Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Είναι τώρα δέκα μέρες που περιμένω ένα μέιλ. Μια απάντηση σε μια πρότασή μου για ένα πρότζεκτ. Αν η απάντηση είναι θετική, θα χαρώ πολύ — μάλλον θα είναι για καλό, όπως τα υπολογίζω. Αν όχι, η πρόταση θα τροποποιηθεί και —ίσως— υποβληθεί αλλού. Μα για την ώρα απλώς περιμένω. Πρέπει να την εξετάσουν από όλες τις πλευρές για να καταλήξουν σε ένα ασφαλές συμπέρασμα. Είναι καλοί επαγγελματίες.
Κάνω και άλλα πράγματα εκτός από το να περιμένω αυτό το μέιλ. Ας πούμε, δουλεύω — σ' αυτόν τον υπολογιστή μου που τα 'χει φάει τα ψωμιά του. Και μάλιστα, όπως έχω ξαναπεί, δουλεύω με πολύ συγκεκριμένο πλάνο, που όταν τυχαίνει να πέσει έξω πρέπει να βρω ή να επινοήσω ή να κλέψω ή να δημιουργήσω χρόνο ώστε να δουλέψω ακόμη περισσότερο αύριο και μεθαύριο για να το καλύψω. Και βέβαια, πάντα πέφτει έξω το πρόγραμμά μου: πάντα πέφτουν έξω τα προγράμματά μας? είναι πιο φυσιολογικό —αν μη τι άλλο— αυτό από το να δούλευαν όλα ρολόι. Το αντίθετο θα σήμαινε ότι ζούμε σε έναν τέλειο κόσμο, δηλαδή ότι είμαστε νεκροί. Πρέπει να είναι πολύ ανατριχιαστικό να συνειδητοποιείς ότι έχεις πεθάνει και ότι δεν το είχες καν καταλάβει γιατί κανείς δεν μπήκε στον κόπο να σου το πει.
Όμως κανείς δεν δημιουργεί χρόνο. Και κάθε μέρα που περνά δεν μπορείς πια να βρεις, να επινοήσεις ή να κλέψεις. Όχι «χρόνο»? ούτε καν στιγμές.
Πάντα κάτι γίνεται. Από το πιο οδυνηρό, μέχρι το πιο ασήμαντο και καθημερινό, όπως καλή ώρα με μένα χθες, όταν ήρθε ένας καθαριστής στο σπίτι, για να πλύνει τα χαλιά. Έχει βγάλει από μέρες τώρα κρύο εδώ που ζούμε, και το είχαμε καθυστερήσει? χάνεις λίγο τα πατήματά σου αν ζεις σε ξένη χώρα. Ο καθαριστής αυτός μάλιστα είχε πολλή όρεξη για κουβέντα, κι εγώ πάλι καθόλου, μα δεν γινόταν να μην τον ακούσω. Δεν κατάλαβα και πολλά, τα αγγλικά του ήταν κάπως πρόχειρα, αλλά ήταν κάτι, εντέλει, με μια αρρώστια που δεν εξελισσόταν καλά και ήθελε να τα πει. Ταράχτηκα όταν πια το κατάλαβα.
Όσο κάθισε ο άνθρωπος σπίτι, δεν μπόρεσα φυσικά να δουλέψω. Είχε και μια πελώρια ηλεκτρική σκούπα που έκανε πολύ θόρυβο, σαματά κανονικό, αλλά ούτως ή άλλως η δικιά μου δουλειά γίνεται μόνο σε απόλυτη ησυχία και χωρίς ανθρώπους να περιφέρονται ένα γύρο.
Μέχρι να φύγει, κοιτούσα το Facebook, αυτές τις ατέρμονες συζητήσεις που λέγαμε και χτες που δεν έχουν καμία λογική και, πλέον, έχουν ξεπεράσει και κάθε επίπεδο γραφικότητας. Γενικό συμπέρασμα της μίας πλευράς: η Γκρέτα (με το κίνημα που ξεσηκώνει) θα καταστρέψει τον πλανήτη? της άλλης: χίλια δίκια έχει, πρέπει κάτι να κάνουμε, πρέπει να επιταχύνουμε τις προσπάθειες. Κάποιοι υπενθυμίζουν στους δεύτερους ότι αυτό σημαίνει λεφτά, φόρους, θυσίες, και «είδες τι έπαθε ο Μακρόν», κι εκεί κάπως παίρνει άλλη τροπή το θέμα — αλλά η γενική εικόνα είναι αυτή. Το ενδιαφέρον επίσης εδώ είναι πως οι haters έχουν ξεχάσει σχεδόν οτιδήποτε άλλο και «αρθρογραφούν» μονομανιακά γύρω από την Γκρέτα, λέγοντας στον ίδιο πάντα τόνο τα ίδια πάντα πράγματα. Είναι «κάπως», ομολογώ, όλο αυτό, αλλά τέλος πάντων έτσι γίνεται πάντα με τα social media — και οι καλύτεροι ακόμη την πατάνε.
