Του Θανάση Διαμαντόπουλου
Ολοκληρώθηκε κατά κάποιο τρόπο η πρώτη φάση της κυβερνητικής περιόδου της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ένα πρώτο δείγμα γραφής ήδη παρήχθη και, επομένως, η συγκυρία προσφέρεται για κάποια –προσωρινή και αναθεωρήσιμη προφανώς στο μέλλον- αξιολόγηση του νέου κυβερνήτη της χώρας.
Όχι τόσο της πολιτικής του, για την αποτίμηση της οποίας δουλεύει άλλωστε συστηματικά η βιομηχανία των δημοσκοπήσεων, αλλά της προσωπικότητάς του, όπως αναδεικνύεται στον νέο ρόλο του. Και αυτό θα επιχειρήσω, παρά τους κινδύνους που ένα τέτοιο εγχείρημα δημιουργεί (με δεδομένη και προεξοφλούμενη την «καλή πίστη» πολλών αξιολογητών του αυθαιρέτως και αυτοκλήτως επιχειρούντος το τόλμημα της πρωθυπουργικής αξιολόγησης).
Φυσικά ο καθένας είναι ελεύθερος να προσθέσει ή να αφαιρέσει ότι νομίζει στα θετικά που αναγνωρίζονται, όπως και στα αρνητικά που καταλογίζονται στον πρωθυπουργό. Όπως επίσης ο καθένας είναι ελεύθερος να αξιολογήσει κατά την κρίση του το όλο ισοζύγιο των μεν και των δε. Όθεν…
Τα θετικά:
Ο νέος πρωθυπουργός, κατά πρώτον, είναι οργανωτικός και μεθοδικός, συγκροτημένος και προετοιμασμένος, όσο ίσως κανένας άλλος κυβερνήτης στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Το διαμετρικά αντίθετο του «χύμα» που πρόσφατα ζήσαμε. Μόνον ίσως ο Σημίτης μεταπολιτευτικά θα μπορούσε να τον ανταγωνιστεί σε καλβινιστική μεθοδικότητα. Και αν…
Κατά δεύτερον, είναι στοχοπροσηλωμένος σε αυτά που θέλει να αφήσει ως παρακαταθήκη, τουλάχιστον στον βαθμό που ήταν και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας. Ή και ο Σημίτης στην επιδίωξη της εισόδου στη ζώνη του ευρώ.
Τρίτον, καταφανώς μετέχει μιας πολιτικής –και οικογενειακής θα έλεγα επίσης- παράδοσης για την οποία ο πραγματισμός, η απόλυτη απόρριψη της βουλησιαρχίας, πρέπει είναι κεντρική και θεμελιακή συνιστώσα τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης της χώρας. Έστω και αν ο πραγματισμός αυτός, προκειμένου κάποιος στόχοςνα επιτευχθεί, μερικώς έστω, οδηγεί σε αναζήτηση συγκλίσεων και συναινέσεων, οι οποίες εμπεριέχουν κάποια νόθευση της ιδεολογικής καθαρότητας που θα ήθελε να διέπει τη φιλοσοφία της δράσης του.
Τέταρτον, αποδεικνύει «σφαιρικότητα» στην προσέγγιση του έργου του, αφού ναι μεν δείχνει να έχει απόλυτη συνείδηση πως το κυβερνητικό εγχείρημά του θα κριθεί από την επιτυχία της οικονομικής πολιτικής του, ωστόσο ούτε την αναγκαιότητα κάποιων τομών στο θεσμικό υπόστρωμα της δημόσιας ζωής αγνοεί ούτε υποβαθμίζει την πολιτική παιδείας, σωφρονισμού, δημόσιας ευταξίας κλπ (οι οποίες άλλωστε μεσομακροπρόθεσμα έχουν και αυτές οικονομικές επιπτώσεις).
