Της Μαίρης Βενέτη
Μετά τις ευρωεκλογές, οι αγορές προεξόφλησαν την νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές, οδηγώντας το κόστος δανεισμού για το Ελληνικό κράτος σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα και 23% υψηλότερα το Χρηματιστήριο Αθηνών.
Η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου βρέθηκε από το 3,6% στις 15 Μαΐου, πέριξ του 2%. Επίδοση αστρονομική για την αγορά των κρατικών χρεογράφων!
Το γεγονός επίσης ότι εν όψει εκλογών, τα υπό διαχείριση κεφάλαια στα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία -ETFs- από 550 εκατ. τον Μάιο, ξεπέρασαν τα 610 εκατ. δολάρια στο τέλος Ιουνίου, δείχνει ότι το ενδιαφέρον για τα ελληνικά assets είναι υπαρκτό και εξαιρετικά ισχυρό.
Στην ουσία τι έκαναν οι αγορές;
Έδωσαν πρώτες ψήφο εμπιστοσύνης στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ώστε να μπορέσει να διαπραγματευτεί την μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, έχοντας σαν μαξιλάρι το χαμηλό κόστος δανεισμού στις διεθνείς αγορές.
Η συμπεριφορά της αγοράς αμέσως μετά τις εκλογές
Μετά τις εντυπωσιακές επιδόσεις του Χρηματιστηρίου Αθηνών αμέσως μετά τις ευρωεκλογές που το έφεραν πέριξ των 900 μονάδων, ακολούθησε διόρθωση, η οποία τεχνικά καλό είναι να ολοκληρωθεί γύρω από τη ζώνη των 800-822 μονάδων.
Οι αγορές είναι προεξοφλητικοί μηχανισμοί και ως εκ τούτου δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση το γεγονός ότι η αγορά έκοψε προς το παρόν ταχύτητα.
Καταρχήν, θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι οι πολιτικές εξελίξεις είχαν ήδη αποτυπωθεί στις θετικές προοπτικές που έδωσαν πρόσφατα οι περισσότεροι διεθνείς οίκοι για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας.
Γι' αυτό άλλωστε και το αποτέλεσμα των εκλογών δεν θα έχει άμεσο αντίκτυπο στo τρέχον rating που δίνουν για την Ελλάδα.
Επιπλέον, οι αναλυτές δεν έχουν προχωρήσει σε αναπροσαρμογές των τιμών-στόχων, αφού περιμένουν, πρώτον να ισορροπήσει η αγορά στα νέα επίπεδα και δεύτερον τα νέα αναφορικά με τη νέα προεδρία της ΕΚΤ.
Οι προβληματισμοί του Χρηματιστηρίου Αθηνών
Στο επόμενο διάστημα, η νέα κυβέρνηση θα χρειαστεί πιθανώς να αντιμετωπίσει τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των μέτρων της δημοσιονομικής πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης, τα οποία αποδυνάμωσαν τον προϋπολογισμό και έθεσαν σε κίνδυνο τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος του τρέχοντος έτους, ύψους 3,5% του ΑΕΠ.
Επιπλέον, η εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2019 θα μπορούσε να συναντήσει εμπόδια από τις εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις σχετικά με προηγούμενες κυβερνητικές αποφάσεις για τους μισθούς του δημόσιου τομέα, καθώς και των μεταρρυθμίσεων του συνταξιοδοτικού συστήματος του 2012, του 2015 και του 2016. Αυτό θα μπορούσε να περιπλέξει τη συμμόρφωση με τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Τέλος, η αγορά έχει αντικρουόμενα μηνύματα από την Ευρώπη όσον αφορά την επικείμενη διαπραγμάτευση για μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Παρά ταύτα, η στήλη ενστερνίζεται την άποψη ότι ο νέος πρωθυπουργός έχει καλές πιθανότητες να πετύχει την έγκριση της ΕΕ για λιγότερο απαιτητικούς δημοσιονομικούς στόχους, με αντάλλαγμα βαθύτερες μεταρρυθμίσεις, όπως άλλωστε έχει αρχίσει ήδη να διαφαίνεται στις διατυπώσεις επί του θέματος Ευρωπαίων Αξιωματούχων.
