Αυτός ο άτιμος ο θάνατος λοιπόν, όταν επελαύνει ξανατοποθετεί τα πράγματα και τα πρόσωπα γύρω μας από την αρχή. Παίρνει στο κυνήγι τις ανούσιες σκέψεις, μας καταβυθίζει σε φιλοσοφικές ενατενίσεις, αναβάλει τα κατεπείγοντα, φρενάρει τα εσπευσμένα. Για λίγο, θα πείτε, αλλά κι αυτό το λίγο κέρδος είναι. Εξανθρωπιζόμαστε για μια στιγμή, σε μια κοινωνία που θεοποιεί το ασήμαντο και επιβραβεύει το εγωιστικό.
Η Φώφη κάθε χρόνο, την ημέρα της γιορτής της μάζευε μερικούς φίλους στο σπίτι της. Ήταν από τις λίγες διαχρονικές χαρές της, όλο με τον καρκίνο παρέα ζούσε σε κείνο το οίκημα. Πρώτα με τους γονείς της και μετά με την ίδια. Θυμάμαι λοιπόν σαν τώρα την «Αυριανή» του Κουρή να έχει δημοσιεύσει στην πρώτη σελίδα μια φωτογραφία της να χορεύει στο σαλόνι της, με τίτλο «αίσχος, ο κόσμος πεινά κι η Φώφη το γλεντάει». Τον καιρό του Σημίτη αυτά, τότε που ο κόσμος «πεινούσε». Που είναι τώρα ο Γιώργης ο Κουρής και που η Φώφη η Γεννηματά;
Γι αυτό σας λέω, κρατείστε στην μνήμη σας αυτές τις σπάνιες μέρες που περνάμε, δεν θα τις ξαναβρούμε εύκολα. Κι όλα αυτά που ακούγονται για τις παρακαταθήκες της γενναίας Φώφης στο κόμμα της και στο σύνολο της πολιτικής μας ζωής, μην αμφιβάλετε, στάχτη και μπούρμπερη θα γίνουν σε δυο- τρεις μέρες. Αλλά ως τότε, ας τα απολαύσουμε.
Θυμάμαι τον πατέρα της τον Γιώργο Γεννηματά να κάθεται απέναντι μου και να μου εξηγεί πόσο μεγάλα πράγματα σκόπευε να κάνει τα επόμενα είκοσι παραγωγικά χρόνια της ζωής του. Και σε δώδεκα μήνες πέθανε. Θυμάμαι την Φώφη, εικοσάχρονη παιδούλα να κάθεται παρέα με την Μαριλίζα σε μια φοιτητοκαφετέρια απέναντι από την Νομική και να γελάνε ανέμελα. Είδατε πως τα φέρνουν οι διαδρομές της ζωής; Και πως τα σαρώνει όλα ο θάνατος;
Καμιά φορά, όταν προκύπτουν τέτοια δραματικά απρόσμενα που μας κάνουν να νιώθουμε απότομα γερασμένοι, μου περνά απ’ το μυαλό ότι είναι ίσως καλύτερα να κατατρυχόμαστε με τα σαχλά, τα επουσιώδη και τα ανούσια. Ξορκίζουμε τον φόβο.