Δικαιολογώ τους συμπολίτες μας οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι αλλεπάλληλες εμφανίσεις πανεπιστημιακών στα τηλεοπτικά παράθυρα και οι προϊούσης της πανδημίας αναθεωρήσεις των απόψεών τους, δημιουργούν μια κάποια σύγχυση σχετικά με την τραγωδία του COVID-19, όμως δεν συμφωνώ μαζί τους. Συνήθως πρόκειται για άλλοθι απειθαρχίας ή προϊόν της αρνητικής ψυχολογίας του εγκλεισμού και πάντως, η αντίδραση αυτή είναι μάλλον άδικη, προκειμένου περί μάχιμων κατά κανόνα γιατρών, με εμπειρικά καλλιεργημένη δεξιότητα χειρισμού ανθρώπων και ενσυναίσθηση που υπερβαίνει τα ακρότατα όριά της, όπως φαίνεται από την σεμνή και εμψυχωτική παρουσία του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα.
Έτσι είναι από τη φύση της η επιστήμη, δυναμική, πολυδιάστατη και πολυφωνική. Οι διαφορετικές αποχρώσεις των απόψεων και πολλές φορές οι αντικρουόμενες γνώμες των επιστημόνων ενισχύουν την πρόοδο, ασχέτως αν στα μάτια των πολλών μοιάζουν με μειονέκτημα. Αυτή είναι η αθέατη για τους πολλούς καθημερινότητα της επιστήμης που ελάχιστα εκτίθεται στα τηλεοπτικά παράθυρα, στην οποία χρωστάμε απεριόριστη ευγνωμοσύνη.
Υπάρχει όμως μία ομοταξία πανεπιστημιακών, που από μόνη της συνιστά μία αξιοπρόσεκτη κατηγορία την οποία αποκαλώ «ο κύριος καθηγητής», αν και ο όρος μοιάζει σεξιστικός, μετά το φαινόμενο της κυρίας που έκλεισε το μάτι σε μία διόλου επιστημονική οπτική προκειμένου να ενισχύσει το θαύμα που μοιάζει να πίστεψε χωρίς να κρύψει τον ενθουσιασμό της, ότι θα προσγειωθεί ως σωτήρας στον πολιτικό στίβο. Παρά ταύτα, τον διατηρώ για πρακτικούς λόγους.
Στην μειοψηφική αλλά δυσανάλογα προβεβλημένη αυτή κλάση, επανέρχεται συχνά η σκέψη μου, αυτές τις ημέρες που χρειάζεται να συμμετέχω στην υποστήριξη της ενέργειας της Αττικό Μετρό, να αιτηθεί στο Υπουργείο Πολιτισμού, πριν από έναν χρόνο, την άδεια να κατασκευάσει τον Σταθμό Βενιζέλου του μετρό της Θεσσαλονίκης, μετά από προσωρινή απόσπαση των αρχαιολογικών ευρημάτων και να τα επανατοποθετήσει πριν την παράδοσή του σε λειτουργία ταυτόχρονα με το σύνολο της βασικής γραμμής. Ο λόγος είναι ότι επιχειρείται, οι αβίαστα καταγεγραμμένες απόψεις πλειάδας στελεχών της Αττικό Μετρό, με ανυπολόγιστα «ένσημα» στον σχεδιασμό και την κατασκευή δικτύων υπογείων αστικών σιδηροδρομικών έργων, να αφοπλιστούν με μόνες τις υπογραφές «κυρίων καθηγητών» που με διαφορετικό κίνητρο καθένας τους, έσπευσαν να καταθέσουν την γνώμη τους στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα μέσα.
