Η δυσανεξία που επιδεικνύουν οι λαϊκιστικές κυβερνήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας για τους Θεσμούς και τις λειτουργίες της Δημοκρατίας, δεν αποτελούν έκπληξη. Κρατώντας στα χέρια τους τη δύναμη της πλειοψηφίας έχουν αποφασίσει ότι δεν υπάρχει καμία ανάγκη για συνταγματικούς περιορισμούς.
Το «πρόβλημα» γι’ αυτές τις χώρες δεν θα είχε προκύψει αν δεν ήταν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις όποιες αδυναμίες της, έχει ως «καρδιά της» το Κράτος Δικαίου. Το ερώτημα είναι πόσο σθεναρά θα το υπερασπιστεί απέναντι σε τέτοια ναρκοθέτηση εκ των έσω.
Η τελευταία περίπτωση του εκβιαστικού βέτο Πολωνίας και Ουγγαρίας, τη στιγμή που η υπόλοιπη Ευρώπη περιμένει να ανασάνει από το Ταμείο Ανάκαμψης και τον επταετή Προϋπολογισμό, καταδεικνύει ότι ο λαϊκισμός ανατολικοευρωπαϊκών χωρών έφτασε να αποτελεί πια ευθεία απειλή για την ίδια την συνοχή της ΕΕ.
Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά όσο οι χώρες της περιοχής στρέφονται σε αυταρχικές κυβερνήσεις. Τέτοιες διαμάχες, όπως του διπλού βέτο το οποίο υποστήριξε και η Σλοβενία, θα συνεχίσουν να προκαλούν κόντρες με την ΕΕ. Με ξεκάθαρο κίνδυνο πλέον να διχάσουν, αργά ή γρήγορα, την Ευρώπη.
Μάλιστα, με την επιλεκτικά αποφασιστική Γερμανία - που σταθερά διατηρεί ανοιχτούς διαύλους με Βαρσοβία και Βουδαπέστη - να κάνει… καθυστερήσεις μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου. Με στόχο να μην σκάσει στα χέρια της μια «βόμβα» μέχρι να λήξει η ευρωπαϊκή προεδρία της, οπότε και το μπαλάκι θα πάει στην… Πορτογαλία.
Πρακτικά, οι Βρυξέλλες έχουν λίγη, σχετικά, νομική ισχύ για να σταματήσουν την Ουγγαρία και την Πολωνία. Όμως, αυτό που διαθέτουν είναι χρήματα. Η διακοπή της ροής του ρευστού προς κυβερνήσεις με τέτοιες αντιφιλελεύθερες αντιλήψεις, σίγουρα θα τις πονούσε. Όπως είχε πει παλαιότερα και ο διευθυντής του Policy Solutions της Βουδαπέστης, «για τον Όρμπαν οι μόνες γλώσσες που καταλαβαίνει είναι η δύναμη και το χρήμα».
Ωστόσο, μια πολυδιάστατη σχέση κρατών όπως της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να στηρίζεται στον φόβο και τα ευρώ. Απαιτούνται περισσότερα και ποιοτικότερα συνεκτικά στοιχεία για να λειτουργήσει.
Η περίπτωση του λαϊκισμού της Ανατολικής Ευρώπης είναι ιδιαίτερη. Σύμφωνα με τον Ιβάν Κράστεφ, πρόεδρο του Center for Liberal Strategies, οφείλεται σε συνδυασμό γεγονότων και καταστάσεων: Της κληρονομιάς των «επαναστάσεων του 1989», αλλά και των δυο πιο πρόσφατων σοκ. Δηλαδή, της προηγούμενης κρίσης της ΕΕ, όπως και της αλλαγής της γεωπολιτικής κατάστασης από τη σταδιακή ατονία της αμερικανικής ισχύος.
Μετά τα γεγονότα του 1989 η πληθυσμιακή παρακμή επιταχύνθηκε στις «απελευθερωμένες», όχι πια κομμουνιστικές, χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Πολλοί κάτοικοι έφυγαν στην Δύση αναζητώντας καλύτερες προοπτικές. Μέσα σε μόλις μια δεκαετία η Ουγγαρία των 10 εκατ. κατοίκων έχασε το 3% του πληθυσμού της. To 2016, μόνο οι Πολωνοί που ζούσαν στην Βρετανία έφτασαν το 1 εκατ.
