Του Γιάννη Ανδρουλάκη*
Στο σόι μας, στην δουλειά μας, στην παρέα μας, όσοι έχουμε γράψει χιλιόμετρα διαδρομής στην ζωή μας, επαγγελματική και κοινωνική, υπάρχουν οπαδοί και φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ. Κάποιες φορές μας κακοφαίνεται, πάμε να χτίσουμε απόσταση και να χαλάσουμε τις καρδιές μας αλλά αυτό δεν διαρκεί για πολύ. Και δεν διαρκεί επειδή, πολλές φορές η ένταξη ή η απένταξη των ανθρώπων από ιδεολογικά ή πολιτικά στρατόπεδα είναι αποτέλεσμα συγκυριών, υπόγειων ή υποσυνείδητων διεργασιών αλλά και βιοτικών εξαρτήσεων ή συμφερόντων, γεγονότα που δεν τους καθορίζουν ολοκληρωτικά δεν δημιουργούν δηλαδή έναν ανθρωπότυπο ξένο και αποκρουστικό προς εμάς, όπως πιθανόν εσφαλμένα φοβούνται κάποιοι.
Ταυτόχρονα πρέπει να συνεκτιμήσουμε, ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είχαμε ή δεν έχουμε τις ίδιες ευκαιρίες να εμβαθύνουμε σε προβληματισμούς, να φιλτράρουμε πληροφορίες και ερεθίσματα, να ασκούμε διάκριση των εννοιών και των πραγμάτων και να προβλέπουμε στοιχειωδώς πράγματα που μετά βεβαιότητας θα μας συμβούν. Επίσης όλοι οι άνθρωποι δεν διαθέτουμε το ίδιο ψυχικό έρμα, ώστε να ανταπεξέλθουμε με επιτυχία στους εσωτερικούς κλυδωνισμούς που δημιουργούνται από το δίκαιο παράπονο του παραγκωνισμού, ακόμη-ακόμη και από τον φθόνο εναντίον εκείνου που προκόβει, που είναι καλύτερος από μας, που δεν αναζητεί σε συνωμοσίες και σκοτεινούς εχθρούς τις αιτίες της κακοδαιμονίας του.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι εμείς που δεν είμαστε συριζαίοι είμαστε οι καλοί. Ότι δεν παραπλανηθήκαμε, δεν κάναμε λάθος και δεν θέλουμε πάρε-δώσε με την εξουσία και τα οφέλη της. Με τους δίπλα μας, που τα έπαθαν όλα αυτά και δεν είναι λίγοι, τι πρέπει να κάνουμε? Να τους αγνοήσουμε, να θεωρήσουμε ότι δεν υπάρχουν ή να τους αντιμετωπίσουμε ως εχθρούς? Αυτό, εκτός από ανέφικτο μοιάζει και εξαιρετικά άγονο. Υπάρχουν θέλουμε δεν θέλουμε, μοιραζόμαστε πράγματα μαζί τους, σμίγουμε σε διάφορες εκδηλώσεις και δραστηριότητες του κοινωνικού βίου. Δουλεύουμε μαζί τους, τους έχουμε πελάτες, συνεργάτες, αφεντικά, τους αναθέτουμε δουλειές, συνδιαλεγόμαστε, συναποτελούμε μαζί τους ως ιδεατή ενότητα αυτό που ονομάζεται «λαός». Αν αυτό δεν το υπολαμβάνουμε ως δεδομένο είμαστε εκτός πραγματικότητας, ακατάλληλοι να ασχολούμαστε με τα κοινά και ελάχιστα χρήσιμοι τόσο στον εαυτό μας όσο και στον κύκλο των ανθρώπων που σχετίζονται στενά μαζί μας.
Ο διπλανός μου ο συριζαίος λοιπόν, δεν είναι εχθρός μου. Δεν είναι ανύπαρκτος, αόρατος ή παρακατιανός. Δεν βρίσκεται κάτω από τα ραντάρ του ενδιαφέροντός μου. Είναι η ζωντανή πρόκληση της δικής μου πολιτικής προσπάθειας. Να ακούσω με υπομονή, να μιλήσω με πειθώ, να τον προβληματίσω και να τον μεταπείσω. Να του εξηγήσω γιατί ο δικός μου θυμός πέρασε γρηγορότερα, γιατί η ίδια η ζωή άλλαξε την ατζέντα και τις προτεραιότητες, γιατί οι σημερινοί στους οποίους επένδυσε είναι χειρότεροι από τους προηγούμενους που και εγώ όμως τους έχω αφήσει πίσω μου. Έτσι γίνεται η πολιτική συζήτηση. Με επιχειρήματα, με επίγνωση ότι η σκέψη των ανθρώπων μπορεί να αλλάξει αρκεί να ακολουθείς τον ενάρετο δρόμο του διαλόγου και της πειθούς.
Σε ένα χρόνο έχουμε εκλογές. Αν δεν μεταπείσεις ανθρώπους, το εκλογικό αποτέλεσμα δεν θα αλλάξει. Ο διπλανός μου ο συριζαίος λοιπόν δεν είναι μία χαμένη υπόθεση. Είναι μία διεκδικήσιμη πολιτική μετατόπιση προς τις δικές μου απόψεις. Αυτή είναι η πεμπτουσία της πολιτικής και αυτό αξίζει να το κάνει κανείς με κέφι και πίστη!
*Ο κ. Γιάννης Ανδρουλάκης είναι δικηγόρος, γενικός γραμματέας της Δράσης.