Έντονα σχολιάστηκαν οι πρόσφατες δηλώσεις του Έλληνα ΥΠΕΞ στη Σ. Αραβία ότι η Ελλάδα «δεν πρόκειται να αρχίσει να σκάβει τον βυθό της Μεσογείου για να βρει αέριο και πετρέλαιο», και δεν θα με παραξενέψει καθόλου αν το θέμα πάρει και συνέχεια. Επειδή όμως οι δηλώσεις -από τη μία πλευρά- αλλά και ο σχολιασμός τους -από την άλλη- μπορεί να είναι προβληματικά χωρίς να γνωρίζουμε κάποια βασικά δεδομένα, θα προσπαθήσω να αναπτύξω σύντομα εδώ μερικά τα οποία ίσως να φανούν χρήσιμα για όποιον θέλει να σχηματίσει άποψη:
Από τη μία πλευρά:
Όπως και στην ίδια την άσκηση εξωτερικής πολιτικής δεν απεμπολείς κανένα εργαλείο που μπορεί να σε βοηθήσει να πετύχεις τους σκοπούς σου, έτσι και στην άσκηση ενεργειακής και οικονομικής πολιτικής οφείλεις να κάνεις το ίδιο. Το φυσικό αέριο αποτελεί ένα τέτοιο εργαλείο, και οι συνολικότερες στοχεύσεις περί προστασίας του περιβάλλοντος δεν θα πρέπει να μας οδηγήσουν στο να το αφήσουμε αναξιοποίητο σε περίπτωση που το χρειαζόμαστε. Άλλωστε καμία από τις σοβαρές χώρες που το διαθέτουν δεν έχουν σταματήσει να διακηρύσσουν την προσήλωση τους στην ανάπτυξη καθαρών και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η υποστήριξη της πορείας προς την απανθρακοποίηση περνάει αναγκαστικά από την εκτεταμένη χρήση φυσικού αερίου για τα επόμενα 20-30 χρόνια για να εξασφαλιστεί η σταθερότητα του ηλεκτρικού συστήματος μέχρι οι τεχνολογίες αποθήκευσης να φτάσουν σε ικανοποιητικά επίπεδα. Το φυσικό αέριο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με μορφές επεξεργασίας που μπορούν να είναι αρκετά φιλικές προς το περιβάλλον (μπλε υδρογόνο και αμμωνία). Για τις επόμενες δυο δεκαετίες λοιπόν χωρίς φυσικό αέριο δεν έχουμε και ανάπτυξη των ΑΠΕ.
Με τις μονάδες λιγνίτη να κλείνουν -ορθώς- στα επόμενα 3 χρόνια, η Ελλάδα θα βασίζεται κατά περισσότερο από 70% στο φυσικό αέριο για την παραγωγή του ρεύματος που όλοι χρησιμοποιούμε καθημερινά. Δεν μπορούμε λοιπόν να απαξιώνουμε κάτι τόσο πολύτιμο για την οικονομία μας και την εθνική μας ασφάλεια και να λέμε ότι δεν το χρειαζόμαστε όταν η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Η εξόρυξη φυσικού αερίου δεν εγκυμονεί κανένα ουσιαστικό κίνδυνο για το περιβάλλον και το Αιγαίο αφού δεν μπορεί να μολύνει όπως κάνει το πετρέλαιο. Δεν κινδυνεύουν λοιπόν οι ακτές μας και η θαλάσσια ζωή από οποιαδήποτε διαρροή τυχόν συμβεί.
Οι άδειες για εξερεύνηση υδρογονανθράκων στην Ελλάδα έχουν δοθεί εδώ και χρόνια και πλέον η απόφαση για γεωτρήσεις και εξόρυξη είναι στα χέρια των εταιριών που τις έχουν αναλάβει και όχι στην κυβέρνηση. Η συζήτηση λοιπόν είναι άνευ ουσίας.
Από την άλλη πλευρά:
Η εξόρυξη υδρογονανθράκων είναι μια πολυδάπανη διαδικασία η οποία εμπεριέχει υψηλότατο επιχειρηματικό ρίσκο. Οι συνθήκες αυτή τη στιγμή δεν είναι και οι ευνοϊκότερες για την προώθηση τέτοιων εργασιών, ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου τα σημεία στα οποία υπάρχουν ενδείξεις για ύπαρξη υδρογονανθράκων παρουσιάζουν αρκετές ιδιαιτερότητες και τεχνικές προκλήσεις. Όντως λοιπόν η Ελλάδα είναι μακριά από μια τέτοια προοπτική.
