Στο πλαίσιο του ταξιδιού μου στις ΗΠΑ, είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω με τον Αντρέι Ιλαριόνοφ, διακεκριμένο σήμερα στέλεχος του Ινστιτούτου Cato, ο οποίος έχει διατελέσει στο παρελθόν επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος του Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, καθώς και εκπρόσωπος της Ρωσίας στο G8. Όπως θα διαπιστώσετε, η συζήτησή μας ήταν συναρπαστική.
Ο Αντρέι Ιλαριόνοφ πιστεύει ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν θέλει να χρησιμοποιήσει την κρίση στις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με το Πατριαρχείο Μόσχας ως πρόφαση για στρατιωτικές επεμβάσεις στην Ουκρανία και αλλού. Θεωρεί ότι αυτή η διαμάχη, που προς το παρόν αφορά θέματα εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, μπορεί να βαθύνει ακόμη περισσότερο και να επεκταθεί και σε δογματικά ζητήματα.
Σε ό,τι αφορά, τέλος, τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, υπογραμμίζει ότι οι ορθές οικονομικές πολιτικές από μόνες τους δεν επαρκούν, αν δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένες δράσεις για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική κοινωνία.
Συνέντευξη στον Αλέξανδρο Σκούρα
- Η κρίση στις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριαρχείου Μόσχας δοκιμάζει την ενότητα της Ορθοδοξίας και απ' ό,τι φαίνεται έχει και έντονες πολιτικές συνεπαγωγές. Πώς βλέπετε εσείς να διαμορφώνεται αυτή η κατάσταση;
Πιστεύω πως αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή είναι ένα πολύ σοβαρό και σημαντικό γεγονός, που μπορεί να κρατήσει μια γενιά ή και ακόμη περισσότερο. Γνωρίζουμε καλά ότι στον θρησκευτικό κόσμο αυτά τα γεγονότα μπορούν να διαρκέσουν αιώνες - θυμίζω ότι πλησιάζουμε τα 1.000 χρόνια από το Σχίσμα του 1054. Είναι αδύνατον συνεπώς να προβλέψω πόσο θα κρατήσει αυτή η κρίση. Μπορεί να οδηγήσει και σε μία μόνιμη διαίρεση.
Το πρόβλημα ανέκυψε από την ανακοίνωση της απόφασης του οικουμενικού πατριάρχη στις 11 Οκτωβρίου να αναγνωρίσει αυτοκεφαλία στην Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, απόφαση στην οποία ο πατριάρχης Μόσχας απάντησε στις 15 Οκτωβρίου με μια σκληρή δήλωση.
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του οικουμενικού πατριάρχη μπορεί να μην είναι ευχάριστη για τη Μόσχα, αλλά βασίζεται στο κανονικό δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας που έχει ενιαίους κανόνες, που με τη σειρά τους βασίζονται στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων που έλαβαν χώρα μεταξύ του 4ου και του 9ου αιώνα.
Η απόφαση του οικουμενικού πατριάρχη ανακαλεί προηγούμενη απόφαση του 1686, με την οποία ο τότε οικουμενικός πατριάρχης απέδωσε στον πατριάρχη Μόσχας το δικαίωμα να χειροτονεί τον μητροπολίτη Κιέβου. Τρεις αιώνες μετά, λοιπόν, η Κωνσταντινούπολη ανακαλεί αυτή την απόφαση - πέρασε ομολογουμένως πολύς χρόνος έκτοτε, όμως έχει το δικαίωμα αυτό, σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο.
Για τον πατριάρχη Μόσχας, η εξέλιξη αυτή συνιστά ένα θανάσιμο πλήγμα, καθώς οι ουκρανικές ορθόδοξες εκκλησίες και ενορίες περιλαμβάνουν σχεδόν τον μισό πραγματικά θρησκευόμενο πληθυσμό της ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διακυβεύονται λοιπόν εξουσία, κύρος και χρήμα.
Ο θρόνος του Κιέβου επίσης είναι το λίκνο της χριστιανοσύνης για τους Ουκρανούς, τους Ρώσους, τους Λευκορώσους και πολλούς άλλους. Εχει πολύ μεγάλη συμβολική και ουσιαστική σημασία. Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και το γεγονός ότι η απάντηση του πατριάρχη Μόσχας της 15ης Οκτωβρίου, που κατά τη γνώμη μου είναι ανεπαρκής, καθώς είναι υπερβολικά συναισθηματική και δεν βασίζεται καθόλου στο κανονικό δίκαιο, εκδόθηκε από το Μινσκ.
Είναι η πρώτη φορά που ο πατριάρχης Μόσχας μεταβαίνει για σύνοδο στο Μινσκ, κι αυτό γιατί το δικαίωμα χειροτονίας του μητροπολίτη Κιέβου επηρεάζει την Ουκρανία, τη Λευκορωσία, εν μέρει την Πολωνία, τη Λιθουανία, καθώς και ένα μέρος της Ρωσίας, όλες δηλαδή τις περιοχές που ήλεγχε η Μητρόπολη του Κιέβου στα τέλη του 17ου αιώνα.
- Και ποιος είναι κατά τη γνώμη σας ο ρόλος του πολιτικού παράγοντα;
Στις 14 Οκτωβρίου, μια μέρα πριν από την ανακοίνωση της απάντησης του πατριάρχη Μόσχας, συνεδρίασε έκτακτα το ρωσικό συμβούλιο ασφαλείας στη Μόσχα, με προεδρεύοντα τον Βλαντίμιρ Πούτιν, όπου και συζητήθηκε το ζήτημα. Είναι ίσως η πρώτη φορά που οι πολιτικές αρχές της Ρωσίας συζητούν κατ' αυτόν τον τρόπο ένα θρησκευτικό ζήτημα. Δεν ανακοινώθηκαν τα πρακτικά της συνεδρίασης, αλλά η γενική κατανόηση όλων των παρατηρητών είναι ότι ο Πούτιν έδωσε το πράσινο φως για την απόφαση να διακοπούν οι σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ο βασικός λόγος είναι πως το Πατριαρχείο της Μόσχας θέλει να διατηρήσει τον αυτοκρατορικό χαρακτήρα του, τον οποίο δεν απώλεσε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Μετά το 1991, οι ρωσικές αρχές δεν ήλεγχαν σχεδόν τίποτε πέραν του ρωσικού εδάφους. Υπάρχουν βεβαίως οι πρόσφατες, αυτοκρατορικού χαρακτήρα παρεμβάσεις στην Ασία, την Αμπχαζία, την Κριμαία και την Ανατολική Ουκρανία, αλλά στις υπόλοιπες περιοχές η Ρωσία ελέγχει μόνο ρωσικό έδαφος.
Αντιθέτως, η ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ελέγχει όλες τις περιοχές της πρώην ΕΣΣΔ εκτός της Γεωργίας και της Αρμενίας, καθώς επίσης και τη Μογγολία, και αξιώνει δικαιοδοσία σε ολόκληρη την Κίνα και την Ιαπωνία, καθώς και σε ολόκληρο τον Καναδά και τις ΗΠΑ, έχοντας δημιουργήσει μια ειδική εκκλησία για τη Βόρεια Αμερική, που δεν αναγνωρίζεται από καμία άλλη αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι αξιώσεις λοιπόν του Πατριαρχείου Μόσχας αφορούν σχεδόν το ? της επιφάνειας της γης - είναι δύσκολο να τις χαρακτηρίσουμε κάπως αλλιώς πέρα από «αυτοκρατορικές».
Δεν αποκλείω λοιπόν αυτή η κρίση να λάβει και βαθύτερο χαρακτήρα. Προς το παρόν, αφορά διοικητικά ζητήματα, το ποια περιοχή ανήκει σε ποιον. Αν όντως υπάρχει η επιθυμία να βρεθεί τελικά συμβιβασμός, η γλώσσα που θα χρησιμοποιείται γραπτώς και προφορικώς θα το δηλώνει αυτό. Ιχνη αυτής της γλώσσας μπορούμε να βρούμε στην Κωνσταντινούπολη.
Αντιθέτως, η Μόσχα χρησιμοποίησε απίστευτα επιθετική γλώσσα, σκοπίμως σχεδιασμένη, ώστε να κόψει όχι μόνο τις επίσημες σχέσεις, αλλά και τους όποιους προσωπικούς, ανθρώπινους δεσμούς, και να κάνει δυσκολότερη την αποκατάσταση.
Πιστεύω ότι η Μόσχα προσπαθεί τώρα να βρει κάτι διχαστικό, όχι μόνο στο πεδίο των αρμοδιοτήτων επί των περιοχών, αλλά και στο πεδίο του δόγματος. Ηδη υπάρχουν δηλώσεις που επιχειρούν να καλλιεργήσουν την εικόνα ότι σε δογματικά θέματα η θέση της Μόσχας είναι διαφορετική από αυτή της Κωνσταντινούπολης. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα σχίσμα παρόμοιο μ' αυτό που συνέβη πριν από 10 αιώνες. Δεν μπορούμε λοιπόν να αποκλείσουμε αυτή την εξέλιξη.