Στο μεταξύ, έψαξα —μιας και είχα χρόνο για σκότωμα, καθώς η σκούπα μέσα ούρλιαζε— τα στοιχεία ενός σχετικού βιβλίου που είχα επιμεληθεί παλαιότερα, δουλειά που όλο ανέβαλλα το τελευταίο δεκαπενθήμερο. Πρόκειται για την έρευνα με τίτλοι «Έξι βαθμοί» του περιβαλλοντολόγου Μαρκ Λίνας. Στα ελληνικά, κυκλοφόρησε το 2008 (μετάφραση Βασίλης Αθανασιάδης) από τις Εκδόσεις Polaris. Όταν το δούλευα δεν ήμουν παρθένος σ' αυτά τα θέματα, καθώς είχα αν μη τι άλλο διαβάσει ένα (μικρό, έστω) μέρος της διαθέσιμης αρθρογραφίας, αλλά —κυρίως— και μπόλικα μυθιστορήματα και διηγήματα Επιστημονικής Φαντασίας που μιλούν ακριβώς για τις επιπτώσεις στη ζωή του ανθρώπου ως είδους, και στον πλανήτη ως όλον, διαφόρων τύπων οικολογικών καταστροφών. Το είδος έχει δώσει πολύ μεγάλα κείμενα — μάλιστα, πλέον τα μυθιστορήματα αυτά εντάσσονται στο υποείδος της Επιστημονικής Φαντασίας Cli-Fi (δηλαδή, Climate Fiction), ενώ έχουν γυριστεί και πάρα πολλές ταινίες «οικολογικής καταστροφής», μάλλον αδιάφορες στο σύνολό τους.
Διαβάζουμε λοιπόν στο οπισθόφυλλο των «Έξι βαθμών»:
Στο εκρηκτικό αυτό βιβλίο, ο Μαρκ Λίνας εξετάζει τις προβλέψεις των επιστημόνων σύμφωνα με τις οποίες ως το τέλος του αιώνα η παγκόσμια θερμοκρασία θα αυξηθεί από έναν έως έξι βαθμούς — με καταστροφικά αποτελέσματα για τον πλανήτη. Μας ξεναγεί στα έξι στάδια της πλανητικής θέρμανσης, ένα βαθμό ανά κεφάλαιο. Το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: πρέπει να δράσουμε τώρα, αλλιώς κινδυνεύουμε να χαθούμε.
«Πρέπει να δράσουμε τώρα, αλλιώς κινδυνεύουμε να χαθούμε». Ξέρετε, αυτό το λέμε πολύ πριν από τον Μαρκ Λίνας. Κάμποσο καιρό πριν. Αλλά και ο ίδιος ο Λίνας δεν το λέει σήμερα: το έλεγε πριν 12 χρόνια. Μια γεμάτη δεκαετία για θέματα σαν κι αυτά, δεν είναι μια δεκαετία «σαν τις άλλες». Μια δεκαετία είναι πάρα πολύς χρόνος. Αν μη τι άλλο, είναι πάνω από δύο εκλογικοί κύκλοι, με τις υποσχέσεις και τις απογοητεύσεις τους.
Θα πει βέβαια κάποιος: «Μα έχουν γίνει τόσα μέσα σ' αυτά τα δέκα-δεκαπέντε χρόνια. Οι επιστήμονες δουλεύουν ακριβώς για να σώσουν την κατάσταση. Όχι σαν αυτούς που βλέπουμε στις ταινίες, με σκάφανδρα και διαστημόπλοια και υπερόπλα, αλλά σε εργαστήρια, ερευνητικά κέντρα, εταιρίες και πανεπιστήμια. Και, ναι, παράγουν συνεχώς έργο. Μην ανησυχείτε, η τεχνολογία θα μας σώσει».
Το πιστεύω κι εγώ αυτό, εκατό τοις εκατό. Και, σαν τους haters της Γκρέτας, το λέω κι εγώ μονομανιακά: δεν υπάρχει ούτε μισή περίπτωση στο σύνολο των περιπτώσεων να συμβεί κάτι μη αναστρέψιμο, καθώς δεν υπήρξε κάτι ανάλογο σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας. Ακόμη και η Μαύρη Πανούκλα του Μεσαίωνα, η τόσο τρομακτική, σήμερα θα θεραπευόταν με μια καρτέλα χάπια ανά κάτοικο. Και θα 'ταν και δωρεάν.
