Του Κώστα Χ. Χρυσόγονου*
Η χθεσινή απόφαση του Eurogroup για το ελληνικό χρέος είναι απογοητευτική. Όχι μόνο δεν καθιστά το χρέος αυτό βιώσιμο, αλλά και αποδεικνύει την πλήρη έλλειψη εμπιστοσύνης των άλλων κρατών-μελών της ευρωζώνης προς το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Και βέβαια εφόσον δεν μας εμπιστεύονται οι εταίροι μας, δύσκολα μπορούν να μας εμπιστευθούν και οι κεφαλαιαγορές.
Οι δανειστές επιβάλουν τη δέσμευση της Ελλάδας σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο εποπτείας για τα επόμενα χρόνια, με διαρκείς ελέγχους ανά τρίμηνο. Σε αντάλλαγμα εκείνοι θα παρέχουν σταδιακά μία πολύ περιορισμένη ελάφρυνση χρέους, μέσω της επιστροφής των κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από τις πράξεις επί ελληνικών ομολόγων, ύψους περίπου 4 δις ευρώ, έως το 2022.Παράλληλα θα μας δανείσουν από τώρα με τα χρήματα που θα χρειασθούμε για την αποπληρωμή παλιότερου δανεισμού κατά το προσεχές δεκαοκτάμηνο, έτσι ώστε να στηθεί μια βιτρίνα τερματισμού των μνημονίων για λόγους πολιτικών εντυπώσεων.
Στην πραγματικότητα η χώρα μας θα παραμείνει εγκλωβισμένη για όσο διάστημα αδυνατεί να ανακτήσει την πρόσβασή της στις ιδιωτικές κεφαλαιαγορές, ώστε να μπορεί να δανείζεται από αυτές με λογικά επιτόκια και να μην εξαρτάται από τα άλλα μέλη της Ευρωζώνης. Απέχουμε ακόμη πάρα πολύ από το σημείο αυτό, αφού οι αποδόσεις των ελληνικών δεκαετών ομολόγων εξακολουθούν να κυμαίνονται σε επίπεδα άνω του 4% (υψηλότερα μάλιστα από ό,τι πριν από ένα εξάμηνο), παρά το γεγονός ότι επί πολλά χρόνια δεν έχουν εκδοθεί νέα τέτοια ομόλογα. Ο δεύτερος χειρότερος στην Ευρωζώνη, δηλ. η Ιταλία, βρίσκεται σήμερα μάλλον συγκυριακά στο 2,67%, λόγω των ανησυχιών για τις προθέσεις της νέας ιταλικής κυβέρνησης. Για να συζητούμε στα σοβαρά για έξοδο από τα μνημόνια θα έπρεπε να είμαστε σε θέση να εκδίδουμε νέα δεκαετή ομόλογα με επιτόκια περίπου στο 2% έως 2,5%, πράγμα ουτοπικό με βάση τα σημερινά δεδομένα.
Η ανάκτηση της πρόσβασης στις αγορές προϋποθέτει την αύξηση του ακαθάριστου εθνικού μας προϊόντος ώστε να βελτιωθεί η ποσοστιαία σχέση του δημόσιου χρέους προς αυτό.Χρειαζόμαστε άρα ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, της τάξης του 4% ετησίως σε απόλυτους αριθμούς (δηλ. περιλαμβάνοντας και κάποια «συμβολή» του πληθωρισμού), για μία δεκαετία τουλάχιστον.Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί μόνο εφόσον υπάρξει ένας ριζικός μετασχηματισμός του κράτους, ώστε αυτό να πάψει να αποτελεί εμπόδιο και να καταστεί αρωγός της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας, καθώς και προκειμένου να προσελκύσουμε επενδυτικά κεφάλαια από το εξωτερικό. Και τούτο διότι είναι φανερό πως δημόσιες επενδύσεις στην απαιτούμενη μεγάλη κλίμακα είναι ανέφικτες υπό καθεστώς διαρκών, και μάλιστα αναγκαστικά υψηλών, πρωτογενών πλεονασμάτων.
Στην πράξη αυτά σημαίνουν αποδόμηση του πελατειακού συστήματος, απλοποίηση του πολυδαίδαλου νομοθετικού πλαισίου, καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και βελτίωση της λειτουργικότητας της δημόσιας διοίκησης, επιτάχυνση των ρυθμών απονομής της δικαιοσύνης και εισαγωγή σε ευρεία κλίμακα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Γενικότερα πρέπει να γίνουν εκσυγχρονιστικές τομές, ώστε η Ελλάδα από κράτος του 19ου αιώνα, όπως εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να είναι σήμερα, να βρεθεί στον 21ο.
Δυστυχώς η σημερινή κυβέρνηση με τις πράξεις της, οι οποίες βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία προς τις προεκλογικές αλλά και τις σημερινές ακόμη εξαγγελίες της, δεν υπηρετεί αυτόν τον στόχο. Αντίθετα επιχειρεί να οικοδομήσει τα δικά της πελατειακά δίκτυα, στηριγμένη σε ρουσφετολογικές μεθοδεύσεις χειρότερες από καθετί που είχαμε δει στο παρελθόν. Άνθρωποι παντελώς ανίδεοι και αμόρφωτοι διορίζονται σε θέσεις στρατηγικής σημασίας, η οικογενειοκρατία προσλαμβάνει νέες σκανδαλώδεις διαστάσεις, γίνονται επιλεκτικές παροχές σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες χωρίς καμία προοπτική για το μέλλον και όλα αυτά με καθαρά ψηφοθηρική στόχευση. Η Ελλάδα χρειάζεται μία άλλη πολιτική από μια άλλη κυβέρνηση.
*Ο κ. Κώστας Χ. Χρυσόγονος είναι ανεξάρτητος Ευρωβουλευτής