Η μετανάστευση των ανατολικοευρωπαίων προκάλεσε δημογραφικό πανικό σε όσους έμειναν πίσω. Κι αυτός ο πανικός εκδηλώθηκε σε όλη του την έκταση κατά την διάρκεια της μεταναστευτικής κρίσης του 2015-16 στην ΕΕ. Αν και ο λαϊκισμός είχε αποκτήσει ήδη δυναμική, το μεταναστευτικό τον ανέδειξε σε κυρίαρχη πολιτική τάση στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης.
Στο νέο στρεβλό σκηνικό που διαμορφώθηκε, οι αυταρχικές κυβερνήσεις Πολωνίας, Ουγγαρίας επιτίθενται στους θεσμούς της ΕΕ, αλλά παράλληλα επωφελούνται από τις γενναιόδωρες ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Χωρίς αυτή η διφορούμενη στάση να προκαλεί ισχυρή αντίδραση από τις Βρυξέλλες. Ο Όρμπαν μάχεται την ΕΕ Δευτέρα με Παρασκευή, αλλά τα Σαββατοκύριακα τσεπώνει τις επιδοτήσεις, ζητώντας διαρκώς κι άλλες.
Η οικονομία της Ουγγαρίας αναπτύχθηκε κατά 4,6% μεταξύ 2006-2015. Εκτιμάται ότι χωρίς τα κεφάλαια της ΕΕ θα είχε συρρικνωθεί κατά 1,8%. Οι επιδοτήσεις που λαμβάνει από την ΕΕ η Βουδαπέστη φτάνουν, στις καλές χρονιές, στο 6% του ΑΕΠ της. Η Πολωνία είχε την ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία στην Ευρώπη το διάστημα 2007-2017.
Η στάση των άλλων χωρών της ΕΕ δεν μπορεί να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση πειστική. Ακόμα και στη Σύνοδο Κορυφής της Πέμπτης το σοβαρό θέμα του βέτο συζητήθηκε για 20 λεπτά, καταδεικνύοντας το αδιέξοδο. Και παρά τις πολλές οργισμένες δηλώσεις σε βάρος των δυο χωρών, αναζητούνται πια τεχνικές λύσεις για να ξεπεραστεί το εμπόδιο.
Το πρόβλημα, όμως, έχει βαθύτερες ρίζες. Μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, η εδραίωση της δημοκρατίας σε αυτές τις χώρες στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στον κεντρικό ρόλο της ΕΕ και των ΗΠΑ.
Την τελευταία δεκαετία, όμως, το γεωπολιτικό σκηνικό άρχισε να αλλάζει. Η προεδρία Τραμπ έσπειρε αμφιβολίες για την δέσμευση των ΗΠΑ προς τους συμμάχους τους. Στην ΕΕ οι διαδοχικές κρίσεις χρέους, μεταναστευτικού και Brexit δημιούργησαν ανασφάλεια για το μέλλον της Ένωσης.
Εκμεταλλευόμενη τις συγκυρίες η Ρωσία του Πούτιν άρχισε να αποτελεί σταδιακά το πολιτικό και στρατηγικό αποκούμπι για κυβερνήσεις τύπου Ουγγαρίας και Πολωνίας, ένας συνδυασμός αντιδυτικής ιδεολογίας και αυταρχικής διακυβέρνησης. Ο φόβος οδήγησε τους ψηφοφόρους «πίσω». Σε επιλογές κυβερνήσεων που «προστατεύουν» τους πολίτες, αλλά και που τις φοβούνται.
Η Ευρώπη καλείται να αντιμετωπίσει κρίσεις από το 2009. Η πιο πρόσφατη κι εν εξελίξει είναι «διπλή», υγειονομική και οικονομική. Βρίσκει, όμως, την ανατολική πλευρά της σε «διαφορετικό κόσμο». Με τη δημοκρατία να νοσεί και τα αντιφιλελεύθερα ένστικτα να «ναρκοθετούν» συστηματικά τη συνοχή της Ένωσης. Το να κληθούν να «διαλέξουν πλευρά», μοιάζει μονόδρομος…