Θα ήμουν εντελώς ισοπεδωτικός αν δεν αναγνώριζα ανάμεσά της, μια υφομοταξία που προσπαθεί με μία προσομοίωση ακαδημαϊκής προσέγγισης, να διατηρήσει ένα επίπεδο επιστημονικής ακεραιότητας, το οποίο δεν αμφισβητώ πως όλοι τους διαθέτουν πλήρως στο αυστηρά επιστημονικό πεδίο τους. Και πάλι όμως, μοιραία, δεν αποφεύγονται τα ίδια συστηματικά λάθη στα οποία υποπίπτουν οι υπόλοιποι, με σημαντικότερο αυτό της αναφοράς σε παραδείγματα ξένα προς την υπό εξέταση περίπτωση. Με γενικόλογες και θεωρητικές αναφορές που δεν αξίζουν καν το μελάνι της απάντησης, επιχειρείται η υπέρβαση της έλλειψης επιχειρηματολογίας επί πραγματικών προβλημάτων, όπως είναι στην περίπτωση της Βενιζέλου, αυτά που αφορούν την ασφάλεια των εργαζομένων στο έργο ή το κόστος του. Κι αν αυτό είναι ανεκτό, το προηγούμενο λάθος είναι ασυγχώρητο και δεν προσφέρει την επιδιωκόμενη ασυλία, παρά την σχετική ευπρέπεια του εγχειρήματος.
Θα επιμείνω όμως στα πιο κραυγαλέα χαρακτηριστικά του ανθρωπότυπου αυτού, που εμφανίζεται σε όλο του το μεγαλείο στα κείμενα που χρειάστηκε να απαντήσουμε στην Αττικό Μετρό και που ξεπηδάει συστηματικά από τα αρχαία της Βενιζέλου.
Ο «κύριος καθηγητής» με την υπόμνηση αυτής και μόνο της ιδιότητάς του, επισκιάζει όλα τα άλλα: Ακόμα κι αν παραθέτει ένα βιογραφικό πλήρες πολιτικών ιδιοτήτων και αποπνέον πολιτικές φιλοδοξίες, ο χαρακτήρας αυτός του κειμένου του πρέπει να τύχει μίας ουδέτερης ανάγνωσης. Η καθηγεσία επισφραγίζει τα πάντα.
Ο «κύριος καθηγητής» ξεκλειδώνει μυστικά του κόσμου, ακατάληπτα στους υπολοίπους που μάλλον πρέπει να ζήσουν με τις ενοχές τους γι’ αυτήν τους την αδυναμία: Καλού – κακού, πουλάει και λίγη επιστήμη στις πρώτες σελίδες του πονήματός του για να αντιληφθούν οι ανυποψίαστοι νομικοί το βάθος της γνώσης του. CAT και ΝΑΤΜ, μία πρωτοποριακή ιδέα συνδυασμού μεθόδων διάνοιξης σηράγγων, που όμως δεν έχουν καμία σχέση με το εξεταζόμενο θέμα, όπως μπορεί να αντιληφθεί οποιοσδήποτε πρωτοετής φοιτητής Πολυτεχνείου. Έχει ξεχάσει να περάσει στο επόμενο κεφάλαιο. Και άλλωστε, ποιος θα το καταλάβει από τους νομικούς που θα τον διαβάσουν; Αφήστε που ποντάρει στο αυτάρεσκο, πως εάν δουν την υπογραφή «κύριος καθηγητής» θα πάνε κατευθείαν στο διά ταύτα, δεν θα τον διαβάσουν.
Ο «κύριος καθηγητής» δεν έχει όρια: Αναιδώς, απευθύνεται σε νομικούς που έχουν εκδικάσει εκατοντάδες υποθέσεις διαφορών για θέματα μελετών και παίζουν την νομοθεσία των δημοσίων έργων στα δάκτυλά τους και ισχυρίζεται ξεδιάντροπα ότι οι μηχανικοί της Αττικό Μετρό δεν έχουν δικαίωμα ούτε να συντάσσουν μελέτες, ούτε καν να ελέγχουν τις μελέτες στα πλαίσια των συμβάσεων που διοικούν και επιβλέπουν. Μόνο να τις σχολιάζουν. Υποθέτω πως εννοεί ότι κι αυτό πρέπει αν το κάνουν με μέτρο. Το δικαίωμα αυτό υφίσταται απεριόριστα μόνο στα social media των επί παντός επιστητού ειδικών.