Αλλά ναι: από την άλλη, πρέπει και να πληρώσουμε. Και αυτό δεν το πολυσυζητά και δεν το θέλει κανείς. Θα έλεγα, ειρωνευόμενος, πως δεν το θέλει σίγουρα η Αριστερά, που έχει πλαισιώσει την Γκρέτα και τη σηκώνει στους ώμους. (Πρέπει να είμαι ο μόνος μη-Αριστερός που την υποστηρίζει). Η Αριστερά θέλει να πληρώσουν τα αφεντικά, έτσι γενικά και αόριστα, οι Κακοί, πράγμα που αν τυχόν συνέβαινε (που λέει ο λόγος), εάν δηλαδή το κόστος δεν επιμεριζόταν, πολύ απλά θα αναποδογύριζε όλο το σύστημα μια κι έξω — και τότε θα έπεφτα έξω κι εγώ, ο εραστής και οπαδός της αέναης προόδου, της προόδου: της προόδου σαν νομοτέλεια και μοίρα.
Τώρα, αυτά τα 12 χρόνια αφότου κυκλοφόρησε στο πρωτότυπο το βιβλίο, και παρ' όλα όσα έγιναν σε επίπεδο τεχνολογίας και υποδομών, δεν έγινε τίποτε σε επίπεδο επικοινωνίας. Τα ερωτηματικά των ανθρώπων πριν 20, πριν 15, πριν 12 και πριν 2 χρόνια, και φυσικά και σήμερα —τα ερωτήματα της Γκρέτας—, είναι ακριβώς τα ίδια. Ποιοι συνωμότησαν άραγε γι' αυτό; Πώς και δεν μάθαμε τίποτε; Ή απλώς σταθήκαμε κουφοί και τυφλοί και ανίκανοι να αντικρίσουμε τη (φωτεινή) πραγματικότητα;
Αυτά σκεφτόμουν όσο άκουγα τη σκούπα του καθαριστή από μέσα —για την ακρίβεια, σκεφτόμουν όλους τους φίλους μου που επιχειρηματολογούν στο Facebook κατά της Γκρέτας να μιλούν σε ένα παγκόσμιο συνέδριο αισιοδοξίας, και να μας κάνουν να σπάσει κάπως το χείλι μας και να φύγει η μαυρίλα από μέσα μας, και να εξαφανίσουν ταυτόχρονα τους εχθρούς της όμορφης ανθρώπινης προόδου από το προσκήνιο, και να ανέβουν και τα χρηματιστήρια όλου του κόσμου για χάρη τους—, αυτά πάνω-κάτω σκεφτόμουν, λέω, μαζί με παρόμοια —να βάζαμε, λέει, με το ζόρι και την Κίνα και την Ινδία στο παιχνίδι, και βέβαια τις ΗΠΑ, αλλά πώς να τα βάλεις με δαύτους…—, όταν η μηχανή από μέσα σταμάτησε, και ο καθαριστής άρχισε να μιλά στο τηλέφωνό του. Έστησα αυτί και κατάλαβα πως δεν είχε καθόλου καλά νέα. Μα καθόλου καλά.
Μαζεύτηκα στην καρέκλα μου για να μη με καταλάβει, ζάρωσα, και μετά από λίγο τον άκουσα να μαζεύει τα πράγματά του και να ετοιμάζεται να φύγει. Κόβοντάς μου την απόδειξη, μου είπε κάτι ακόμη κουνώντας το κεφάλι και σφίγγοντας τα χείλια. Του είπα κουράγιο και του έσφιξα τον ώμο, χωρίς να είμαι σίγουρος ότι έκανα καλά. Αν και σίγουρα είχα καταλάβει σωστά αυτό που ήταν να καταλάβω.
Μόλις έκλεισα πίσω του την πόρτα, έκατσα πάλι στο γραφείο μου για να συγκεντρωθώ και να συνεχίσω τη δουλειά — άδικος κόπος βέβαια, γιατί δεν πάει έτσι: πρέπει να περάσει κάμποση τζάμπα ώρα για αποσυμπίεση από την κανονική ζωή μέχρι να επανέλθεις. Έτσι, εξακολουθώντας να σκέφτομαι την κλιματική αλλαγή και όλα εκείνα τα Cli-Fi βιβλία που είχα διαβάσει, τα γεμάτα εικόνες ανείπωτης καταστροφής, είδα πως ήταν ονλάιν ένας φίλος. Του έστειλα αμέσως μήνυμα για να του πω να μου γράψει κάτι για ένα σάιτ που έχουμε. Μου απάντησε, επίσης σχεδόν αμέσως, πως, όχι, δεν μπορούσε. Και δεν μπορούσε γιατί μόλις προχθές είχε πεθάνει το καναρίνι του, και το πενθούσε. Γιατί το καναρίνι του ήταν, γι' αυτόν, ένας ολόκληρος κόσμος.
Όπως βέβαια είναι κάθε άνθρωπος, και κάθε ζώο που αγαπάμε. Καμιά φορά, μάλιστα, το καναρίνι μας είναι ένας κόσμος πολύ πιο μεγάλος από τον κανονικό. Και ασφαλώς πιο επείγων.
Του ζήτησα συγγνώμη, νομίζω, αναστέναξα και μπήκα πάλι στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο. Και όχι: ακόμη να μου 'ρθει εκείνο το μέιλ.