Η μεγάλη πλειοψηφία των οικονομολόγων συμφωνεί σχεδόν απόλυτα στο ότι τα οικονομικά οφέλη του ελεύθερου εμπορίου είναι πολύ μεγαλύτερα από την όποια μετατόπιση προκαλείται εξαιτίας του στην αγορά εργασίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 70, ο Μίλτον Φρίντμαν παρουσίασε μία τολμηρή εναλλακτική στην εμπορική πολιτική των ΗΠΑ: τη μονομερή κατάργηση των δασμών στο διεθνές εμπόριο.
Η άποψη αυτή, την οποία ασπάζονται πολλοί φιλελεύθεροι, πηγάζει από το γεγονός ότι οι περιορισμοί στο εμπόριο είναι από τη φύση τους βλαπτικοί για τις χώρες που αφορούν. Οι καταναλωτές και επιχειρήσεις πληρώνουν ακριβότερα για τα προϊόντα τους και έχουν λιγότερες επιλογές, οι προστατευόμενες επιχειρήσεις αποκτούν ολιγοπωλιακές τάσεις, και η οικονομία γίνεται λιγότερο ανταγωνιστική. Φυσικά, ο προστατευτισμός είναι ιδιαίτερα ελκυστικός για ορισμένες πανίσχυρες ομάδες, όπως οι κλάδοι που προστατεύει με δασμούς και πλαφόν εισαγωγών καθώς και οι πολιτικοί που φωτογραφίζονται μπροστά από εργοστάσια που επιβιώνουν εις βάρος των καταναλωτών και όχι επειδή προσφέρουν την καλύτερη δυνατή αξία στους πελάτες τους.
Ένας ακόμη παράγοντας που συμβάλλει στη διαιώνιση του προστατευτισμού και την πολύ μεγάλη δημοφιλία του στους μη-οικονομολόγους, είναι ο τρόπος με τον οποίο κατανέμονται τα κόστη και τα οφέλη του. Οι μεγάλοι χαμένοι των περιορισμών του ελεύθερου εμπορίου, δηλαδή όλοι οι καταναλωτές και όλες οι επιχειρήσεις που χρειάζονται εισαγόμενα προϊόντα προκειμένου να εξυπηρετήσουν την πελατεία τους, πληρώνουν το κόστος του προστατευτισμού σε μεμονωμένα προϊόντα. Το κόστος δηλαδή είναι διεσπαρμένο. Από την άλλη πλευρά, οι κλάδοι που προστατεύονται από τους περιορισμούς, που συνήθως αφορούν ένα ελάχιστο τμήμα των επιχειρήσεων και των εργαζομένων μίας χώρας, απολαμβάνουν ένα πολύ συγκεντρωμένο όφελος. Αυτή η σχέση μεταξύ διεσπαρμένου κόστους και συγκεντρωμένης ωφέλειας είναι που επιτρέπει και στο κράτος μας να σπαταλά τους φόρους μας με ελάχιστο πολιτικό κόστος. Αν για παράδειγμα το κράτος πετάξει στα σκουπίδια 100 χιλιάδες ευρώ, το κόστος για κάθε Έλληνα πολίτη είναι ένα σεντ του ευρώ. Θα μας θυμώσει, βέβαια, η είδηση της σπατάλης αλλά στην τελική ανάλυση η ζημιά που υπέστει ο κάθε Έλληνας είναι αμελητέα.
Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που ζούμε τώρα χάρη στην πανδημία, το ένστικτο επιβίωσης των πολιτικών τους οδηγεί μερικές φορές να κάνουν το σωστό ακόμα και αν αυτό είναι αντιδημοφιλές. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, η ανάγκη για γρήγορη εύρεση φαρμάκων και εμβολίων επέβαλε τη μείωση της παράλογης γραφειοκρατίας και των υπερβολικών καθυστερήσεων στη αδειοδότηση νέων και πειραματικών φαρμάκων.
Κάτι τέτοιο συνέβη τον περασμένο Μάιο στο Ισραήλ, όταν λόγω πανδημίας σημειώθηκαν σημαντικές ελλείψεις σε γαλακτοκομικά προϊόντα και κυρίως στο βούτυρο. Ο συγκεκριμένος κλάδος απολάμβανε για χρόνια την προστασία του κράτους από τον ανταγωνισμό του διεθνούς εμπορίου μέσω δασμών και πλαφόν εισαγωγών. Όταν η πανδημία έφερε τα δύσκολα, και με τη βοήθεια των Ισραηλινών φιλελευθέρων που είχαν εμπεδώσει καλά τις διδαχές του Φρίντμαν, η Κνέσετ (το κοινοβούλιο του Ισραήλ) αποφάσισε τη μονομερή άρση όλων των εμπορικών περιορισμών στα γαλακτοκομικά. Φυσικά, το αποτέλεσμα ήταν ότι οι ελλείψεις καλύφθηκαν αμέσως, οι καταναλωτές έχουν περισσότερες επιλογές, και τα ράφια είναι γεμάτα με προϊόντα από κάθε γωνιά του πλανήτη.
Αν ακόμα δεν έχετε πειστεί για το κακό που προκαλούν οι εμπορικοί περιορισμοί, ίσως αυτό το επιχείρημα του Φρίντμαν (το οποίο εμπνεύστηκε από τον Αμερικανό οικονομολόγο Χένρι Τζόρτζ) να σας προβληματίσει: “ Σε καιρούς πολέμου κάνουμε εμπορικούς αποκλεισμούς στους εχθρούς μας για να τους αποτρέψουμε από το να έχουν πρόσβαση στα αγαθά μας. Σε καιρούς ειρήνης κάνουμε το ίδιο πράγμα στους εαυτούς μας με τη μορφή δασμών”.