Του Κώστα Μποτόπουλου
Η σχολική κινητοποίηση σχετικά με την ελληνικότητα της Μακεδονίας έχει συγχρόνως κάτι το γκροτέσκο και κάτι το θλιβερό. Πολλή φασαρία γίνεται, όχι για πρώτη φορά, για ένα «εθνικό» θέμα -δεν αναφέρομαι στο λεγόμενο Μακεδονικό, αλλά στην αντίδραση της «νεολαίας» έναντί του-, που κάποιους τονώνει ή εκ-τονώνει ψυχικά, αλλά που πασιφανώς δεν έχει ούτε τη σημασία (όχι, το ακροδεξιό ή το εθνικιστικό δηλητήριο δεν έχει μπει στην «καρδιά όλων των ελληνικών σχολείων») ούτε το μέγεθος (κάποιες δεκάδες μεμονωμένα σχολεία στη Βόρεια Ελλάδα και ένα ή δύο στην Αττική) που του προσδίδει το σχετικό επικοινωνιακό «αφήγημα».
Δεν πρόκειται όμως -κι αυτό είναι που θλίβει όποιους κοιτάνε την ουσία της ελληνικής κατάστασης- ούτε για τρικυμία σε ποτήρι. Το περιστατικό και η χρησιμοποίηση του από μέρος της πολιτικής τάξης, της κοινωνίας και του Τύπου φέρνει στην επιφάνεια υπαρκτές και βαθιές παθογένειες, πολιτισμικού κυρίως χαρακτήρα.
Παθογένεια πρώτη: οι νέοι, επειδή είναι νέοι, άρα κατά τεκμήριο «αμόλυντοι», είναι φορείς του καλού, κι ό,τι λένε ή πράττουν, ενστικτωδώς ή με την περίσκεψη της ηλικίας τους, είναι όχι μόνο καλώς καμωμένο αλλά και αντικείμενο δημόσιας και ιδιωτικής κολακείας. Δεν μας περνάει καν από το μυαλό ότι υπάρχουν πολλά είδη νέων, όσα ακριβώς και μεσηλίκων και γέρων, και γι' αυτό και οι νέοι, κατά ομάδα και κατά μόνας, θα έπρεπε να κρίνονται κατά περίσταση και ανάλογα με τις συγκεκριμένες επιλογές τους, έστω και αν, πράγματι, αυτές οι επιλογές σε μεγάλο βαθμό επηρεάζονται από μια ζεστή αλλά όχι πάντα υγιώς λειτουργούσα ελληνική οικογένεια και από μια πολύ συχνά υπολειπόμενη των καιρών και των αναγκών ελληνική Παιδεία.
Η νεότητα δεν μπορεί να διασώζει από κριτική και ψόγο όσους πείθονται και ακολουθούν θέσεις ή παλαβομάρες που στρέφονται κατά της δημοκρατίας και της απλής λογικής. Όποιοι νέοι παρασύρονται από καλέσματα μίσους και εθνικισμού, δεν παρασύρονται επειδή είναι νέοι, αλλά επειδή είναι απαίδευτοι. Η άκριτη κολακεία της νεότητας λειτουργεί και σε «κανονικούς» καιρούς: οδήγησε την ελληνική κοινωνία στα παγκοσμίως πρωτότυπα φαινόμενα της πρόσδοσης μεταφυσικών και υπερφυσικών διαστάσεων στις διάφορες μαθητικές και φοιτητικές εξετάσεις και της ταύτισης της Βουλής των Εφήβων με τη βασιλεία της κιτς έκφρασης.
Παθογένεια δεύτερη: η υπερβολή, η απώθηση του ορθού λόγου από το υπερχειλίζον συναίσθημα, η έλλειψη μέτρου και χιούμορ. Διαβάστε και ακούστε τι λέχθηκε -πάλι- και θα καταλάβετε πλήρως την έννοια, αλλά και τη σημασία της λαϊκής έκφρασης «κάνει την τρίχα, τριχιά». Παθογένεια τρίτη και σημαντικότερη: η εργαλειοποίηση της διχόνοιας. Γιατί άραγε έπρεπε να υπάρχουν αποχρώσεις στην καταδίκη πράξεων που στρέφονται κατά της ευταξίας και της δημοκρατίας; Γιατί οι «αρμόδιοι» φορείς -εν προκειμένω για τη σχολική εκπαίδευση- έπρεπε να μείνουν άπραγοι στο όνομα των «αρχών» τους;
Γιατί έπρεπε η κυβέρνηση να εγκαλέσει την αξιωματική αντιπολίτευση για τη στάση της όχι έναντι των μαθητικών καταλήψεων, αλλά του Μακεδονικού; Γιατί, στα πάντα, «όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας»; Ίσως οι απαντήσεις να είναι αυτονόητες, ειδικά σε αυτούς τους καιρούς, τις συνέπειές τους όμως είναι σίγουρο ότι θα τις βρούμε σκληρά μπροστά μας.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 30 Νοεμβρίου