Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Στη γειτονιά μου, μικρός, ήταν ένα μαγαζί που πουλούσε λίγο απ' όλα, ένα ψιλικατζίδικο και τρόπον τινά παντοπωλείο της εποχής, που είχε κι ένα παπαγάλο. Οι παλιοί περίοικοι της Μπότσαρη, στη Θεσσαλονίκη, θα το θυμούνται. Αυτός ο παπαγάλος, που καθόταν πάνω στον στύλο του, εκείνο το «ταυ», δεμένος με μια αλυσιδίτσα και με μια ανοιχτή προχθεσινή εφημερίδα από κάτω, ήταν όμορφος και έξυπνος, και πλουμιστός. Κόκκινος, πράσινος, απ' όλα. Κυρίως όμως: μιλούσε. Έλεγε διάφορα από μόνος του, αλλά απαντούσε κιόλας όταν τον ρωτούσες εσύ. Εννοείται πως όλοι οι πελάτες τον αγαπούσαν, με πρώτα φυσικά τα παιδιά, και πάντα τον χαιρετούσαν πρώτον-πρώτον όταν έμπαιναν στο μαγαζί. Το πουλί απαντούσε, δε, πάντα όταν τον καλημέριζες. Έλεγε «καλημέρα» κι εκείνος.
Ο παπαγάλος ήξερε διάφορες προτάσεις, και είχε μεγάλο γούστο να τις λέει όταν ανοιγότανε συζήτηση μαζί του. Το αφεντικό του ήταν πολύ υπερήφανο γι' αυτόν, και δεν έχανε ευκαιρία να κάνει επίδειξη σε όποιον δεν είχε γίνει μέχρι τότε μάρτυρας εκείνων τα όμορφων λεκτικών κόλπων, που συνοδεύονταν και από κουνήματα του κεφαλιού, βυθίσεις του κορμού, άνοιγμα των φτερών ή του λοφίου και άλλα τέτοια χορευτικά, από μεριάς του παπαγάλου, που πλάκα-πλάκα έδεναν πολύ με όσα έλεγε και έκαναν το όλο θέαμα ακόμη πιο αστείο και πιο διασκεδαστικό. Ήξερε επίσης να φλερτάρει τα κορίτσια («Είσαι πολύ όμορφη!»), να κοροϊδεύει τους κυρίους με κοιλιά («Κλέφτης, λωποδύτης! Κλέφτης, λωποδύτης!»), να πετάει υπονοούμενα στους ιερείς του παρακείμενου ναού της Αναλήψεως («Τραγόπαπα!») κ.ο.κ.
Ήταν ένας ωραίος πλουμιστός παπαγάλος. Οι παλιοί θα τον θυμούνται.
Λοιπόν, πέρασαν κάποια στιγμή τα χρόνια, και, θες επειδή βαρέθηκε, θες επειδή κάτι έπαθε, θες επειδή γέρασε (είχε αρχίσει να ξεπουπουλιάζεται άλλωστε, και μάλιστα μόνος του: με το ράμφος), θες ένας Θεός ξέρει γιατί, ο παπαγάλος σταμάτησε να έχει τόση και τέτοια λεκτική ευχέρεια, και σιγά-σιγά περιόρισε τις συζητήσεις του με τους πελάτες σε ένα άτονο κοροϊδευτικό σφύριγμα και σε εκείνη την παλιά κουβέντα που έλεγε στα κορίτσια: «Είσαι πολύ όμορφη! Είσαι πολύ όμορφη!» Αυτό το τελευταίο —μιας και το σφύριγμα ήταν μάλλον πταίσμα και από ένα σημείο και μετά κανείς δεν του έδινε σημασία, όπως κανείς δεν δίνει σημασία στον ενοχλητικό βόμβο του ψυγείου—, αυτό το τελευταίο λοιπόν το έλεγε πια σε όλους αδιακρίτως, είτε επρόκειτο πράγματι για μια κοπέλα, είτε για έναν κύριο με κοιλιά, είτε για έναν από τους ιερείς του ναού της Αναλήψεως. Είτε για όποιον άλλον, δεν είχε σημασία. «Είσαι πολύ όμορφη! Είσαι πολύ όμορφη!»
Έτσι, η ατραξιόν της ενορίας μας, το θαυμαστό πτηνό με τα πολύχρωμα φτερά, ο πλουμιστός εκείνος παπαγάλος, έχασε πια την αίγλη του, σταμάτησε να προσελκύει θαμώνες στο κατάστημα ψιλικών και παντοπωλείο της εποχής, και έγινε, όχι ένα πουλί σαν όλα τα άλλα, που στεκόταν γαντζωμένος με τα νύχια στον στύλο του, με κείνη την παλιά εφημερίδα από κάτω, που ήταν πάντα γεμάτη κουτσουλιές, αλλά κάτι πολύ χειρότερο αν μπορούμε να το πούμε έτσι — κάτι πολύ κατώτερο: ένας χαζούλιακας, ένας ψευτράκος. Κάποιος, μάλιστα, που από μιας αρχής δεν ήξερε τι έλεγε (η αλήθεια είναι ότι ο μπακάλης κατείχε την τέχνη να του ψιθυρίζει τι έπρεπε να πει κάθε φορά…), πράγμα που επιτέλους φανερώθηκε σε όλους.
Ναι: ο πάλαι ποτέ θαυμαστός παπαγάλος δεν ήταν παρά ένας αγύρτης. Και το αφεντικό του, που συμμετείχε ενεργά στην κομπίνα όλα εκείνα τα χρόνια, ένας απατεώνας, ένας σκιτζής.
Κι έτσι ξεχάστηκε εκείνος ο παπαγάλος, ξεχάστηκε και το ψιλικατζίδικο —και τρόπον τινά παντοπωλείο—, που μάλιστα έκλεισε κιόλας. Όχι λόγω του παπαγάλου, σιγά τ' αυγά, αλλά γιατί δεν ήταν να μένει άλλο ανοιχτό: ο καιρός περνούσε, οι εποχές άλλαζαν, οι άνθρωποι προόδευαν ή λαχταρούσαν να προοδεύσουν. Και δεν υπήρχε πια χώρος για το παλιό, για ένα ψιλικατζίδικο και, τρόπον τινά, παντοπωλείο στη γειτονιά μας.
Και επίσης: γιατί μάς θύμιζε πόσο εύπιστοι είχαμε φανεί, πόσο αφελείς που αφεθήκαμε να μας κοροϊδεύει ένας παπαγάλος.
* * *
Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Οι παλιοί την ξέρουν και, κάποιοι, τη θυμούνται κιόλας. Αλλά, ναι, μπορεί εύκολα να κάνει κανείς όποιες αναγωγές θέλει στα πολιτικά πράγματα της σήμερον. Κι αν ο μηχανισμός εξουσίας και διαγουμίσματος της δημόσιας περιουσίας που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ ξέρει πια μόνο να επαναλαμβάνει δυο-τρεις στερεότυπες φτωχούλικες φράσεις («Νεοφιλελευθερισμός», «Novartis», «Κοινωνική ανάπτυξη» κλπ.), τι να κάνουμε: από μιας αρχής αυτές μόνο ήξερε.
Όπως κι εκείνος ο παλιός παπαγάλος, ο πλουμιστός.