Αγορά ομολόγων
Δεδομένων των αξιολογήσεων που δίνουν σήμερα οι οίκοι για την Ελλάδα, με τους περισσότερους να την βαθμολογούν με σταθερές προοπτικές, αλλά και των κριτηρίων που έχουν θέσει για πιθανή αναβάθμιση, η στήλη περιμένει ότι η χώρα μας θα ακολουθήσει μια αργή και σταδιακή πορεία προς την κατηγορία του Investment grade-εφεξής IG-, η οποία θα ολοκληρωθεί μεταξύ του δεύτερου εξαμήνου του 2020 και του πρώτου τριμήνου του 2021.
Τα βασικά κριτήρια των οίκων αξιολόγησης τα οποία θα ληφθούν υπόψη για πιθανή περαιτέρω αναβάθμιση είναι κυρίως η σταθερά ισχυρή δημοσιονομική επίδοση, η βελτίωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό κλάδο και η συνολική δυναμική των μεταρρυθμίσεων.
Το θετικό είναι ότι και οι τρεις αυτές προϋποθέσεις αποτελούν προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης.
Που βρισκόμαστε όμως αυτή τη στιγμή;
Η Fitch και η DBRS βαθμολογούν τη χώρα μόλις τρία σκαλοπάτια κάτω από την κατηγορία του επενδυτικού βαθμού, με σταθερές προοπτικές, ενώ οι βαθμολογίες της S&P και της Moody''s είναι τέσσερα σκαλοπάτια κάτω από το επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας, με την S&P όμως να δίνει θετικές προοπτικές.
Παρά το σημαντικό ράλι λοιπόν των ελληνικών ομολόγων από τον Μάιο, το καθεστώς της μη επενδυτικής βαθμίδας που κατέχει η χώρα από τους οίκους αξιολόγησης, αποτελεί ένα όριο για οποιαδήποτε περαιτέρω απότομη και σημαντική κίνηση στην τιμή των ελληνικών τίτλων.
Η κατεύθυνση όμως της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας προς την κατηγορία του επενδυτικού βαθμού κάποια στιγμή τους επόμενους 18 μήνες- άλλωστε αυτή είναι και η δέσμευση/ στόχος του Πρωθυπουργού -σε συνδυασμό με τις ισχυρές προοπτικές ενός νέου QE από την ΕΚΤ, θα αποτελέσουν τους βασικούς μοχλούς για την περαιτέρω θετική πορεία της ελληνικής αγοράς ομολόγων.
Τι σημαίνει η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας
Η απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας έστω και από έναν οίκο, είναι το κλειδί για τις μελλοντικές επιδόσεις των ελληνικών ομολόγων καθώς:
- Θα παρέχει στις ελληνικές τράπεζες πρόσβαση στις βασικές πράξεις αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ.
- Θα επιτρέψει στην Ελλάδα να επιστρέψει σε κάποιους βασικούς διεθνείς δείκτες ομολόγων.
- Θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα σε ένα νέο QE (συμπεριλαμβανομένων των περιόδων επανεπενδύσεων).
Η ΕΚΤ θα ξεκινήσει πιθανότατα ένα νέο QE τον Ιανουάριο του 2020, εξέλιξη που θα κάνει πολλούς επενδυτές να στρέψουν εκείνη την περίοδο την προσοχή τους στις προοπτικές ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα.
Εάν η Ελλάδα γίνει όντως επιλέξιμη, η ΕΚΤ θα έχει περιθώριο αγοράς της τάξης του 19% του ελληνικού χρέους ή 12,2 δισ. ευρώ ,μετά τις αποπληρωμές ομολόγων του Ιουλίου.