Ο «κύριος καθηγητής» δεν έχει αισθήματα: Ακόμα κι αν συνεργάστηκε με κάποιους ανθρώπους στο παρελθόν, ακόμη κι αν τα βιογραφικά τους, του έδωσαν πρόσφατα σχετικά, την ευκαιρία για αρκετά ταξίδια εμπορίας εξωστρέφειας ανά την υφήλιο, αυτοί πρέπει να αποδεχθούν αγόγγυστα την εκ μέρους του κατάταξη στην υποδεέστερη και αγνοητέα κάστα των ασχέτων. Εξάλλου, αν τολμήσουν να σηκώσουν φωνή, δεν πρέπει να ξεχνούν πως «οι καιροί αλλάζουν».
Ο «κύριος καθηγητής» δεν εκλαϊκεύει, λαϊκίζει: Γι’ αυτόν, το μετρό είναι ό,τι μοιάζει κατανοητό στον ανυποψίαστο μελλοντικό χρήστη του. Σταθμοί, γραμμές και ο Τόμας το τρενάκι. Ότι στην πραγματικότητα είναι ένα περίπλοκο επεκτάσιμο δίκτυο, όπου οι ηλεκτρονικές εγκαταστάσεις, το τροχαίο υλικό και τα ηλεκτρονικά συστήματα πρέπει να συντονιστούν με τα έργα πολιτικού μηχανικού και να πιστοποιηθούν για την ακρίβεια και την ασφάλεια τους και ότι σε αυτό δεν γυρνάει οποιοσδήποτε έναν διακόπτη κατά βούλησιν, πολλοί θα το ακούσουν, λίγοι θα το καταλάβουν.
Ο «κύριος καθηγητής» ζει στην μοναξιά του: Όταν μπροστά στα μάτια του, πλήττεται χυδαιότατα η προσωπικότητα συναδέλφου του με βαριές επιστημονικές περγαμηνές και μέλους της Ακαδημίας Αθηνών ως δήθεν αργυρώνητου μερίμνη των διοικήσεων της Αττικό Μετρό που υποστήριζαν την μοναδική εφικτή λύση στην οποία επανήλθαμε, αυτός σφυρίζει κλέφτικα αν και πιθανολογώ ακόμη χειρότερα πράγματα.
Ο «κύριος καθηγητής» είναι ατρόμητος: Δεν φοβάται την άλλη όψη της μοναξιάς, αυτήν στην οποία μπορεί να εκτεθεί εάν ξαφνικά, για τις εναλλαγές και με διαφορά ολίγων ημερών «ορθές επαναλήψεις» των απόψεων του, υποστεί δημοσίως την διαπόμπευση στην οποία εκτίθεται ο ακαδημαϊκός που μνημονεύω παραπάνω, αδίκως εκείνος βεβαίως αφού η στοχοποίηση του αφορά την σταθερότητα της θέσης του, όχι το ανέμισμά του στους καιρούς.
Ο «κύριος καθηγητής» έχει άγνοια κινδύνου: Φαντάζομαι ότι δεν μπορεί να διανοηθεί πως η ανασκαφή στους servers της Αττικό Μετρό, θα φέρει στην επιφάνεια ενστάσεις του, που όλως περιέργως ταυτίζονται με αυτές που οι μηχανικοί της εταιρίας εγείρουν χωρίς καμία προσυνεννόηση, τις οποίες λίγους μήνες αργότερα ο ίδιος ξεχνά, σε ένα προφανώς προσχηματικής επιχειρηματολογίας κείμενο.
Ο «κύριος καθηγητής» δεν χρειάζεται επαλήθευση των ισχυρισμών του: Αποφαίνεται με το κύρος της υπογραφής του ότι η Αττικό Μετρό δεν θέλει να κάνει στην Βενιζέλου, αυτά που έχει στο παρελθόν εφαρμόσει στο Μοναστηράκι. Αν συγκρίνει καρπούζια με πορτοκάλια, μικρή σημασία έχει. Σε αυτό, χρειάζονται λίγα λόγια παραπάνω:
Ότι στο Μοναστηράκι οι εργασίες κατασκευής του σταθμού δεν έγιναν μέσα σε ένα μη επεκτάσιμο ή παραβιάσιμο κλειστό μπετονένιο «κουτί», όπως είναι το εργοτάξιο της Βενιζέλου, μικρή σημασία έχει.
