτε θα παίζουν πρωτεύοντα ρόλο σε σχέση με κάθε είδους γραφειοκρατική ιεράρχηση. Οι λίγες, ελάχιστες εξαιρέσεις, επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
H κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη λοιπόν, στην προσπάθεια να αλλάξει την Ελληνική δημόσια εκπαίδευση θα πρέπει πρώτα απ' όλα να αξιοποιήσει με τρόπο βέλτιστο την Ελληνική εκπαιδευτική κοινότητα, απελευθερώνοντας την από τον ασφυκτικό (και ενίοτε καταστροφικό) έλεγχο της κεντρικής διοίκησης.
Η άμεση και ουσιαστική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι ζωτικής σημασίας. Όχι για να απολυθούν οι μη επαρκείς - αλλά για να εντοπισθούν οι ικανοί και παθιασμένοι δάσκαλοι και να αξιοποιηθούν σε θέσεις αυξημένης ευθύνης (π.χ. διευθυντές σχολικών μονάδων), εκεί όπου θα μπορέσουν να αφήσουν το δικό τους μοναδικό παιδαγωγικό αποτύπωμα. Από κάτω προς τα πάνω και όχι αντίστροφα.
Η αξιολόγηση του προσωπικού άλλωστε γίνεται πάντοτε με στόχο την τοποθέτηση των κατάλληλων ανθρώπων στην κατάλληλη θέση. Βασική προϋπόθεση για αυτό είναι να υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα για τα χαρακτηριστικά που απαιτεί η κάθε εργασία, με γνώμονα την εξυπηρέτηση της στρατηγικής και του σκοπού που θέλουμε να επιτύχουμε.
Διότι π.χ. είναι εντελώς διαφορετικό το προφίλ του ανθρώπου που μπορεί (και θέλει) να διοικεί καθημερινά μια σχολική μονάδα 500 μαθητών και 50 εργαζομένων σε σχέση με το προφίλ ενός ανθρώπου που αρέσκεται να κάθεται μόνος του σε ένα γραφείο έως αργά το βράδυ και να αναλύει παιδαγωγικά δεδομένα. Οι δύο αυτοί άνθρωποι, αν από λάθος σχεδιασμό καταλάβουν τις ανάποδες θέσεις, ίσως παράξουν χάος. Αν όμως τοποθετηθούν στις σωστές θέσεις θα διακριθούν, θα προσφέρουν στο σύνολο και θα είναι φυσικά και πολύ χαρούμενοι για την δουλειά τους!
Επείγει λοιπόν να γίνει επιτέλους μια σωστή ανακατανομή και αξιοποίηση του Ελληνικού εκπαιδευτικού δυναμικού. Η διεθνής εμπειρία προσφέρει δεκάδες μοντέλα εντοπισμού και αξιολόγησης ικανοτήτων και στην χώρα μας υπάρχουν πολλοί ανεξάρτητοι φορείς που μπορούν να φέρουν σε πέρας ένα τέτοιο έργο σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας γρήγορα, αποτελεσματικά και προπαντός αμερόληπτα.
Σε όλο αυτό το έργο, οι Έλληνες εκπαιδευτικοί θα πρέπει να είναι σύμμαχοι της κυβέρνησης και όχι αντίπαλοι. Και το πιο δύσκολο, ίσως, κομμάτι της εξίσωσης είναι ότι κάποιος πρέπει να βρει τρόπο να τους πείσει για αυτό.
Ο κ. Γιάννη Γιαννούδης είναι Director, Dorothy Snot preschool & kindergarten