Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Χθες είχαμε το πρώτο κύμα από τις αντιδράσεις όσων επέστρεψαν από τις διακοπές τους και έπιασαν ξανά δουλειά: οιμωγές, κλάμα, νεύρα — πράγματα δηλαδή που νιώθονται: όλοι μας τα έχουμε ζήσει. Ποιος βιάζεται να ξεμπερδεύει με τις διακοπές για να γυρίσει στη ρουτίνα της πόλης; Κανείς. Την άλλη Δευτέρα, καθώς τελειώνουνε πια τα ψέματα και ο Σεπτέμβρης ήδη ακονίζει τα νύχια του, θα έχουμε το δεύτερο και μεγαλύτερο κύμα επιστροφής. Οπότε θα αρχίσει και η κλασική διαδικτυακή αψιμαχία μεταξύ αυτών που εύχονται «καλό χειμώνα» και των αντιπάλων τους: Καλοχειμωνάκηδες vs Καλοκαιράκηδων. Η ζωή στα social media έχει την τάση να επαναλαμβάνει μία σειρά από μοτίβα, χρόνος μπαίνει χρόνος βγαίνει. Δεν πειράζει, έχει το γούστο του και αυτό.
Έτσι, καθώς οι άδειες σώνονται και μπαίνουμε λίγο-λίγο στο ευθύ μονοπάτι της ζωής μας, το κανονικό —οι διακοπές συνιστούν ούτως ή άλλως παρέκκλιση των μοντέρνων καιρών και δεν είναι και για χόρταση—, θα δούμε να επιστρέφουν διψασμένοι για επικοινωνία και όλοι οι συμπαθείς εκπρόσωποι των διαφόρων «φυλών» του διαδικτύου, που όσο να πεις εσίγησαν τις τελευταίες εβδομάδες γιατί ήταν στις Κυκλάδες, στη Χαλκιδική ή στο εξωτερικό. Και πολύ καλά έκαναν.
Οι αγαπημένοι μου είναι αυτοί που λυπούνται και δεν αντέχουν αν δεν το πουν — μάλλον: αν δεν το διαλαλήσουν.
Αυτοί που λυπούνται και δεν αντέχουν αν δεν το πουν δεν λυπούνται «κάτι», αλλά λυπούνται με τα πάντα. Με ό,τι κακό, ό,τι άσχημο και ό,τι κακώς καμωμένο. Θυμίζουν έντονα τον Βούδα που, λέει ο μύθος, όταν συνειδητοποίησε πως, κάνοντας τον περίπατό του, πατούσε άθελά του κάποια μικροσκοπικά έντομα, κάτι ζουζούνια των κήπων του —μυρμήγκια και τέτοια—, αποφάσισε να μην ξαναπερπατήσει, παρά να κάθεται, λέει, σε μια γωνιά και να διαλογίζεται πάνω στο κακό του σύμπαντος κόσμου. Πράγμα που είχε μεν ως αποτέλεσμα να παχύνει υπερβολικά, αλλά του έφερε τη Φώτιση δε.
Έτσι και οι φίλοι μας αυτοί. Λυπούνται. Μπορεί να μην κάθονται ήσυχοι στη γωνιά τους σαν τον Βούδα ή σαν τους στυλίτες της δικιάς μας περιοχής, αλλά λυπούνται όσο λυπόνταν ο Βούδας και οι στυλίτες — μπορεί και παραπάνω. Εν πάση περιπτώσει, λυπούνται πολύ. Και, μολονότι λίγο-πολύ όλοι λυπόμαστε —οι ευκαιρίες είναι άπειρες, δυστυχώς, και δεν είμαστε φτιαγμένοι από πέτρα—, αυτοί λυπούνται πιο πολύ από μας. Και δεν το κρατούν βέβαια για τον εαυτό τους, γιατί τέτοια πελώρια λύπη δεν είναι για να μένει κρυφή. Πρέπει να μαθευτεί.
Έτσι, με κάθε δυνατό τρόπο και επιστρατεύοντας όλη τη ρητορική τους δεινότητα —στο Facebook και σ' αυτά όλοι μας είμαστε ρήτορες, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο αποτελεσματικός—, μας λένε στεντορεία τη φωνή πόσο δεν αντέχουν τα δεινά τού ________ ή των ________ και πως η ζωή τους έχει ως εκ τούτου καταστραφεί. Από τη λύπη. Πως το γεγονός αυτό (το χι γεγονός) τους σημάδεψε βαθιά. Και πως, όσο ζουν, δεν γίνεται να το ξεχάσουν.
Οι αφορμές, όπως είπαμε, είναι πάμπολλες. Από τον θάνατο ενός διασήμου (αυτή είναι καλή περίπτωση, έστω και αν τον αγνοούσαν, ή έστω και αν ο διάσημος ήταν ενενηκοντούτης και αγνοούσαν ότι ζούσε ακόμα) μέχρι το δράμα που ζει ένας λαός (εξαιρούνται εδώ λαοί όπως ο αμερικάνικος, ο γερμανικός και ο ισραηλινός), και από το τραγικό συμβάν που έπληξε κάποιον (δεν έχει σημασία ποιον, αρκεί να ήταν αποδεδειγμένα καλός άνθρωπος ή να ήταν ζώο — κανονικό ζώο, όχι ζώον) μέχρι αυτά που τραβά η μάνα Γη (στην εν λόγω περίπτωση, δεν έχει σημασία αν οι ίδιοι, π.χ., δεν ανακυκλώνουν, αν χρησιμοποιούν για τις μετακινήσεις τους θηριώδη οχήματα ή αν δεν φημίζονται για τα ζωοφιλικά τους αισθήματα).
Οι άνθρωποι που λυπούνται και δεν αντέχουν αν δεν το πουν βρίσκουν σχεδόν κάθε μέρα κάτι για να χαράξουν με τα νύχια τα μάγουλά τους και για να ρίξουν στάχτη στα μαλλιά, δίκην πένθους. Κι αν κάποια μέρα δεν προκύψει κάτι, την επόμενη φορά θα λυπηθούν ΑΚΟΜΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ.
Λίγο πιο μετά βέβαια (στην άλλη ανάρτηση) φαίνεται πως μάλλον το έχουν κιόλας ξεχάσει, αλλά αυτό δεν είναι κολάσιμο, και συχνά δεν γίνεται καν αντιληπτό. Γιατί, αν μη τι άλλο, ο άνθρωπος που λυπάται έχει κάθε δικαίωμα να χαίρεται κιόλας, για να διατηρεί ισοσκελισμένο τον ψυχικό προϋπολογισμό του, το ισοζύγιο τρεχουσών συναισθηματικών του συναλλαγών. Έτσι πάνε αυτά.
Οπότε τούς περιμένουμε να γυρίσουν από τις διακοπές τους —από τις οποίες διακοπές τους πήραμε μία γερή φωτογραφική δόση επί ένα δεκαπενθήμερο, γεμάτη πλατιά χαμόγελα και μαυρισμένη επιδερμίδα— για να λυπηθούν ξανά. Και για να μας το φωνάξουν.
Γιατί είναι οι άνθρωποι που λυπούνται. Οι ψυχοπονιάρηδες. Καμία σχέση με εμάς, τους ανάλγητους.