Πριν από τρία τέταρτα του αιώνα, οι ηττημένες γερμανικές δυνάμεις συνθηκολογούσαν με τους Συμμάχους. Έκτοτε, η 8η Μαΐου γιορτάζεται ευρέως ως «ημέρα της νίκης στην Ευρώπη»· μιας νίκης ποτισμένης με το αίμα εκατομμυρίων ανθρώπων, στην πλειονότητά τους αμάχων· μιας νίκης που δεν σήμανε αυτονόητα την επικράτηση της ειρήνης ή της δημοκρατίας.
Σταθμό στην πορεία προς τον πιο καταστροφικό και απάνθρωπο πόλεμο της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας Ιστορίας αποτέλεσε η Μεγάλη Οικονομική Κρίση που ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1929.
Βεβαίως, τα αίτια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ανάγονται, ως ένα βαθμό, στα τραύματα και τις εκκρεμότητες που άφησε ο Πρώτος. Ωστόσο, χωρίς την Κρίση και την επακόλουθη βαθιά Ύφεση δεν θα είχε αναδειχθεί στην εξουσία ο Αδόλφος Χίτλερ.
Προ Κρίσης, και παρά τον πληγωμένο εθνικισμό των Γερμανών, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα κυμαινόταν γύρω στο 2,5%. Στις εκλογές του 1930 ξεπέρασε το 18% για να εκτιναχθεί στο 37,5% τον Ιούλιο του 1932.
Στην άλλη άκρη του βόρειου ημισφαιρίου, μετριοπαθείς κυβερνώντες έδωσαν τη θέση τους σε μια μιλιταριστική ελίτ που έβλεπε τη λύση του οικονομικού προβλήματος της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου στην επέκτασή της σε βάρος της γειτονικών χωρών.
(Στην Ιταλία, ο Μουσολίνι – πρώτος διδάξας του φασισμού – μετρούσε χρόνια στην εξουσία, αλλά η χώρα του δεν μπορούσε να απειλήσει σοβαρά την παγκόσμια ειρήνη. Στη Σοβιετική Ένωση, ο Στάλιν – σχεδόν πάντα πολύ προσεκτικός παίκτης στη διεθνή σκακιέρα – ήταν απασχολημένος με την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια χώρα»).
Σε όλο τον κόσμο, η τρομερή δεκαετία του ’30 σήμανε την υποχώρηση της δημοκρατίας – περισσότερο ή λιγότερο φιλελεύθερης – προς όφελος του αυταρχισμού και του ολοκληρωτισμού. Ο λόγος ήταν η αδυναμία των κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν την Κρίση που οδηγούσε στρατιές ανέργων και υποαπασχολούμενων στην απόγνωση.
Μπορεί να υποστηριχθεί, λοιπόν, ότι η μεγαλύτερη οικονομική κρίση του 20ού αιώνα έπληξε καίρια την απήχηση της δημοκρατίας και συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάδυση δύο ανελεύθερων καθεστώτων, σε Γερμανία και Ιαπωνία, τα οποία με την επεκτατική πολιτική τους αιματοκύλισαν τον κόσμο.
Μπορεί να συμβεί κάτι ανάλογο σήμερα;
Το ευτύχημα είναι ότι σήμερα καμία σημαντική δύναμη δεν κινδυνεύει να βρεθεί υπό τον έλεγχο ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, στα πρότυπα του μεσοπολέμου. Οι επίδοξοι μιμητές του Χίτλερ ή του Στάλιν βρίσκονται στο περιθώριο· τυχόν συγκαλυμμένοι θαυμαστές τους αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητα εμπόδια, χάρη στις ισχυρές διεθνείς αντιστάσεις που ακόμα τροφοδοτεί η εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και Σιδηρού Παραπετάσματος.
Μένουν οι αυταρχικές ηγεσίες – και τέτοιες πράγματι κυβερνούν σημαντικές χώρες (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Βραζιλία, Τουρκία). Ορισμένες από αυτές κινούνται στον αστερισμό του λαϊκισμού. Οι περισσότερες (πλην της Κίνας) λειτουργούν σε συνταγματικά πλαίσια που προβλέπουν τη δυνατότητα αλλαγής στη διακυβέρνηση μέσω εκλογών.
Το ότι η Ρωσία, η Τουρκία ή η Ουγγαρία δεν διολισθαίνουν στον απροκάλυπτο αυταρχισμό – τη δικτατορία – οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ιστορική παρακαταθήκη του 1945 και του 1990.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με ό,τι συνέβη στη Γερμανία ή την Ιαπωνία του 1930, η σημερινή Κρίση που πυροδότησε η πανδημία βρήκε εχθρούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας (τύπου Τραμπ, Πούτιν, Ερντογάν, Μπολσονάρου και, φυσικά, των «συντρόφων» του Πεκίνου) στην εξουσία.
Και ο κορωνοϊός δεν κάνει διακρίσεις. Δοκιμάζονται εξίσου αυταρχικοί ή και λαϊκιστές ηγέτες όσο και οι προσηλωμένοι στη δημοκρατία ομόλογοί τους. Και οι επιδόσεις των πρώτων απέχουν πολύ από του να κρίνονται ικανοποιητικές – σίγουρα όχι καλύτερες από εκείνες των δευτέρων.
Το ευτύχημα, λοιπόν, είναι ότι οι αυταρχικές και λαϊκιστικές συνταγές δεν πιάνουν στη σημερινή Κρίση (σε αντίθεση με ό,τι συνέβη με τον γερμανικό επανεξοπλισμό ή την ιαπωνική επιθετικότητα στη δεκαετία του 1930). Αυτό, σε συνδυασμό με τα όποια αντισώματα μάς άφησε η οδυνηρή εμπειρία του 20ού αιώνα απέναντι στον ιό του ολοκληρωτισμού, αλλά και η άνευ προηγουμένου οικονομική αλληλεξάρτηση που έφερε η ύστερη παγκοσμιοποίηση φαίνεται να γέρνουν την πλάστιγγα υπέρ της ειρήνης και της δημοκρατίας – κατακτήσεων που θα ήταν τραγικό λάθος να θεωρήσουμε δεδομένες.
Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του Α.Π.Θ.