Πώς προκύπτει αυτό το νούμερο;
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους στις 30 Απριλίου το ελληνικό χρέος ήταν στα 355,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 57-60 δισ. ευρώ είναι τίτλοι σε ιδιωτικά χέρια.
Από αυτά, τα 48,5 δισ. θα είναι επιλέξιμα στο πρόγραμμα Public Sector Purchase Programme-εφεξής PSPP- της ΕΚΤ, αν είναι επενδυτικού βαθμού.
Η ΕΚΤ κατέχει επί του παρόντος 11 δισ. ευρώ, αλλά τα περισσότερα από αυτά τα ομόλογα ωριμάζουν πριν από τον Ιούνιο του 2020. Υπολογίζεται λοιπόν ότι η ΕΚΤ θα κατέχει μόνο 3,8 δισ. ευρώ και έτσι με το όριο ανά εκδότη στο 33%, το Ευρωσύστημα θα μπορεί να αγοράσει 12,2 δισ. ευρώ για το χαρτοφυλάκιό του PSPP.
Τι περιμένει η αγορά από τη νέα κυβέρνηση
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο πρωθυπουργός που εκλέχτηκε έχοντας δώσει τις λιγότερες «λαϊκές» υποσχέσεις που δόθηκαν ποτέ σε ελληνικές εκλογές.
Εξήγγειλε όμως ένα ουσιαστικό πρόγραμμα για την ανάταξη της οικονομίας και η αγορά περιμένει να εφαρμοστεί στο ακέραιο.
Για τη φορολογία, η νέα Κυβέρνηση προεκλογικά έχει δεσμευθεί για οριζόντια μείωση των συντελεστών από το 29% στο 20% σε διάστημα διετίας, ενώ έχει εξαγγείλει αυξημένες αποσβέσεις έως 200% στις επενδύσεις κεφαλαίου, δυνατότητα μεταφοράς φορολογικών ζημιών για περίοδο έως 10 έτη - όπως έχει γίνει στην Πορτογαλία- και επιπλέον μείωση 2 ποσοστιαίων μονάδων του φορολογικού συντελεστή για αύξηση κατά 10% των θέσεων εργασίας μιας επιχείρησης που απασχολεί τουλάχιστον 50 εργαζόμενους.
Παράλληλα έχει δεσμευθεί για μείωση της γραφειοκρατίας και τήρηση αποκλειστικών προθεσμιών στην αδειοδοτική διαδικασία, κομβικό σημείο για την προσέλκυση και υλοποίηση επενδύσεων.
Στις δεσμεύσεις της νέας Κυβέρνησης εντάσσεται και η ύπαρξη δεύτερης ευκαιρίας στις βιώσιμες επιχειρήσεις και στους επαγγελματίες με ελάφρυνση τους από τα χρέη σε Τράπεζες, Εφορία και Ασφαλιστικά Ταμεία, αύξηση του ορίου για υποβολή ΦΠΑ στις 25.000 ευρώ, διεύρυνση του ωραρίου στα τελωνεία, αξιοποίηση του ΕΣΠΑ, φορολογική έκπτωση έως 75% στις start ups, αξιοποίηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κ.ά.
Μέσα από την εφαρμογή του συγκεκριμένου προγράμματος, τόσο η νέα κυβέρνηση όσο και οι αγορές, περιμένουν να ανέβουν κάθετα οι επενδύσεις στην χώρα μας, οδηγώντας το ΑΕΠ σε υψηλότερα επίπεδα και ροκανίζοντας τον λόγο Χρέος/ΑΕΠ σε πιο βιώσιμα επίπεδα.
Από πού και γιατί θα έρθουν οι επενδύσεις
Οι πολιτικοί κίνδυνοι κατά το διάστημα της τελευταίας τετραετίας έχουν μειωθεί σημαντικά στην Ελλάδα.