Το δυναμικό της Ελλάδας σε υδρογονάνθρακες περιορίζεται αυτή τη στιγμή σε «ενδείξεις». Αυτά που ακούγονται κατά καιρούς για «τεράστια» αποθέματα, βασίζονται περισσότερο σε προσδοκίες παρά σε δεδομένα. Δεν απεμπολεί λοιπόν η Ελλάδα κάποιο τεράστιο κρυμμένο θησαυρό που θα μας σώσει οικονομικά επειδή δεν θα αρχίσουμε να σκάβουμε από αύριο.
Ακόμα και αν αύριο αποφάσιζαν οι -διστακτικές έως τώρα- εταιρίες να προχωρήσουν με τις έρευνες -και στη συνέχεια στην εξόρυξη- υδρογονανθράκων, χρειαζόμαστε τουλάχιστον 3+3+9 χρόνια (υπάρχουν 3 διαφορετικά στάδια) πριν φτάσουμε σε σημείο ως χώρα να έχουμε το οποιοδήποτε -μικρό στην αρχή- έσοδο από την εξόρυξη τους. Όντως λοιπόν οι υδρογονάνθρακες στην Ελλάδα θέλουν χρόνο μέχρι να γίνουν μέρος της ελληνικού παραγωγικού δυναμικού και όπου μεσολαβεί χρόνος υφίσταται αβεβαιότητα και συνεπώς ρίσκο. Και το ρίσκο πρέπει να το ζυγίζεις με την απόδοση για να δεις αν αξίζει, και σε αυτή την περίπτωση ίσως όντως να μην αξίζει.
Απ’ τη στιγμή που τα οικόπεδα για έρευνες υδρογονανθράκων έχουν κοπεί και προσφέρονται στις εταιρίες, κανείς δεν δεσμεύει την εκάστοτε κυβέρνηση από το να επιδιώκει μια άλλη ατζέντα οι οποία απομακρύνεται από τη χρήση υδρογονανθράκων. Πρόβλημα για την αξιοπιστία της χώρας θα υφίστατο αν η κυβέρνηση ενώ έχει δώσει άδειες και οι εταιρίες έχουν ήδη επενδύσει χρήματα για αυτό τον σκοπό στην πορεία τις ανακαλούσε ζημιώνοντας τους επενδυτές που την εμπιστεύτηκαν. Εφόσον κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, δεν υπάρχει κάτι το μεμπτό στην οποιαδήποτε δήλωση.
Γενικό σχόλιο:
Η ενεργειακή μετάβαση είναι αυτό ακριβώς που περιγράφει ο όρος: μια μετάβαση. Όσο αυτή διαρκεί, θα πρέπει να καταλάβουμε και να αποδεχθούμε ότι αναγκαστικά θα πρέπει να συνδυάσουμε ΟΛΑ τα μέσα που έχουμε στη διάθεση μας καθώς αυτή τη στιγμή δεν έχουμε τις τεχνολογίες που μπορούν να μας οδηγήσουν αυτομάτως σε ένα καθεστώς μηδενικών εκπομπών ρύπων.
Χωρίς μια επανάσταση (την οποία αυτή τη στιγμή ούτε μπορούμε να φανταστούμε για το πως θα γίνει) στην αποθήκευση ενέργειας, οι ΑΠΕ δεν μπορούν να αναπτυχθούν πάνω από ένα όριο χωρίς να δημιουργήσουν σοβαρά προβλήματα στη σταθερή παροχή ηλεκτρισμού.
Από την άλλη πλευρά, αν θέλουμε να προλάβουμε το 2050 να μηδενίσουμε τις εκπομπές ρύπων πριν καταστρέψουμε εντελώς τον πλανήτη μας πρέπει να δράσουμε δυναμικά τώρα αλλάζοντας το ενεργειακό μας μίγμα.
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι αναγκαστικά πρέπει να κάνουμε συμβιβασμούς. Χωρίς αυτούς τους συμβιβασμούς, οι απόλυτες φωνές και από τις δύο πλευρές δεν φέρνουν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Μέτρο χρειάζεται, και εδώ…
* Ο Μιχάλης Μαθιουλάκης είναι Ακαδημαϊκός Διευθυντής του Greek Energy Forum, Επιστημονικός Συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ, και Επιστημονικός Συνεργάτης του Παρατηρητηρίου Ευρωμεσογειακής Ασφάλειας και Συνεργασίας για θέματα ενεργειακής στρατηγικής.