Οι οικονομολόγοι, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, αναγνωρίζουν ότι η μετανάστευση σε βάθος χρόνου είναι πηγή πλούτου για τις χώρες υποδοχής. Όμως ο μέσος πολίτης, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και του υπόλοιπου κόσμου, είναι αρκετά πιο σκεπτικός απέναντι σε αυτή την άποψη. Ένα μέρος αυτού του σκεπτικισμού πηγάζει από εύλογες ενστάσεις. Για παράδειγμα, σε μία χώρα με μεγάλη ανεργία είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως η αγορά θα απορροφήσει έναν μεγάλο αριθμό εργατών χωρίς παράπλευρα προβλήματα. Ένα άλλο μέρος πηγάζει από τις υπαρκτές ομάδες ανθρώπων που απλά μισούν κάθε τι διαφορετικό. Σήμερα θα ασχοληθούμε με την πρώτη κατηγορία ανθρώπων.
Στην πρόσφατη έρευνα της Διανέοσις για το πως βλέπουν οι Έλληνες το θέμα της μετανάστευσης σχεδόν το 85% των πολιτών πιστεύουν ότι ο αριθμός των μεταναστών στη χώρα είναι μεγάλος ή υπερβολικά μεγάλος ενώ το 56% θεωρεί ότι η οικονομία μας ζημιώθηκε (λίγο ή πολύ) από την παρουσία τους στη χώρα. Ένα εξίσου μεγάλο ποσοστό, σχεδόν έξι στους δέκα, πιστεύουν ότι οι μετανάστες αποτελούν απειλή για την εθνική μας ταυτότητα. Είναι σαφές ότι τα ποσοστά αυτά δεν σημαίνουν ότι οι Έλληνες είναι ρατσιστές ή ξενόφοβοι. Μία τέτοια υπόθεση θα ήταν αφελής και επικίνδυνη. Αν λοιπόν δεν είναι ο ρατσισμός αυτός που μας ωθεί σε τέτοια ποσοστά κατά της μετανάστευσης, τι μπορεί να υποβόσκει πίσω από αυτές τις απόψεις; Μία δόκιμη υπόθεση είναι ότι η εχθρική στάση έναντι της μετανάστευσης πηγάζει από τα γνωστά μας προβλήματα που ταλαιπωρούν τη χώρα μας εδώ και δεκαετίες.
Το πρώτο και κύριο πρόβλημα, που σχετίζεται και με άλλες εκφάνσεις πολιτικών ακροτήτων όπως η τάση προς τον λαϊκισμό, είναι η ανεργία. Η χώρα μας εδώ και μία δεκαετία έχει τεράστια ποσοστά ανέργων και μαύρης εργασίας που δυναμιτίζουν τόσο τις παραγωγικές μας προοπτικές όσο και τη δημοσιονομική σταθερότητα του κράτους. Πάνω στην ανεργία, και την απόγνωση που αυτή δημιουργεί, πάτησε η Χρυσή Αυγή στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας δείχνοντας τους ξένους που “κλέβουν” τις δουλειές των Ελλήνων. Φυσικά, η μελέτη της παγκόσμιας οικονομικής βιβλιογραφίας δείχνει μία τελείως διαφορετική εικόνα.
Αρκετοί προκατειλημμένοι αναλυτές συχνά υποστηρίζουν ότι οι μετανάστες είτε παίρνουν δουλειές των γηγενών είτε συμπιέζουν τους μισθούς τους προς τα κάτω, λόγω του πρόσθετου ανταγωνισμού που η παρουσία τους επιφέρει στην οικονομία. Η υπόθεση αυτή ακούγεται πολύ λογική και φαινομενικά υπηρετεί και τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Όμως, η πραγματικότητα είναι αρκετά πιο περίπλοκη. Πρώτα απ’όλα, οι μετανάστες που έρχονται σε μία χώρα δεν ανταγωνίζονται για τις δουλειές που κάνουν οι περισσότεροι γηγενείς εργαζόμενοι διότι έχουν συγκεκριμένα και αδιαμφισβήτητα ανταγωνιστικά μειονεκτήματα. Αρχικά, δεν γνωρίζουν τη γλώσσα - πράγμα απαγορευτικό για σχεδόν οποιαδήποτε εργασία απαιτεί κάποια εξειδίκευση. Επίσης, δεν έχουν γνώση της κουλτούρας, δίκτυα ανθρώπων με γνωριμίες για συστάσεις κλπ. Επομένως, οι δουλειές που τους είναι πιο εύκολα προσβάσιμες είναι αυτές που είτε οι ντόπιοι εργαζόμενοι δεν θέλουν να καλύψουν (π.χ. αγροτικές εργασίες) ή η μικροεπιχειρηματικότητα (π.χ. ψιλικά ή μίνι μάρκετ). Σύμφωνα δε με αρκετές μελέτες που έχουν γίνει στις ΗΠΑ (π.χ. εδώ) η παρουσία νέων μεταναστών επηρεάζει κυρίως τα εισοδήματα των αμέσως προηγούμενων μεταναστών που ήρθαν νωρίτερα από αυτούς.
Μία σύνοψη των δεδομένων της οικονομικής επιστήμης μέχρι στιγμής για τον ρόλο της μετανάστευσης στα εισοδήματα και την ανεργία θα ήταν η εξής: δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου δεδομένα που να υποστηρίζουν τις φοβίες των σκεπτικιστών και πολλά δεδομένα που αναδεικνύουν με βεβαιότητα ότι μακροπρόθεσμα οι μετανάστες αποφέρουν περισσότερα οφέλη στις χώρες υποδοχής από τα κόστη της ενσωμάτωσης τους.
Για να μπορέσουμε λοιπόν να αποβάλλουμε τις αρνητικές περί μετανάστευσης απόψεις και να απολαύσουμε εν γνώση μας τα πλεονεκτήματα που φέρνουν οι νόμιμοι μετανάστες στη χώρα μας, πρέπει να καταπολεμήσουμε την ανεργία. Φυσικά, αυτός δεν είναι ο κύριος λόγος για να επιδιώξουμε κάτι τέτοιο. Υπάρχουν και άλλοι, επίσης πολύ σοβαροί, όπως η αντιστροφή του brain drain, η βελτίωση της παραγωγικότητας και η επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης.
Μία ιδέα του πως μπορεί αυτό να επιτευχθεί παρουσιάστηκε από το ΚΕΦίΜ πριν λίγους μήνες, με την επιμέλεια του Ιωάννη Ληξουριώτη. Ίσως αναφερθούμε στο μέλλον σε αυτές τις προτάσεις.