Του Δημήτρη Καμπουράκη
Την παραμονή των εκλογών του 1981, με κάλεσε η υπέργηρη και τυφλή (από καταρράχτη) γιαγιά μου. Ήθελε ένα ψηφοδέλτιο του κόμματος της, με σταυρωμένο τον βουλευτή που προτιμούσε. Εκτέλεσα ευσυνειδήτως την εντολή της, πλην μόλις έφυγα (και παρά την τεράστια αδυναμία που μου είχε ως πρώτο της εγγονό και με το όνομα του άντρα της) φώναξε στα μουλωχτά ένα γειτονάκι που έπαιζε έξω απ' την πόρτα της.
Το δωροδόκησε με μια καραμέλα, πήρε το ψηφοδέλτιο από το τραπέζι και ζήτησε να της πει τι σήμα είχε πάνω-πάνω. Κι όταν βεβαιώθηκε πως το κόμμα ήταν το σωστό, του ξαναζήτησε να διαβάσει το όνομα που ήταν γραμμένο δίπλα στον σταυρό. Και μόνο όταν το πιτσιρίκι (πήγαινε δευτέρα δημοτικού) συλλάβισε το όνομα του υποψηφίου της, η γριά δίπλωσε το ψηφοδέλτιο και το 'βαλε στην τσέπη της έτοιμο για χρήση.
Παλιές καραβάνες εκείνες οι γενιές, πιο σκληρές κι από πετραμύγδαλα, όταν επρόκειτο για πολιτική (και για λεφτά) δεν είχαν εμπιστοσύνη σε κανέναν. Και δεν σήκωναν και πιέσεις ή οικογενειακούς εκβιασμούς. Ψήφιζαν κατά την πεποίθηση τους κι ας έλεγαν τα παιδιά ή τα εγγόνια τους. Αν και οι μισοί απ' αυτούς ήταν οργανικά αναλφάβητοι, με τις πληροφορίες να φτάνουν στ' αυτιά τους με το σταγονόμετρο, λειτουργούσαν με βάση λίγες αλλά στέρεες σταθερές.
Την οικογενειακή παράδοση, την κοινωνική και εθνική σταθερότητα, την πιθανότητα να χειροτερέψουν τα πράγματα αν βρεθούν στην εξουσία άνθρωποι ή κόμματα που είχαν την τρέλα ως σημαία τους και την ντομπροσύνη των υποψηφίων. Συντηρητικά πράγματα, θα πείτε. Ίσως, αλλά μ' αυτό τον τρόπο η χώρα πέρασε μέσα από σαράντα κύματα κι από ογδόντα φτώχειες, δίχως τελικά να χάσει τον χαρακτήρα της ούτε να διακινδυνέψει την ύπαρξη της.
Γι αυτό και δαιμονίζομαι σήμερα όταν βλέπω τους νεοέλληνες να άγονται και να φέρονται σαν αθύρματα, μόλις κάποιος πολιτικός τους πουλήσει παραμυθάκι, όσο εξωφρενικό κι αν είναι αυτό. Γι αυτό απελπίζομαι όταν βλέπω ανθρώπους που ξέρουν και πέντε γράμματα, να αντιδρούν σαν τον Θανάση του σποτ του Καμένου, που κάνει τούμπες μόλις δει να του προσφέρουν λίγα προσωρινά ψίχουλα. Γι αυτό συγχύζομαι όταν μετά από οκτώ χρόνια κρίσης και φτώχειας, ακούω ακόμα ανθρώπους να προτιμούν ένα σίγουρο επίδομα ζητιανιάς από την προοπτική να δημιουργηθεί αγορά εργασίας στην οποία θα βγουν και θα δουλέψουν.
Παριστάνουν τους προοδευτικούς επειδή (στα λόγια) κονταροχτυπιούνται με το ανύπαρκτο σκιάχτρο του νεοφιλελευθερισμού, στην πραγματικότητα όμως είναι πολύ πιο συντηρητικοί κι από την συγχωρεμένη τη γιαγιά μου (που πήγαινε κόντρα στο ρεύμα του '81) κι απ' αυτούς που έχουν σήμερα τον πολιτικό τίτλο της συντήρησης. Φοβούμαι πως μέσα στην ελληνική κοινωνία είναι πια περισσότεροι οι οπαδοί της ακινησίας και της κρατικής ζητιανιάς, παρά τους οπαδούς της εργασίας και της προσπάθειας. Κι ας λένε οι δημοσκοπήσεις.