Στην ημερήσια διάταξη της έκτακτης συνόδου κορυφής της περασμένης Πέμπτης το θέμα ήταν το «Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο της ΕΕ για την περίοδο 2021-2027». Πολλές χώρες - μέλη, μεταξύ αυτών και όλες οι χώρες του Νότου, αντιδρούν στον περιορισμό της χρηματοδότησης και προτείνουν αύξηση του προϋπολογισμού της ΕΕ.
Κάθε φορά που γίνεται συζήτηση για τον προϋπολογισμό της ΕΕ διατυπώνεται η άποψη, κυρίως από πολιτικούς (ενίοτε και από σοβαρούς οικονομολόγους), ότι θα πρέπει να αυξηθεί γιατί η Ευρώπη βρίσκεται σε τροχιά ομοσπονδοποίησης και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί με ένα σκληρό νόμισμα, όπως είναι το ευρώ, και παράλληλα χωρίς ενίσχυση της συνοχής μεταξύ των κρατών - μελών.
Ας εξετάσουμε το επιχείρημα ότι πρέπει να υπάρχει μηχανισμός αντιστάθμισης λόγω του υπερτιμημένου ευρώ. Σύμφωνα με τους λαϊκιστές πολιτικούς των κρατών - μελών του Νότου, οι χώρες του «πλούσιου Βορρά» κερδίζουν από την πολιτική του «σκληρού» ευρώ, ενώ οι χώρες της περιφέρειας έχουν εγκλωβιστεί στη φτώχεια και την ανεργία εξ αυτού του λόγου. Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί για πολλούς λόγους, που ο χώρος δυστυχώς δεν επιτρέπει να αναπτυχθούν. Θα αρκεστώ να επισημάνω, ωστόσο, ότι το ευρώ είναι υπερτιμημένο λόγω ακριβώς της οικονομικής ευρωστίας των χωρών του Βορρά. Οι χώρες της περιφέρειας βρέθηκαν ή βρίσκονται ακόμη σε κάποιου είδους οικονομική κρίση εξαιτίας της κρατικιστικής τους νοοτροπίας, της διαφθοράς και του υπερβολικά σπάταλου και αδηφάγου -ακόμη και για τα μέτρα της Ε.Ε.- κράτους.
Η τεράστια βοήθεια την οποία εδώ και δεκαετίες λαμβάνουν οι χώρες της περιφέρειας της Ε.Ε. για να υπάρξει ανάπτυξη και να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας τους, έχει στο μεγαλύτερο μέρος της κατασπαταληθεί στο όνομα τάχα της κοινωνικής συνοχής από κρατικοδίαιτα οργανωμένα συμφέροντα και αντιδραστικές συντεχνίες, ενώ για την πολιτική υποστήριξη αυτής της κατασπατάλησης εξαγοράστηκαν μαζικά οι συνειδήσεις μεγάλης μερίδας του εκλογικού σώματος.
Μήπως όμως χρειάζεται σε ενωσιακό επίπεδο ένας μηχανισμός «δίκαιης» κατανομής του πλούτου που δημιουργείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο;
Πολλές φορές έχω γράψει για τους κινδύνους που εγκυμονεί για τη δημοκρατία και την ατομική ελευθερία η αντίληψη να αποφασίζονται πολιτικές με αόριστες αξιολογικές έννοιες και επιθετικούς προσδιορισμούς που δεν λένε τίποτε. Η πομφόλυγα της «δίκαιης» κατανομής του πλούτου υπονοεί στην πραγματικότητα κάποιου είδους στρέβλωση των αγορών στην Ε.Ε., ώστε το ευνοϊκό οικονομικό αποτέλεσμα να καρπούνται οι πλούσιες χώρες και όσες βρίσκονται κοντά σε αυτές.
Η άποψη αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση, τόσο με τα πορίσματα της οικονομικής επιστήμης για τη σύγκλιση των οικονομιών σε μια υπερεθνική οικονομική ζώνη όσο και με την εμπειρία διακοσίων και πλέον ετών, από την οποία γνωρίζουμε καλά ότι η οικονομία της αγοράς, το ελεύθερο εμπόριο και ο περιορισμός του προστατευτισμού λειτουργούν εις όφελος των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών, κυρίως λόγω της διάχυσης του κεφαλαίου και της γνώσης, υπό την προϋπόθεση βεβαίως, ότι αυτές είναι ελεύθερες και όχι κλειστές οικονομίες. Τα μέχρι σήμερα στοιχεία από την εξέλιξη των αναπτυσσόμενων χωρών αποδεικνύουν περίτρανα ότι οι όποιες στρεβλώσεις δημιουργούνται αντιμετωπίζονται πολύ γρήγορα από τις ίδιες τις αγορές και τη δυναμική της διεθνοποίησης των οικονομιών.
Υπάρχουν δύο βασικές προϋποθέσεις που θα έπρεπε να ισχύουν πάντοτε, κάθε φορά που πρόκειται να συζητηθεί η μεταφορά χρημάτων από μια πλούσια ομάδα χωρών σε μια φτωχότερη:
Πρώτον, ότι θα συμφωνήσουν στη μεταφορά οι πολίτες των χωρών που καλούνται κάθε φορά να συνεισφέρουν μέσω των φόρων τους.
Δεύτερον, ότι της μεταφοράς πόρων θα προηγείται η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων στις χώρες υποδοχής που θα διευκολύνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας τους και θα διευκολύνουν την ανάπτυξη.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο που κυκλοφορεί αυτό το Σάββατο, 22 Φεβρουαρίου