Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Στην παρούσα φάση, φαίνεται να έχει γίνει αρκετός λόγος για τις πιέσεις των δανειστών ώστε οποιαδήποτε ελάφρυνση χρέους να συνοδευτεί από «διαρθρωτικά μέτρα». Όμως αυτή η συζήτηση αδικεί τόσο την κυβέρνηση, όσο και τις λύσεις. Μήπως η κυβέρνηση θα έπρεπε να σταματήσει τις ιδιωτικοποιήσεις;
Κατ αρχήν, πρέπει να διαχωρίσουμε μέτρα που αφορούν λύσεις που θα φέρουν πόρους στο κράτος, τους πολίτες και έτσι θα ενισχύσουν την Οικονομία από εκείνα που δεν θα το επιτύχουν.
Η μείωση των μισθών του ιδιωτικού τομέα και η μείωση των αποζημίωσης των απολύσεων, για παράδειγμα, που εφαρμόστηκαν και δοκιμάστηκαν επί 6 χρόνια από την τρόικα με εκβιασμούς προς τις ελληνικές κυβερνήσεις και που θα έφερναν την ανάπτυξη όχι μόνο δεν έφεραν τα «προσδοκώμενα αποτελέσματα», αλλά οδήγησαν σε βαθύτατη κρίση, τη μεγαλύτερη κρίση της χώρας μετά τον πόλεμο. Το ότι μειώθηκε, εν ολίγοις, ο μισθός κατά 40% δεν έφερε επενδύσεις και είναι λογικό, διότι η ζημία στην εγχώρια οικονομία (καθώς οι μισθοί είναι 80% της κατανάλωσης) οδήγησε σε ελεύθερη πτώση, σε μείωση ΑΕΠ κατά 30% και σε χρεοκοπία μικρών, μεσαίων και μερικών μεγάλων εταιρειών. Επίσης η αύξηση των φόρων βοήθησε στην αποπληρωμή των «δανειστών», όμως αφαίρεσε πολύτιμους πόρους από την αγορά. Τίποτα από τα δυο αυτά δεν βοήθησε. Όμως αυτό είναι κάτι διαφορετικό από τις ιδιωτικοποιήσεις.
Η «δαιμονοποίηση» των ιδιωτικοποιήσεων και η ταύτιση τους με υφεσιακούς νόμους είναι, κατά τη γνώμη του γράφοντος, μεγάλο λάθος και σε αυτήν τη φάση κεφαλαιώδες σφάλμα για τις ελληνικές κυβερνήσεις. Το αν τα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων πάνε στο καλάθι πληρωμής του χρέους στους δανειστές είναι κάτι «δυσάρεστο» για κάποιους, αλλά αυτό δεν αποτελεί λόγο για να μην γίνουν. Οι ιδιωτικοποιήσεις, είτε με μεταβίβαση ιδιοκτησίας, είτε με παραχώρηση χρήσης στον ιδιωτικό τομέα για 15 - 20 χρόνια, συνοδεύονται από σημαντική εισροή κεφαλαίων μετά την εξαγορά ή παραχώρηση, που βοηθάει το κράτος, αλλά και την ίδια την Οικονομία. Υπάρχουν δύο ειδών ιδιωτικοποιήσεις. Ιδιωτικοποιήσεις εταιρειών που δεν έχουν ολιγοπωλιακή –μονοπωλιακή δομή και εκείνες που έχουν ολιγοπωλιακή– μονοπωλιακή δομή. Για τις πρώτες αρκεί απλή μεταβίβαση ιδιοκτησίας, χωρίς πολύ σκέψη.
Όμως, πριν την ιδιωτικοποίηση εταιρειών με ολιγοπωλιακή ή μονοπωλιακή δομή πρέπει η εκάστοτε αλλαγή στην τιμολογιακή πολιτική των εταιρειών που θα ιδιωτικοποιηθούν να περάσει στον απόλυτο έλεγχο της ρυθμιστικής αρχής που υπάρχει ή θα δημιουργηθεί. Αν αυτό δεν γίνει, τότε την επόμενη μέρα, μετά την ιδιωτικοποίηση, η νέα εταιρεία, π.χ. που θα ελέγχει τη ΔΕΗ ή άλλη ολιγοπωλιακή εταιρεία που τώρα ελέγχεται από το κράτος, θα αυξήσει τα τιμολόγια για τους καταναλωτές κατά 200%, 300% ή και... 500%, καθώς ουσιαστικά δεν έχει κανένα κίνητρο να μην το κάνει και επομένως θα υπάρχει σημαντικό κοινωνικό κόστος, αφαίμαξη εις βάρος καταναλωτών, χρεοκοπία του μέσου Έλληνα. Αν όμως αυτό είναι αρμοδιότητα της ρυθμιστικής αρχής, αυτό δεν θα μπορεί να γίνει, καθώς η αρχή μπορεί να βάλει ένα όριο αύξησης τιμών ετησίως ίσο π.χ. με «πληθωρισμό+1%». Επίσης μπορούν να μπουν ρήτρες για την ποιότητα παρεχόμενων υπηρεσιών, οι οποίες, αν δεν εφαρμόζονται, να υπάρχει δυνατότητα στο κράτος να υποχρεώσει την εταιρία σε αποζημιώσεις ή και να αφαιρείται η άδεια της και να παραχωρείται αλλού. Έτσι εφαρμόστηκαν με επιτυχία οι ιδιωτικοποιήσεις στα ανεπτυγμένα κράτη. Το κράτος έτσι θα μπορούσε να απελευθερώσει πόρους και να επικεντρωθεί στα σημεία όπου η παρουσία του είναι καθοριστική, όπως περίθαλψη, εκπαίδευση κλπ. Η κυβέρνηση θα έπρεπε να προχωρήσει στην προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά σε αυτά τα πλαίσια, και ασφαλώς ταχύτατα, διότι μόνο όφελος προκύπτει. Κράτη που έχουν σημαντικές εισροές κεφαλαίων έχουν ταχύτερη ανάπτυξη από άλλα, περίπου 0,8% ετησίως.
Είναι επίσης λάθος οι ιδιωτικοποιήσεις να συνδέονται με την επίλυση του χρέους. Η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει σε αυτές ασχέτως της λύσης στο χρέος. Αυτά τα δυο είναι ασύνδετα.
Από την άλλη, πρέπει να αποσυνδεθεί η λύση του χρέους από υφεσιακά μέτρα και η κυβέρνηση να προωθήσει άμεσα την απομείωση και διαπλάτυνση χρέους επιδιώκοντας κατ'' αρχήν τη συνεργασία, εν ανάγκη με ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, αλλά στην ανάγκη, αν εκεί φτάσει το πράγμα και χρειαστεί με σύγκρουση, καθώς είναι φέτος είναι η καλύτερη και μάλλον η τελευταία ευκαιρία επίλυσης του θέματος του χρέους όπως δείχνει και ο εκνευρισμός του κυρίου Σόιμπλε, που βλέπει να εγκαταλείπουν το παρανοϊκό στρατόπεδό του πολλοί πρώην σύμμαχοί του.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.
Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.