Το μερίδιο των ψήφων στα εξτρεμιστικά κόμματα έχει μειωθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015 εξελίχτηκε σε μια φιλοευρωπαϊκή πολιτική δύναμη.
Στην ελληνική βουλή λοιπόν κυριαρχούν τα κόμματα που είναι υπέρ μιας σχέσης συνεργασίας με τους διεθνείς πιστωτές της Αθήνας και κυρίως υπέρ της Ευρώπης.
Η εξέλιξη αυτή παραμένει ο πιο σημαντικός παράγοντας για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, την προσέλκυση επενδύσεων και εν τέλει για την ανάκαμψη της χώρας.
Σύμφωνα με τη Νέα Δημοκρατία, στον τουρισμό και τη ναυτιλία αναμένονται επενδύσεις 20- 25 δισ. ευρώ, ενώ λιμνάζουν επενδύσεις πέριξ των 11 δισ. ευρώ.
Στον πρωτογενή τομέα και τη μεταποίηση τροφίμων αναμένονται έργα 15-20 δισ. ευρώ, στην ενέργεια -ΑΠΕ, νέοι αγωγοί φυσικού αερίου κ.ά.- και το περιβάλλον επενδύσεις 9 δισ. ευρώ.
Στην έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη, στη βιομηχανία, στα logistics και μέσω Συμπράξεων Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα υπολογίζονται έργα 10 δισ. ευρώ, ενώ στον κατασκευαστικό κλάδο και στις υποδομές τα περιθώρια εκτιμάται ότι είναι ακόμα μεγαλύτερα, με τις σχετικές επενδύσεις να έχουν κοστολογηθεί στα 12 δισ. ευρώ μέχρι το 2023 από τη ΝΔ, γεγονός που θα αποφέρει 240.000 νέες θέσεις εργασίας εντός της επόμενης τετραετίας.
Τα ρίσκα
Πέραν των προκλήσεων που έχει να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση και περιγράψαμε στην αρχή της ανάλυσης δικαιολογώντας και την κίνηση του Χ.Α, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι προοπτικές της χώρας μας θα επηρεαστούν από πιθανές αρνητικές εξελίξεις στο παγκόσμιο μακροοικονομικό περιβάλλον, αλλά και από τις γεωπολιτικές εξελίξεις κυρίως στην Αν.Μεσόγειο.
Επιπλέον, η χώρα χρειάζεται επειγόντως υψηλότερες επενδύσεις και περισσότερες μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων, κάτι που αντιλαμβάνεται η νέα κυβέρνηση, αλλά είναι κατανοητό ότι δεν είναι μια διαδικασία που μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη.
Πόσο μάλλον όταν οι τράπεζες εξακολουθούν να είναι φορτωμένες με μεγάλο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων, με το δημόσιο χρέος το τέταρτο τρίμηνο του 2018 να ανέρχεται πέριξ του 181,1% του ΑΕΠ, την ανεργία κολλημένη στο 18% και την ανάπτυξη πιθανότατα να κινείται χαμηλότερα του 2%.
Παρά τις διακυμάνσεις όμως παραμένουμε θετικοί για τις προοπτικές της Ελλάδας και επακόλουθα της αγοράς των ελληνικών ομολόγων και μετοχών.
Μάλιστα ένας επιπλέον λόγος της αισιοδοξίας μας, αποδίδεται απόλυτα από την εξής φράση που δανειζόμαστε από τον Διεθνή Τύπο: «Για τον Αλέξη Τσίπρα, η γλώσσα της οικονομίας είναι μια ξένη γλώσσα, την οποία με κόπο έπρεπε να μάθει και την οποία εντέλει δεν έμαθε ποτέ καλά.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, είναι η μητρική γλώσσα την οποία κατέχει στην εντέλεια. Αυτή είναι μια βασική διαφορά μεταξύ του τέως και του μελλοντικού πρωθυπουργού της Ελλάδας».
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων.
Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες