Του Αντώνη Πανούτσου
Πριν τρία χρόνια, σε ένα διάστημα 15 ημερών, τρεις μύθοι κατέρρεαν, αλλάζοντας για πάντα την Ελλάδα. Οι αλλαγές ξεκίνησαν το απόγευμα της 28 Ιουνίου του 2015. Όταν ο τότε υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης αποφάσιζε να κλείσει τις ελληνικές τράπεζες για έξι εργάσιμες μέρες και να αναστείλει την λειτουργία του χρηματιστηρίου μέχρι νεωτέρας.
Η εφαρμογή των capital controls, που είχε ξεκινήσει μετά το bank run που είχαν δημιουργήσει οι «δημιουργικά ασαφείς διαπραγματεύσεις» του Γιάνη Βαρουφάκη, ήταν μια καταστροφή για την Ελλάδα. Όχι επειδή δημιούργησε κομφούζιο με ανθρώπους να τρέχουν στα πρατήρια καυσίμων για να γεμίσουν το αυτοκίνητο τους βενζίνα. Ούτε γιατί έδειξε στους πολίτες ότι όλοι δεν είναι ίδιοι όταν η μαμά της Νάντιας Βαλαβάνη λίγο πριν τα μέτρα σήκωνε 200 χιλιάρικα από την τράπεζα. Ήταν καταστροφή επειδή έδειξε στους πολίτες ότι από την στιγμή που βάλουν τα λεφτά στην τράπεζα παύουν να είναι δικά τους. Τρία χρόνια αργότερα η κυβέρνηση έστω και πιο χαλαρό διατηρεί το καθεστώς των capital controls.
Έχοντας τα νώτα της καλυμμένα στις 5 Ιουλίου η κυβέρνηση θα προκήρυττε δημοψήφισμα. Τυπικά ο λαός καλείτο να αποφασίσει αν θέλει τις «Reforms for the completion of the Current Program and Beyond» («Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού») και τα «Preliminary Debt sustainability analysis» («Προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους»). Στην ουσία ο Τσίπρας ζητούσε carte blanche να διαπραγματευτεί την συνέχεια των μνημονίων. Ένα εντυπωσιακό 61,31% αποφάσιζε ότι έχει τα reforms και την debt sustainability γραμμένα και έστελνε τον Τσίπρα να διαπραγματευτεί περήφανα στις Βρυξέλλες. Σύντομα θα μάθαινε ότι η ψήφος του αφορά τον ίδιο και την Ελλάδα και δεν δεσμεύει την ΕΕ ή κάποιον άλλον διεθνή οργανισμό.
Στις 12 Ιουλίου του 2015 το δράμα θα ολοκληρωνόταν στην Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες. Ο Αλέξης Τσίπρας διαπίστωνε ότι οι Γερμανοί όχι μόνο δεν φοβόντουσαν η Ελλάδα να βγει από την ζώνη του ευρώ αλλά ήταν πρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν μέχρι και την έξοδο της. Στο βιβλίο του «Avanti» ο Ματέο Ρέντσι περιγράφει τις σκηνές. «… τρεις τη νύχτα, η τελευταία μορφή του κειμένου προβλέπει την δημιουργία ενός ταμείου πενήντα δισεκατομμυρίων ευρώ, που θα προκύψουν από τις ελληνικές ιδιωτικοποιήσεις, με έδρα όχι την Αθήνα, αλλά το Λουξεμβούργο. Αρχίζει η σύγκρουση. Ο Τσίπρας μου λέει με χαμηλή φωνή, στα αγγλικά: "Ιt''s enough", δεν μπορώ άλλο. Προσπαθώ να τον σταματήσω… στη συνέχεια, όταν απομακρύνεται για να τηλεφωνήσει στην Αθήνα, παίρνω τον λόγο μαζί με τους Γάλλους για να υπερασπισθώ όσα είναι δυνατόν».
Ο Τσίπρας μετά από 17 ώρες διαπραγμάτευση μπροστά στον τρόμο να κυβερνήσει την χώρα χωρίς ευρωπαϊκή βοήθεια, υπογράφει τα πάντα. Θα επιστρέψει με έρπη, θα συνεχίσει να κυβερνάει αλλά ούτε ο ίδιος ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ίδιοι. Ο περίγυρος του θα γίνεται το βαθύ ΠΑΣΟΚ για να διορίζει κάθε συγγενή, φίλο, ξαδελφούλη και ξαδελφούλα. Ο ίδιος θα παραδίδεται στις απολαύσεις της εξουσίας με το πρωθυπουργικό αεροπλάνο family car για αποδράσεις από την Αθήνα με την Μπέττυ και τα παιδιά για σαββατοκύριακα στο Λονδίνο.
Μέσα σε δύο εβδομάδες οι Έλληνες είχαν μάθει ότι τα λεφτά που περίσσευαν από τους φόρους δεν ήταν δικά τους, η ψήφος τους δεν αφορούσε παρά μόνο τους ίδιους και ο πρωθυπουργός τους μετά από 17 ώρες διαπραγμάτευσης είχε σηκώσει τα χέρια. Για να τα ξανακατεβάσει μόνο για να υπογράψει ότι του έβαλαν μπροστά του.
Ένας λαός είναι καταδικασμένος όταν ξεχνάει την ιστορία του. Υπάρχουν όμως εξαιρέσεις. Και ανάμεσα στις 28 Ιουνίου και τις 12 Ιουλίου του 2015 η ιστορία της Ελλάδας είναι πολύ σκληρή και πρόσφατη που οι Έλληνες να θέλουν να ξαναθυμηθούν.