Tου Bican Sahin, Ph.D.*
Οι Τούρκοι και οι Έλληνες είναι δύο λαοί που έζησαν δίπλα-δίπλα για πολλούς αιώνες. Η συνύπαρξή τους κατέστη δυνατή, σε μεγάλο βαθμό, μέσω μιας οθωμανικής κοινόχρηστης θεσμικής ρύθμισης, που ονομάζεται το ?σύστημα Μιλέτ?.
Βάσει του συστήματος αυτού, σε κάθε έθνος, το οποίο καθοριζόταν κυρίως από μία θρησκευτική υπαγωγή, δίνεται το δικαίωμα να αποφασίζει για τις δικές του κοινές υποθέσεις.
Ακόμη κι αν το ?σύστημα Μιλέτ? δεν είναι τόσο ικανοποιητικό όσο το θέλει η σύγχρονη φιλελεύθερη αντίληψη της ανοχής, η οποία λαμβάνει το κάθε συστατικό μιας κοινωνίας ως ίσο απέναντι στον νόμο, παρέχει ωστόσο ένα περιβάλλον σχετικής σταθερότητας και ελευθερίας για τις κοινοτικές υποθέσεις των διαφορετικών εθνών μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Παρ' όλους τους περιορισμούς τους, οι Τούρκοι και οι Έλληνες καλλιεργούν μια ομαλή σχέση συνύπαρξης σε αυτό το περιβάλλον. Το βάθος αυτής της σχέσης μπορεί να ανιχνευθεί στα πολιτιστικά χαρακτηριστικά που μοιράζονται αυτοί οι δύο λαοί. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες: Από τις μουσικές προτιμήσεις έως τις γαστρονομικές γεύσεις, από την προτεραιότητα που δίνουν στις διαπροσωπικές σχέσεις έως τον σημαντικό ρόλο της θρησκείας στη ζωή της κοινωνίας, κ.λπ. Οι Τούρκοι και οι Έλληνες μοιάζουν αρκετά, από πολλές απόψεις.
Ωστόσο, όπως ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης έθεσε με μεγάλη οξυδέρκεια, οι σφοδρότερες μάχες λαμβάνουν
χώρα μεταξύ των γειτονικών χωρών, όχι μεταξύ τελείως αγνώστων. Τα δύο αυτά γειτονικά έθνη γνώρισαν πολλές μάχες μεταξύ τους. Το να βρεθεί ένα εξιλαστήριο θύμα δεν έχει καμία πρακτική χρησιμότητα. Κάθε πλευρά είχε μερίδιο της ευθύνης.
Δεν μπορούμε να πάμε πίσω στην Ιστορία και να αλλάξουμε ό,τι συνέβη. Ωστόσο, μπορούμε να αλλάξουμε το μέλλον.
Παρά τις βελτιωμένες σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, η σημερινή κατάσταση απέχει πολύ από το τέλειο κι αυτό οφείλεται στην αμοιβαία αντίληψη της απειλής. Εξακολουθούμε να ακούμε στις ειδήσεις τους ισχυρισμούς και από τις δύο πλευρές, σχετικά με τις παραβιάσεις των χωρικών υδάτων ή του εναέριου χώρου τους. Λόγω αυτής της αντίληψης της απειλής, η κάθε πλευρά επενδύει σε στρατιωτική προετοιμασία. Αν δεν γίνονταν τόσες δαπάνες
γι' αυτόν τον σκοπό, οι δύο χώρες θα ήταν σε καλύτερη θέση. Από αυτήν την άποψη, αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια μόνιμη ειρήνη. Στην πραγματικότητα, ο σκοπός αυτού του δοκιμίου είναι να αναφερθεί στους τρόπους με τους οποίους το εμπόριο μπορεί να συμβάλει στην εκπλήρωση του στόχου αυτού.
Ας αρχίσουμε με τον ρόλο του εμπορίου στην προώθηση της ειρήνης. Βασικά, το επιχείρημα είναι γνωστό ως ?η καπιταλιστική ειρήνη?. Σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό, το εμπόριο εξυπηρετεί τη διατήρηση της ειρήνης μεταξύ δύο πλευρών τουλάχιστον με δύο τρόπους:
Πρώτον, χάρη στο ελεύθερο εμπόριο, οι χώρες καθίστανται αλληλεξαρτώμενες. Το εμπόριο δημιουργεί υλική συμμετοχή και δίνει κίνητρα προς τις χώρες για την αποφυγή του πολέμου.
Η δήλωση του Frederic Bastiat σχετικά με τη σχέση μεταξύ εμπορίου και ειρήνης το θέτει αυτό λακωνικά: ?Όταν τα αγαθά
δεν διασχίζουν τα σύνορα, τα διασχίζουν οι στρατιώτες?. Αυτό μπορεί να συνοψιστεί ως ?ειρήνη από το ελεύθερο εμπόριο?.
Δεύτερον, το εμπόριο μπορεί να διατηρήσει έμμεσα την ειρήνη, με την προώθηση της δημοκρατίας. Πώς συμβαίνει αυτό;
Ας θέσουμε τη βασική προϋπόθεση αυτού που στην κυριολεξία ορίζεται ως ?δημοκρατική ειρήνη?: Οι δημοκρατικές χώρες δεν κάνουν πόλεμο μεταξύ τους.
Αν και οι δημοκρατικές χώρες μπορούν να αγωνιστούν με αντιδημοκρατικά καθεστώτα, τείνουν να λύνουν τις διαφορές τους με ειρηνικά μέσα, όπως είναι η διπλωματία. Οι κυβερνήσεις που θέλουν να επανεκλεγούν δεν πηγαίνουν σε πολέμους που δεν μπορούν να τους δικαιολογήσουν στην κοινή γνώμη.