Ότι είναι προφανέστατα πολύ διαφορετική η στατική λειτουργία μίας θολωτής (σε εγκάρσια τομή) διάταξης microtunnels από μια επίπεδη κατασκευή σωλήνων, που πρέπει να υποστυλωθεί για να προστατευθεί έναντι της κάμψης και της θραύσης και κατά συνέπεια να διασφαλιστούν τα αρχαία από καθιζήσεις, είναι άνευ σημασίας.
Ότι στο Μοναστηράκι, η πρώτη κατασκευάστηκε κάτω από ένα σταθερό εδαφικό στρώμα πάχους 15 μέτρων περίπου, που την χώριζε από την οδό Ερμού της Αθήνας, σε αντίθεση με τα μόλις 3 μέτρα χαλαρών προσχώσεων μεταξύ προηγουμένων της ρωμαϊκής περιόδου αρχαιολογικών ερειπίων που μάλιστα διατρώνται σημειακά στην περίπτωση της Βενιζέλου, είναι άνευ σημασίας.
Ότι ήταν ο αρχαιολογικός χώρος του Ηριδανού που υποστηρίχτηκε με pipe jacking υπό εντελώς άσχετες συνθήκες και όχι η Παντάνασσα που βρίσκεται νοτιότερα του σταθμού και όχι πάνω του, δεν έχει σημασία. Κοντά πέσαμε.
Ότι ο ίδιος ναός είχε υποστεί μεγάλες ζημίες και είχε πλήρως αποδιοργανωθεί στατικά από τις διατρήσεις για την κατασκευή των αγκυρίων των πλευρικών τοιχίων του κατασκευαστικού φρέατος, δεν έχει σημασία για την διερεύνηση της τύχης των προς διατήρηση αρχαιοτήτων της Βενιζέλου, κάτω από τα οποία θα έπρεπε στην in situ υποθετική λύση, να γίνουν βαριές εργασίες.
Ότι το ασφυκτικό μέσα από τους διαφραγματικούς τοίχους εργοτάξιο της Βενιζέλου, δεν επιτρέπει διορθωτικά μέτρα αν παραβιασθεί η απαιτούμενη ακρίβεια, δεν έχει σημασία.
Ο «κύριος καθηγητής» δεν έχει ανάγκη να ακούσει: Όταν πριν από 11 μήνες, πέρασα μία από τις πιο αγχώδεις νύχτες της ζωής μου σε μία πιεστική διαδικασία στο ΚΑΣ, εκμυστηρεύτηκα στους συνεργάτες μου ότι ο καθηγητής της δομοστατικής που συμμετείχε σε αυτό, έμοιαζε να έχει προειλημμένη άποψη, πράγμα καθόλου μεμπτό. Μήνες αργότερα, διαβάζοντας τα πρακτικά, αντελήφθην ότι είχε απλώς μία επιδερμική εικόνα του θέματος και γι’ αυτό οι παρεμβάσεις του ήταν απλώς αδιάφορες ούτως ώστε να εγγράψει μία οφειλόμενη -ευτυχώς- μειοψηφία.
Σήμερα, αντιλαμβάνομαι πως και η ακοή του ήταν επιλεκτική. Η αποστροφή μου για bunker αφορούσε αξιολόγηση του τελικού αποτελέσματος που περιέγραφε την κλειστοφοβική εικόνα και τις δυσλειτουργίες ενός από τους δύο κεντρικούς σταθμούς της Θεσσαλονίκης, όχι θέματα στατικής υπερδιαστασιολόγησης, όταν μάλιστα αυτήν την θεωρούσα λογική από την στιγμή που το in situ εγχείρημα αγνοούσε την λειτουργία ως στατικών φορέων, των πανάκριβων κατασκευασμένων διαφραγματικών τοίχων.