- Τι μπορεί να επιδιώκει ο Ρώσος πρόεδρος από αυτή την κατάσταση;
Το Κρεμλίνο μπορεί να αξιοποιήσει αυτή τη διαμάχη προκειμένου να χρησιμοποιήσει στρατιωτική ισχύ στην Ουκρανία με το πρόσχημα της παραβίασης των δικαιωμάτων των εκεί ορθοδόξων. Σύμφωνα με την απόφαση του ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας, η ρωσική κυβέρνηση καλείται να υπερασπιστεί όχι μόνο Ρώσους πολίτες ή ρωσόφωνους, αλλά και τους πιστούς της ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρόσφατα ο Πούτιν, μιλώντας σε εκδήλωση Ρώσων από τη Ρωσία και το εξωτερικό, διατύπωσε μια δημόσια προειδοποίηση ότι προτίθεται να υπερασπιστεί τους ορθοδόξους εκτός ρωσικών συνόρων, σε περίπτωση που τα δικαιώματά τους παραβιαστούν. Είναι σαφές συνεπώς ότι προτίθεται να χρησιμοποιήσει αυτή τη διαμάχη ως δικαιολόγηση για χρήση στρατιωτικής βίας.
- Ας αλλάξουμε θέμα. Υπήρξατε κορυφαίος οικονομικός σύμβουλος του προέδρου Πούτιν και έχετε ασχοληθεί σε βάθος με τη μεταρρύθμιση των χωρών της Βαλτικής. Πώς βλέπετε τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας σήμερα;
Απ' ό,τι φαίνεται, η κρίση και η ύφεση των τελευταίων οκτώ ετών βρίσκεται στο τέρμα της. Υπάρχει μια μικρή ανάκαμψη, όμως αυτή είναι πολύ αργή και δεν διαφαίνεται η προοπτική μιας βιώσιμης μεγάλης ανάπτυξης. Η Ελλάδα, έχοντας χάσει το 25% του ΑΕΠ της, θα έπρεπε να επιδιώκει μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι χώρες της Βαλτικής, για παράδειγμα, γνώρισαν μια έντονη κάμψη κατά την πρόσφατη παγκόσμια ύφεση, αλλά ανέκαμψαν πολύ γρήγορα. Μέσα σε δύο χρόνια κατάφεραν να επιστρέψουν πλήρως στα προ κρίσης επίπεδα. Κι αυτό, γιατί εφάρμοσαν πολύ δυναμικές μεταρρυθμίσεις και περιόρισαν σημαντικά το μέγεθος του κράτους, τους φόρους και τις δαπάνες, μειώνοντας όχι μόνο δημόσιες επενδύσεις ή κάποιες βασικές κρατικές δαπάνες, αλλά και τους μισθούς του Δημοσίου και τις κρατικές συντάξεις.
Μάλιστα, οι αμοιβές του πρωθυπουργού, του προέδρου της Δημοκρατίας ή των υπουργών μειώθηκαν ακόμη περισσότερο, σε ποσοστό που μπορεί να φτάνει και το 40%. Αυτό είχε τόσο ουσιαστική, όσο και συμβολική σημασία, καθώς κατέδειξε πόσο σημαντικό είναι σε καιρό κρίσης να υπάρχει εμπιστοσύνη στο πλαίσιο της κοινωνίας και όλοι να συμμετέχουν στην κοινή προσπάθεια.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο τότε Λετονός πρωθυπουργός, Βάλντις Ντομπρόβσκις, τέθηκε επικεφαλής αυτής της προσπάθειας και θέλησε να δείξει με την προσωπική του στάση πόσο πολλά είναι διατεθειμένος να θυσιάσει ο ίδιος για να πετύχει αυτή την ανάκαμψη. Απέδειξε μάλιστα ότι εν μέσω οικονομικής κρίσης, ένα κυβερνών κόμμα μπορεί έτσι να παραμείνει στην εξουσία και να κερδίσει τις εκλογές, αρκεί οι σωστές οικονομικές πολιτικές να συνδυαστούν με προσπάθειες από τα ίδια τα πολιτικά πρόσωπα, που καταδεικνύουν ότι είναι πρόθυμα να υποστούν προσωπικές θυσίες, αντί να μεταφέρουν απλώς το βάρος σε κάποιους άλλους.
Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό και στην περίπτωση της Ελλάδας οι σωστές οικονομικές πολιτικές να συνδυαστούν με συμβολικές παρεμβάσεις για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης.
* Ο Αλέξανδρος Σκούρας είναι πρόεδρος στο ΚΕΦίΜ και ιδρυτής του Ελληνικού Ινστιτούτου Ηγεσίας.
* Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο την Πέμπτη 8 Νοεμβρίου.