Έτσι, κάποιος μπορεί να ρωτήσει, πού μπαίνει το εμπόριο σε αυτήν την εικόνα; Για να εξηγήσουμε, θα πρέπει να αναφερθού με στη βασική πρόταση της θεωρίας των προϋποθέσεων της δημοκρατίας.
Οι δημοκρατίες έχουν υψηλότερες πιθανότητες να θεσμοθετηθούν σε χώρες όπου υπάρχει μια μεγάλη μεσαία τάξη.
Όπως και ο Αριστοτέλης, έτσι και ο οπαδός του στον 20ό αιώνα, Seymour Martin Lipset υποστήριξε ότι τα μέλη της μεσαίας τάξης είναι μετριοπαθή στις πολιτικές συμπεριφορές τους και βασίζουν τα συμφέροντά τους στη σταθερότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δεν υποστηρίζουν βίαιες επαναστάσεις.
Έτσι, παρέχουν το κοινωνικό κεφάλαιο μιας λειτουργούσας δημοκρατίας. Μια τέτοια δημογραφική τάξη αναδύεται μόνο στις χώρες όπου υπάρχει οικονομία της ελεύθερης αγοράς.
Ελεύθερες αγορές δημιουργούν ευημερία και τη διανέμουν μεταξύ μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας. Όπως πειστικά υποστήριξε στον Πλούτο των Εθνών ο Adam Smith (1776), ο καταμερισμός της εργασίας είναι ζωτικής σημασίας για να αυξηθεί η παραγωγικότητα του ανθρώπου και, ως εκ τούτου, είναι αναγκαίος. Ο καταμερισμός της εργασίας μεταξύ των εκατομμυρίων ανθρώπων σε μια χώρα μπορεί να οργανώνεται καλύτερα μέσω μιας αυθόρμητα λειτουργούσας οικονομίας της αγοράς.
Όπως ανέφεραν τόσο ο Adam Smith όσο και ο David Ricardo, ο καταμερισμός της εργασίας μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω με την επέκταση του μεγέθους των οικονομιών μας. Ο συντομότερος τρόπος επέκτασης των οικονομιών μας είναι να καταργηθούν τα σύνορα, να το πω έτσι, μέσω του εμπορίου. Αυτό περιλαμβάνει την ανταλλαγή των αγαθών και των υπηρεσιών μεταξύ των πληθυσμών των διαφόρων χωρών και με αυτόν τον τρόπο ενισχύονται οι παραγωγικές ικανότητες των εθνών.
Έτσι, οι ελεύθερες αγορές δημιουργούν πλούτο στο εσωτερικό των χωρών και οι ελεύθερες συναλλαγές μεταξύ των χωρών αυξάνουν τον πλούτο αυτό ακόμη περισσότερο. Χάρη σε αυτήν την αύξηση της ευημερίας, οι χώρες διευρύνουν τη μεσαία τάξη τους και έτσι έχουν υψηλότερες πιθανότητες για την ίδρυση και την εδραίωση των δημοκρατιών τους. Ο ρόλος του ελεύθερου εμπορίου στην προώθηση της ειρήνης είναι έμμεσος εδώ. Για να συνοψίσω, το ελεύθερο εμπόριο συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών και αυτό, με τη σειρά του, συμβάλλει στην εδραίωση της δημοκρατίας. Έτσι, μέσω της προώθησης της δημοκρατίας, το ελεύθερο εμπόριο συμβάλλει έμμεσα στην ειρήνη.
Μπορεί να αναμένεται ότι η αύξηση του όγκου του εμπορίου μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας μπορεί να συμβάλει στη διαρκή ειρήνη μεταξύ των χωρών αυτών. Στην πραγματικότητα, όταν εξετάζουμε τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών κατά την τελευταία δεκαετία, έχουμε λόγους να υποστηρίξουμε την πρόταση αυτή. Μέχρι τη δεκαετία του 2000, ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδας ήταν κάτω από ένα δισεκατομμύριο αμερικανικά δολάρια.
Ωστόσο, σήμερα είναι περίπου 5 δισεκατομμύρια δολάρια. Στη δεκαετία του '80 και του '90, οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ των χωρών αυτών ήταν πολύ τεταμένες. Μια-δυο φορές έφτασαν στο χείλος του πολέμου. Ωστόσο, τουλάχιστον από το 1999, η Τουρκία και η Ελλάδα έχουν προσεγγίσει η μία την άλλη με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη. Οι επενδυτές κι από τις δύο χώρες επενδύουν ο ένας στην τύχη του άλλου. Η αύξηση του όγκου του εμπορίου και των επιπέδων των άμεσων ξένων επενδύσεων κάνουν τις χώρες αυτές να αλληλεξαρτώνται.
Στον βαθμό που η οικονομική ανάπτυξη βοηθά τις χώρες στην εδραίωση των δημοκρατιών τους, μπορεί να αναμένεται ότι η αύξηση του όγκου των συναλλαγών θα βοηθήσει την Τουρκία και την Ελλάδα να θεσμοθετήσουν τις δημοκρατίες τους και αυτό με τη σειρά του θα μειώσει την πιθανότητα να καταφύγουν στη χρήση βίας, όταν υπάρχουν διαφορές μεταξύ τους.
*Αυτό το κείμενο δόθηκε στο ΚΕΦΙΜ από τον Bican Sahin για την ελληνική έκδοση του βιβλίου Πόλεμος και Ευημερία που κυκλοφορεί με το Φιλελεύθερο την Παρασκευή.