Αναμφίβολα ο Μαραντόνα ήταν ένας μεγάλος ποδοσφαιριστής, όχι όμως ο μεγαλύτερος, γιατί απλούστατα δεν μπορεί να γίνει σύγκριση μεταξύ παικτών που έπαιξαν μπάλα σε διαφορετικές εποχές. Δεν μπορεί να συγκριθεί ένας ποδοσφαιριστής της δεκαετίας του 80 με έναν της δεκαετίας του 50 ή του 2010.
Λίγο μυαλό θέλει.
Για την εποχή του ήταν ένας πολύ καλός ποδοσφαιριστής, η ευδόκιμη όμως παρουσία του στους αγωνιστικούς χώρους ήταν πολύ σύντομη. Ουσιαστικά μόλις πέντε χρόνια (1986-1991), και αν θελήσουμε να φανούμε επιεικείς προσθέτουμε άλλα τρία χρόνια, μέχρι το 1994 και τα κάνουμε οκτώ.
Κατά παραχώρηση, θα μπορούσαμε να πούμε πως ήταν ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της δεκαετίας του 80 και το κλείνουμε το θέμα εκεί.
Είχε όμως μια πτώση απότομη και εξευτελιστική. Μια πτώση που, αν συνέβαινε σε άλλον μεγάλο ποδοσφαιριστή, θα τον καταδίκαζε σε ισόβια αφάνεια. Τι συνέβη με τον Μαραντόνα;
Ευθύς ως αισθάνθηκε αδύναμος ζήτησε προστασία πρώτα από τον Κάστρο και στην συνέχεια από τους δύο δικτάτορες της Βενεζουέλας, που του την παρείχαν αφειδώς. Και αυτός με την λάμψη που ακόμα είχε, βελτίωσε το προφίλ των τριών δικτατόρων στην παγκόσμια κοινή γνώμη, στον βαθμό που αυτό μπορούσε να γίνει.
Τι έλειπε από το σκηνικό;
Μια αγκαλιά με το είδωλο του Τσε. Αυτό ήταν πολύ εύκολο. Ένα τατουάζ στο μπράτσο. Έτσι ο Μαραντόνα έγινε το σύμβολο σχεδόν όλης της Αριστεράς. Ξεχάστηκαν και τα ναρκωτικά και οι ξυλοδαρμοί και τα πάρε-δώσε με την Καμόρα στην Νάπολη.
Η Αριστερά άνοιξε τα φτερά της και αγκάλιασε προστατευτικά τον Μαραντόνα. Ακόμα και σήμερα, στην παρακμή της, διατηρεί αυτήν την τεχνογνωσία. Του απένειμε τον ρόλο του προστάτη και του εκφραστή των καταπιεσμένων της Λατινικής Αμερικής. Αυτή η εικόνα του επαναστάτη-αντιμπεριαλιαστή «έδεσε» με το πούρο σε στυλ Φιντέλ και Τσε. Έλειπε μόνον το Rolex, σύμβολο των επαναστατών! (Θα μπορούσε να του χαρίσει ο Κουτσούμπας το δικό του.)
Ο Μαραντόνα ήταν βέβαια άτυχος, γιατί η πτώση του συνέπεσε ουσιαστικά με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Διαφορετικά θα τον βλέπαμε με το βραβείο Λένιν για την ειρήνη.
Προς Θεού, δεν θέλω να αμφισβητήσω την ποδοσφαιρική του αξία ούτε να διαγράψω τις μαγικές στιγμές που μας χάρισε μέσα στους αγωνιστικούς χώρους. Ενίσταμαι όμως για την υπερβολή και για την ασυλία. Για την ποδοσφαιρική κυρίως ασυλία, γιατί με μια ατάκα για «το χέρι του Θεού», ξεχάστηκε πως με «το χέρι του Θεού» η ομάδα του κατέκτησε το παγκόσμιο κύπελλο του 1986. Όλοι συζητούμε εκστατικοί για το απίστευτο γκολ που έβαλε τέσσερα λεπτά μετά την παγκόσμια ζαβολιά και προσπερνάμε την κραυγαλέα παράβαση που προηγήθηκε.
Κάποιοι ανόητοι και παντελώς άσχετοι με το ποδόσφαιρο βρήκαν σε αυτήν την παράβαση «τον ανατρεπτικό χαρακτήρα του Ντιέγκο που τον ακολουθούσε σε όλη του την ζωή». Και κάποιοι άλλοι της ιδίας συνομοταξίας μίλησαν προχθές για τις «αλάνες του ουρανού» και για «τον Τσε στο μπράτσο και το δίκιο στην καρδιά».
Συμπερασματικά, ο Ντιέγκο ήταν ένας καλός, πολύ καλός ποδοσφαιριστής, αυτοκαταστροφικός, που εξωράισε την εικόνα του η Αριστερά.