Ο «κύριος καθηγητής» είναι επιλεκτικός: Συνομιλητής του εκτός από την ιστορία, είναι αυτός στον οποίον θέλει να γίνει αρεστός. Ο ίδιος καθηγητής της προηγούμενης παραγράφου, αντί όπως θα ήταν εύλογο να παραθέσει δημοσίως, τις δικές του απόψεις έναντι αυτών των συναδέλφων του στο ΚΑΣ, που τελικά διαμόρφωσαν την πλειοψηφήσασα γνώμη, επέλεξε την διαμεσολάβηση τρίτων. Απευθύνθηκε με την επιστολή του με την οποία πρακτικά απολογείται για την καθυστερημένη φοβερή έμπνευσή του για το Μοναστηράκι, στο Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων, όπου πίσω από την βαρύγδουπη επωνυμία κρύβεται αποκλειστικά η συνδικαλιστική εκπροσώπηση των αρχαιολόγων που εργάζονται στο Υπουργείο Πολιτισμού. Έτσι, όχι μόνο αποκτά την ευχέρεια να χρησιμοποιήσει αιχμές που δεν θα μπορούσε να εκστομίσει απέναντι στους πρώην συναδέλφους του στο ΚΑΣ και ούτε είχε καν υπαινιχθεί εκείνο το βράδυ, αλλά δεν χρειάζεται να απευθυνθεί και στην νυν σύνθεση του που ενέκρινε ομόφωνα και με τη σύμφωνη γνώμη όλων των υπηρεσιών, μια μελέτη απόσπασης που ελαχιστοποιεί τις όποιες αποκοπές. Με την κίνησή του αυτήν, ο «κύριος καθηγητής» αποκτά μία ασφαλή ασυλία και το τεκμήριο που προσφέρουν οι αυτόκλητοι διαχειριστές του ηθικού πλεονεκτήματος, αυτού του στοιχειού της ελληνικής δημόσιας σκηνής.
Όπως καταλαβαίνετε, χωρίς να τον αφορούν όλα τα χαρακτηριστικά του «κυρίου καθηγητή» που πρόλαβα να συμπεριλάβω σε αυτό το σημείωμά μου, αφορμή πήρα από την εμμέσως δημόσια παρέμβαση του ομότιμου καθηγητή του ΕΜΠ και πρώην μέλους του ΚΑΣ, πολιτικού μηχανικού κυρίου Βλάση Κουμούση, ο οποίος μετέφερε δι’ αντιπροσώπων, μία άχαρη τεχνική συζήτηση, στον δημόσιο χώρο. Δι’ αυτής σχολιάζω και παρεμφερή επιχειρήματα που κατατέθηκαν για πρώτη φορά στο ΣτΕ την Παρασκευή, αλλά και την αήθεια -ευήθεια κάποιων εκ χαρακτήρος κατ’ άλλους- που διέπει πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές μίας εκκρεμότητας που βασανίζει εδώ και πολλά χρόνια, την Θεσσαλονίκη.
Βεβαίως, ο «κύριος καθηγητής» φροντίζει να έχει και εφεδρείες για την πιο «βρώμικη» δουλειά. Δεν είναι τυχαίος ο αποδέκτης της επιστολής του. Η γραφίδα των συνδικαλιστών του ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα υπενθυμίσει με προθυμία ότι ο γράφων είναι ένας άσημος τοπογράφος (αγρονόμος – τοπογράφος, προσθέτω για να ακούγεται λιγότερο εύηχο), άσχετος με έργα πολιτικού μηχανικού, που τολμά να σχολιάσει έναν «κύριο καθηγητή». Ουδόλως με φοβίζει το bullying που αποτελεί πλέον εγκατεστημένη στην υπόθεση Βενιζέλου πρακτική. Μετά το «εγκληματίες» και «Έλγιν» που μας στόλισαν οι κραυγές της υστερίας, όλα τα άλλα είναι πταίσματα.
