Του Κυριάκου Αθανασιάδη
ΕΝΑ. Γερνάμε, γερνάμε μέρα με την ημέρα όλο και περισσότερο, κατρακυλάμε στα γηρατειά, κι ας νιώθουμε όλοι μέσα μας —κρυφά από τους άλλους, μυστικά—, κι ας νιώθουμε παιδιά, όπως παλιά, όπως τότε που όλα ήταν ανοιχτά μπροστά μας, όλοι οι δρόμοι, όλα τα στενά, όλες οι πόρτες, όλες οι δυνατότητες. Όλες οι πόλεις. Ή μόνο κάποια? μόνο μία.
Αυτή η άλλη, η «κάποια», ήταν άλλη για τον καθένα μας. Για πολλούς, ήταν η ίδια τους η πόλη. Πού να πας τώρα, πού να φύγεις και γιατί — είναι τόσο όμορφα εδώ? ξέρεις και την κάθε πέτρα. Για άλλους, που ζούσαν μακριά από το κέντρο, ήταν βέβαια η πρωτεύουσα. Για άλλους, μια ξένη πόλη? μακρινή και σαγηνευτική. Για άλλους, πάλι, μια μυθιστορηματική, ή κινηματογραφική πόλη. Ή μια πόλη ουτοπική.
Για μένα πάλι, ήταν κάμποσες. Για μένα, και για ένα σωρό άλλους. Για τη γενιά μου κυρίως, ναι — ήταν κάμποσες. Δεν μας χωρούσε μία. Έπρεπε να τις δούμε όλες, ή έστω να τις αγαπήσουμε όλες τους κι από κοντά. Άλλοι τα κατάφεραν και τις είδαν πράγματι από κοντά, και τις αγάπησαν κι έτσι? άλλοι όχι. Δεν έχουμε όλοι ίδιες διαδρομές, δεν έχουμε όλοι τις ίδιες δυνατότητες? δεν γίνεται. Γι' αυτό και διαφέρει η μελαγχολία μας, γι' αυτό δυο μελαγχολίες δεν ισούνται ποτέ μεταξύ τους.
ΔΥΟ. Οι πόλεις είναι όνειρα, και υποσχέσεις. Είναι θόρυβος, και ήσυχες γωνιές, και σκιά, και ήλιος, και πρασιές, και καντίνες με βρόμικο, και μπαρ, κι άλλα μπαρ, και καφενεία, κι άλλα καφενεία, και γήπεδα, και ταβέρνες, και καλά ρεστοράν, και διανυκτερεύοντα μαγέρικα, και ξενύχτια, και χωρισμοί, και συζητήσεις, όλες οι ατέλειωτες και όλες οι μισοτελειωμένες ιστορίες του κόσμου, και τσακωμοί, όλο τσακωμοί, και η αγορά, πάντα και πάντα η ωραία, αιώνια αγορά, και ταξί που δεν σταματούν, και αέρας, και σκόνη, και κάψα, και υπόγεια, και ρετιρέ, και μετακομίσεις, και βιβλία, όλο βιβλία, και στιλό και τετράδια και μουτζουρωμένες λέξεις, και μάστορες, και χαλασμένα πράγματα, και πεταμένα πράγματα, και κιτρινισμένα πάρκα, και αγάλματα και εκκλησιές και αρχαία, και σινεμάδες, πολλοί σινεμάδες, όλοι οι σινεμάδες, και κυριακάτικες εφημερίδες το Σάββατο, και μουσική, πολλή μουσική μέσα από παράθυρα και μέσα από αμάξια, και φιλιά στα κλεφτά, και χαμένα ραντεβού, και λαχανιασμένα στόματα, και ιδρωμένα σώματα, και καλντερίμια, και νυχτερινές λεωφόροι πιτσιλισμένες βροχή, νυχτερινές λεωφόροι που μυρίζουν όμορφα, και γενναία: βενζίνη κυρίως, και μια υποψία τσιγάρου από κάπου. Ίσως και μια στάλα από ένα άρωμα ξεθυμασμένο πάνω σε δυο καρπούς. Τέτοιες μυρωδιές.
Οι πόλεις είναι μια ωραία μοναξιά και πολλές ωραίες μοναξιές συναπαντημένες, και είναι και παγίδες που σε κρατούν εκεί, μην τυχόν και τους φύγεις. Οι πόλεις σε θέλουν, τρέφονται από τη μοναξιά σου, από όλα εκείνα τα βήματα που κάνεις όταν δεν έχεις πια να πας πουθενά γιατί δεν υπάρχει κάτι να κάνεις. Και δεν υπάρχει και πουθενά να πας. Οι πόλεις θέλουν να γίνεις το στοιχειό τους. Και θέλουν να γεράσετε μαζί, και να ακουμπιέστε λιγάκι στο παγκάκι και να κοιτάτε ίσια μπροστά, μ' ένα σκύλο κουρνιασμένο στα πόδια σας.
Μα βέβαια εκείνη δεν θα γεράσει μόνο μαζί σου. Θα συνεχίζει να γερνά κι όταν εσύ θα έχεις φύγει.
Οι πόλεις μένουν. Απλώς πεθαίνουν με τον τρόπο τους.
ΤΡΙΑ. Γράφει στο Facebook ο συγγραφέας Γιώργος Μητάς: «ΙΝΤΕΑΛ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΘΗΝΑ. Πρωινή βόλτα στο κέντρο, μεσοβδόμαδα, μετά από καιρό πολύ. Η εικόνα της πρόσοψης του εγκαταλειμμένου ρεστοράν “Ιντεάλ” στην Πανεπιστημίου —θα πλησίαζε φέτος τα 100— μας καθήλωσε. Ήταν λες και η φθορά της πόλης, η ιστορική, αισθητική και πνευματική απογύμνωση του κέντρου των τελευταίων 10 χρόνων να χωρούσε ολόκληρη σε αυτό το θλιβερό κάδρο. Μαζί με τη φωτογραφία, κι ένα πικρό κέντρισμα στην καρδιά για την Αθήνα που ζήσαμε φοιτητές τη δεκαετία του '80, και λίγο μετά — στα εστιατόριά της, στα δισκάδικα, στα σινεμά της, στα βιβλιοπωλεία της».
ΤΕΣΣΕΡΑ. Οι πόλεις πεθαίνουν με τον τρόπο τους. Κι εσύ, τότε, λείπεις.