Τα αρνητικά:
Η συναισθηματική του νοημοσύνη, εν πρώτοις, δεν φαίνεται να είναι πάρα πολύ υψηλή. (Βέβαια –αν αυτός ο όρος πρωτίστως σημαίνει ικανότητα ενσυναίσθησης, δηλαδή δυνατότητα ταύτισης με τη θέση και τα προβλήματα του άλλου- δύσκολα θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα αυξημένη η ικανότητα αυτή σε έναν άνθρωπο που μεγάλωσε και ανδρώθηκε σε ένα απολύτως προστατευμένο, περιχαρακωμένο και προνομιούχο κοινωνικό περιβάλλον, συναναστρεφόμενον σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα άτομα προερχόμενα από τα πιο ευκατάστατα κοινωνικά στρώματα).
Ως προέκταση του προηγούμενου, κατά δεύτερον, ο νέος πρωθυπουργός ενίοτε εξοκέλλει σε συμπεριφορές μπουρζουαζόπεδου, μη συνάδουσες πλήρως με τη φύση του πολιτικού πεδίου και του ρόλου του. Όπως τότε για παράδειγμα –αν και αυτό συνέβη επί της αντιπολιτευτικής του περιόδου- που ρωτούσε και κατηγορούσε τον Τσίπρα, τον ρωτούσε κατηγορώντας τον και τον κατηγορούσε ρωτώντας τον, γιατί δεν πήγε σε καλά πανεπιστήμια, μολονότι είχε την σχετική οικονομική δυνατότητα. Λες και αντιπαρατίθεντο υποψήφιοι για την Ακαδημία Αθηνών.
Ή τότε που, ως πρωθυπουργός πλέον, με υπερηφάνεια δήλωνε πως πέτυχε στο πολιτικό της νομικής! (Για όσους γνωρίζουν ποιοι και πώς μπαίνουν σε τέτοια τμήματα, που δεν παρέχουν σαφή επαγγελματικό προσανατολισμό στους αποφοίτους τους, δύσκολα αυτή η επιτυχία μπορεί να προβληθεί ως τίτλος τιμής για έναν νέο).
Τέλος, τρίτον, μάλλον δεν είναι πλήρως απαλλαγμένος κάθε χαρακτηρολογικής εμπάθειας και μνησικακίας (άλλωστε μήτε ο πατέρας του μήτε ο μακρινός του πρόγονος Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ολοσχερώς απαλλαγμένοι τέτοιων στοιχείων, που τους μίκραιναν ως πολιτικά μεγέθη. Αλλά και άλλοι σημαντικοί σύγχρονοι πολιτικοί δεν είναι απαλλαγμένοι αντίστοιχων προσωπικών μικροτήτων).
Ωστόσο το ελάττωμα αυτό –αν υποτεθεί πως πράγματι και στον βαθμό που υφίσταται- προφανώς αμβλύνεται από την καταφανή ετοιμότητά του να παραμερίσει τις προσωπικές του αντιπάθειές και να συνεργαστεί, στο πλαίσιο της λειτουργίας των θεσμών, με πολιτικούς αντιπάλους του, τους οποίους καταφανώς απεχθάνεται -και δεν καταβάλλει προσπάθεια να το συγκαλύπτει άλλωστε-, προς επιδίωξη του οφέλους της χώρας.
Τούτων δοθέντων και συμπερασματικά, όπως προελέχθη, ο καθένας είναι ελεύθερος να δεχθεί ή να απορρίψει αυτή την αξιολόγηση και να κρίνει αν είναι τα θετικά ή τα αρνητικά που κατισχύουν. Ο γράφων βλέπει τα πρώτα μάλλον να επικρατούν. Ζαλίζεται δε με τη σκέψη του συμπεράσματος στο οποίο θα κατέληγε, αν επιχειρούσε ανάλογη αξιολόγηση της προσωπικότητας του προκάτοχου του αξιώματος που τώρα κατέχει ο Μητσοτάκης…