Στην Πολυτεχνική της Θεσσαλονίκης όπου σπούδασα, είχαμε και καλούς και μέτριους καθηγητές όπως είναι λογικό, σε χρόνια που η καθηγητική αυθεντία ήταν όντως υπερεκτιμημένη, αλλά πάντως ήταν το ζητούμενο της εποχής. Ακόμη κι αν το βράδυ πόζαραν μπροστά στον καθρέπτη τους σε ένα κρεσέντο αυτοθαυμασμού, στην Σχολή ήξεραν τι έπρεπε να καλλιεργούν. Μας δίδαξαν να ψάχνουμε και να μαθαίνουμε διαρκώς. Και κυρίως, να έχουμε πάντοτε κατά νου ότι σε όλα υπάρχει ο σκοπός της δημιουργίας και γι’ αυτό κάποτε πρέπει να έρχεται η κάθαρση με την κατάληξη σε λύση.
Ένας αστικός μύθος ακολουθεί τον πρώτο καθηγητή της Έδρας της Οδοποιίας του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών της Σχολής μας. Στις εξετάσεις όρισε δύο σημεία πάνω σε έναν χάρτη και ζήτησε από τους φοιτητές να χαράξουν έναν δρόμο μεταξύ τους. Πέρασε, λέει η αφήγηση, μόνο ο αδιάβαστος που παρέδωσε «λευκή κόλλα» τραβώντας μία ευθεία γραμμή μεταξύ των δύο σημείων. Η εξήγηση που δόθηκε στους ενεούς συμφοιτητές του που έβγαλαν τα μάτια τους χαράσσοντας την ισοκλινή ανάμεσα στις ισοϋψείς ήταν: «Κοιλαδογέφυρα, κύριοι, η ενδεδειγμένη λύση».
Ακούγεται σαν ανέκδοτο, μοιάζει με παραμυθάκι, αλλά πρέπει να δούμε την ουσία του. Ο μηχανικός οφείλει να καταλήγει στην εφικτή απόφαση που θα δοκιμαστεί στην πράξη και αυτό απαιτεί μια ανοιχτή οπτική που δεν χάνεται στην θεωρία, αλλά την αξιοποιεί. Σε αυτό κατατείνει η εκπαίδευσή του. Και η μόνη συμβολή του ανθρωπότυπου του «κυρίου καθηγητή» σε αυτήν, όταν αυτός απομακρύνεται από την εξειδίκευσή του, είναι η υποβολή του στη βάσανο της αμφισβήτησης της δήθεν αυθεντίας του. Το θέμα δεν αφορά πλέον τη λογική, αλλά το ήθος. Μακάρι το πρόβλημα να ήταν πως ο «κύριος καθηγητής» είναι χαμένος στην θεωρία. Είναι πολύ βαθύτερο.
Άλλωστε, ολόκληρη η διαφορά για τον Σταθμό Βενιζέλου, με επιλογή όσων επιλέγουν την υπερβολή, έχει πλέον περισσότερο από την συναισθηματική, τεχνική και νομική διάστασή της, ένα βαριά ηθικό περιεχόμενο.
Την παρέμβασή μου αυτήν την οφείλω στους απλούς μηχανικούς και τα υπόλοιπα στελέχη της Αττικό Μετρό, των οποίων η συμβολή στον εκσυγχρονισμό του συγκοινωνιακού χάρτη της Αττικής και προσεχώς της Θεσσαλονίκης είναι τεράστια
Την χρωστώ επίσης στην θεσμική μνήμη και την επιχειρησιακή κουλτούρα μίας από τις μεγαλύτερες κρατικές εταιρίες, στην οποία πέρα από τις γνώσεις και την συμπυκνωμένη εμπειρία των ανθρώπων της και χάρις στον πακτωλό γενναιόδωρα διατεθέντων εθνικών και κοινοτικών πόρων, εγγράφεται και ο απεριόριστος σεβασμός της αρχαιολογικής κληρονομιάς των πόλεων μας, στην αποκάλυψη και ανάδειξη της οποίας η συμμετοχή της είναι ανυπολόγιστη.
* Ο Νίκος Ταχιάος είναι Αγρονόμος και Τοπογράφος Μηχανικός, Πρόεδρος της Αττικό Μετρό Α.Ε.